Συζητάμε την κρίση παγίως με τεχνικούς μακροοικονομικούς όρους. Την παρουσιάζουμε σαν θεομηνία, κάτι που ήρθε «από ψηλά και έξω»: μια κατάσταση ανωτέρας βίας. Ετσι ούτε αυτοί που σχολιάζουν ούτε, πολύ περισσότερο, οι άνθρωποι που ακούν πολυκαταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται και πώς τους αφορά ατομικά. Οι τεχνοκράτες μιλάνε τεχνοκρατικά, οι μακροοικονομολόγοι μακροοικονομικά, οι τροϊκανοί «τροϊκανά». Για τον μέσο πολίτη, μετάφραση σε αυτά που τον αφορούν φροντίσαμε να μην υπάρχει… Χαμένοι στη μετάφραση λοιπόν, ξέρουμε όλοι πως είμαστε σε σκοτεινό τούνελ. Οι περισσότεροι κάνουμε υπομονή και θυσίες «μέχρι να περάσει η μπόρα». Ελπίδα μας είναι πως κάποια στιγμή θα βγούμε στο γνώριμο ξέφωτο της καλοκαιρίας. Στον κόσμο που ξέραμε. Αφού κανείς δεν έχει εξηγήσει διαφορετικά, ο μέσος άνθρωπος έχει δεχτεί ότι θα είναι φτωχότερος για κάποιο απροσδιόριστο διάστημα – αλλά έχει την πεποίθηση ότι ο κόπος του θα παραμείνει κατά βάση ο ίδιος. Το ασανσέρ της συλλογικής μας ευημερίας κατεβαίνει δύο ορόφους, αλλά στο ίδιο κτίριο. Η νέα θέση έχει την ίδια ακριβώς διαρρύθμιση με τους ψηλότερους ορόφους, αλλά μάλλον λιγότερο φως. Νομίζουμε ότι μετά την κρίση ο κόσμος δεν θα έχει αλλάξει ριζικά: τα κομμωτήρια θα ρίξουν λίγο τις τιμές και θα τα επισκέπτονται λιγότεροι πελάτες. Τα φροντιστήρια θα προσφέρουν μερικά οικονομικότερα πακέτα και τα ιδιαίτερα θα μειωθούν δραστικά, αλλά τα σχολεία θα λειτουργούν με τρόπο απαράλλακτο. Ο Οργανισμός Αποξήρανσης της Κωπαΐδας θα συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει ένας οργανισμός που έχει ολοκληρώσει την αποστολή του εδώ και 90 χρόνια – αλλά λίγο πιο οικονομικά. Η ζωή θα συνεχίζεται, αλλά σε χαμηλότερη πτήση…
Πρόκειται δυστυχώς για ομαδική παραίσθηση που στηρίζεται σε παραπλανητική διάγνωση. Εμείς δεν χρεοκοπήσαμε επειδή μας χτύπησε εξωτερικό τσουνάμι – όπως η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Εμείς ρίξαμε το καράβι στα βράχια επειδή εκεί μας οδήγησε η μακροχρόνια πορεία πλεύσης. Για τον λόγο αυτόν, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και των εισοδημάτων απαντά στο μισό μόνο ερώτημα. Η διάγνωση και η αντιμετώπιση των πραγματικών αιτιών που μας έφεραν εδώ είναι το άλλο μισό: αυτό που λείπει.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος έχει δύο σκέλη. Ενα μακροοικονομικό και βραχυπρόθεσμο, την εξασφάλιση συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας ώστε η κατάσταση να είναι συνολικά συντηρήσιμη. Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με την αλλαγή των ατομικών συμπεριφορών, θεσμικών διευθετήσεων και νοοτροπιών που ευθύνονταν για το αρχικό πρόβλημα.
Το πρόγραμμα προσαρμογής έχει σχεδόν καταφέρει το πρώτο. Με αιματηρές θυσίες φτάσαμε στη μακροοικονομική σταθεροποίηση. Δυστυχώς το δεύτερο, η μικροοικονομική προσαρμογή, παραμένει ζητούμενο. Ετσι ουδείς γνωρίζει ποιες είναι οι νέες συμπεριφορές, συλλογικές και ατομικές, που θα πρέπει να προκρίνουμε μετά τη σταθεροποίηση.
Η ανισορροπία αυτή συνοψίζει την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα όσοι και όσες ζούμε στην Ελλάδα: εξαντλούμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε (οικονομίες, αποθέματα υπομονής και καλής διάθεσης, κοιτάσματα αλληλεγγύης και κατανόησης) προσπαθώντας να κρατήσουμε όσο γίνεται περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης ζωής μας. Να εξασφαλίσουμε το πριν, αν και σε μικρογραφία. Ελλείψει φαντασίας, σκεφτόμαστε τον μεταμνημονιακό μας κόσμο ίδιο με πριν, αλλά λίγο μικρότερο. Η έλλειψη φαντασίας για τον μεταμνημονιακό κόσμο χαρακτηρίζει πρώτο το κράτος. Με άνευ προηγουμένου φοροεισπρακτικό ακτιβισμό επιδιώκει το «πάγωμα» του κράτους στις ίδιες λειτουργίες, με τους ίδιους ανθρώπους αλλά με μικρότερους μισθούς. Τα δημοσιονομικά επιτεύγματα είναι success story, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Πιάσαμε βέβαια τους μακροοικονομικούς στόχους, αλλά το κράτος συνεχίζει να προσπαθεί να κάνει όλα όσα έκανε μέχρι τώρα, με λιγότερο κόστος. Καθυστερώντας τις δικές του διαρθρωτικές αλλαγές, αναγκαστικά επιβάλλει μεγαλύτερη προσαρμογή στο υπόλοιπο σύστημα: στην ιδιωτική οικονομία. Ετσι, όσο περνάει ο καιρός, η πραγματική οικονομία υποχρεώνεται να συρρικνώνεται ταχύτερα από το κράτος, με συνέπεια λιγότεροι πόροι να συντηρούν αναλογικά μεγαλύτερες κρατικές λειτουργίες. Και έτσι έχουμε έκρηξη της ανεργίας και κλειστές επιχειρήσεις, και εργαζομένους που δεν πληρώνονται κανονικά, ενώ επεκτείνονται η αβεβαιότητα και η αγωνία για το σήμερα και για το αύριο.
Ολοι μας, στο κράτος και στον ιδιωτικό τομέα, προσαρμοζόμαστε σε λιγότερα χρήματα, λιγότερες ευκαιρίες και χαμηλότερες προσδοκίες. Ομως η κρίσιμη προσαρμογή είναι ακόμα μπροστά μας. Πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο να εργαζόμαστε, να επενδύουμε, να παράγουμε, να καταναλώνουμε, να μορφωνόμαστε και να σχεδιάζουμε.