Συχνά στο δημόσιο λόγο υποστηρίζεται ότι στο σύγχρονο κόσμο η οικονομία κυριαρχεί και ότι περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες της πολιτικής. Με άλλα λόγια υποστηρίζεται ότι η οικονομία έχει άκαμπτους νόμους, στους οποίους υπόκειται η πολιτική, δηλαδή η συλλογικά οργανωμένη βούληση μιας κοινωνίας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι εξελίξεις στην οικονομία έχουν αυτονομία σε σχέση με την πολιτική βούληση και πράξη και συνεπώς οι πολιτικές αποφάσεις δεν μπορούν να την καθοδηγήσουν και να τη θέσουν στην υπηρεσία της πλειονότητας των πολιτών, ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανεξέλεγκτης πορείας της οικονομίας προς όφελος των συμφερόντων μιας μικρής ομάδας πολιτών είναι η συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών. Στην περίπτωση αυτή, η οποία παίρνει συνεχώς όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, η πολιτική ως συλλογική βούληση της κοινωνίας δεν μπορεί να επιδράσει με αποτέλεσμα τον πλουτισμό ελάχιστων πολιτών και την καταστροφή των πολλών, ιδίως σε περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή.
Βεβαίως, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η αδυναμία επίδρασης της πολιτικής πάνω στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πραγματική ή απλώς δεν υπάρχει η αναγκαία βούληση γι? αυτό. Η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση για τον έλεγχο της δράσης των χρηματοπιστωτικών αγορών, το αποτέλεσμα είναι θετικό. Παραδείγματος χάρη, ήταν αρκετή μόνο μία δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι «η ΕΚΤ θα κάνει τα πάντα για να διασώσει το ευρώ», το περασμένο καλοκαίρι, για να σταματήσει η κερδοσκοπία των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ιταλία και την Ισπανία. Παρομοίως, η πολιτική νομισματικής επέκτασης της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας είναι ικανή να συγκρατήσει τα επιτόκια των ομολόγων σε λογικά επίπεδα.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Εχουν όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό, ότι οι πολιτικές αποφάσεις για να επιδράσουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές πρέπει να προέρχονται από πολύ ισχυρές πολιτικές οντότητες, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση ή οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πολιτικές αποφάσεις των μεμονωμένων μικρών και μεσαίων ακόμη χωρών δεν έχουν καμία επίδραση στις αγορές, καθώς αυτές έχουν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από τις προαναφερόμενες χώρες. Το μέγα ζήτημα της διεθνοποίησης της οικονομίας έναντι της κατακερματισμένης σε εθνικά κράτη πολιτικής βούλησης σε παγκόσμιο επίπεδο, φαίνεται να αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση των σχέσεων μεταξύ οικονομίας και πολιτικής.
Τις τελευταίες δεκαετίες τα οικονομικά σύνορα έχασαν τη σημασία τους, καθώς οι δασμοί έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί, ενώ η κυκλοφορία των κεφαλαίων έχει πλήρως απελευθερωθεί σε διεθνές επίπεδο. Εχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί παγκοσμιοποίηση της οικονομίας χωρίς να έχει υπάρξει μια αντίστοιχη παγκόσμια πολιτική διακυβέρνηση με κοινή βούληση που να μπορεί να παρεμβαίνει ρυθμιστικά.
Ακόμη και πολύ μεγάλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, δεν φαίνεται να μπορούν πάντα να επιδράσουν, να ρυθμίσουν και να ελέγξουν την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Προσπάθεια αντιστοίχισης μιας παγκόσμιας κοινής πολιτικής βούλησης απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία αποτελούν οι συναντήσεις της ομάδας των «8» καθώς και της ομάδας των «20» ισχυρότερων χωρών. Ομως, τα επιμέρους συμφέροντα των χωρών αυτών δεν μπορούν να εναρμονιστούν, ώστε να υπάρξει παγκόσμια κοινή πολιτική δράση ικανή να ελέγξει και να ρυθμίσει την παγκοσμιοποιημένη οικονομία (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μη επιβολή ενός φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι προτάσεις των ευρωσκεπτικιστικών και εθνικιστικών κομμάτων για χαλάρωση της ενοποίησης μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με στόχο την ανάκτηση της χαμένης «εθνικής ανεξαρτησίας» είναι σε λάθος κατεύθυνση. Αντί «εθνικής ανεξαρτησίας» των μικρών και μεσαίων χωρών θα υπάρξει «πλήρης υποδούλωση» στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αντίθετα είναι προς το συμφέρον της πλειονότητας των πολιτών στις μικρές και μεσαίες χώρες να προχωρήσει η ενοποίηση της Ε.Ε., ώστε με κοινή πολιτική βούληση να μπορεί να ελέγχει τις διεθνοποιημένες αγορές και να επιβάλλει ρυθμίσεις σε συνεργασία με τις άλλες μεγάλες χώρες. Αρκεί ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων και συμφερόντων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει την απαραίτητη πολιτική βούληση για τέτοιες πολιτικές αποφάσεις.