Η νύχτα των βρικόλακων

Τάκης Θεοδωρόπουλος 13 Οκτ 2012

Μία ομάδα από ημιπαράφρονες που παίζουν τη «Νύχτα των βρικολάκων» μπροστά στην είσοδο ενός θεάτρου δεν είναι απαραιτήτως πρόβλημα. Η χώρα που σέρνεται, δυστυχώς, διαθέτει πλούσια ποικιλία από την πανίδα που αναπτύσσεται στη θερμοκοιτίδα του σκοταδισμού και της αγραμματοσύνης. Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται σοβαρό από τη στιγμή που στους ημιπαράφρονες συμπαραστέκονται ροπαλοφόροι μπράβοι της νύχτας, οι οποίοι φορούν τη στολή του νεοφασισμού. Και γίνεται ακόμη σοβαρότερο αν το εντάξεις στην αλυσίδα από αντίστοιχα «περιστατικά» που έχουν σημαδέψει την πορεία της γενικευμένης κατρακύλας.

«Ο τελευταίος πειρασμός», τα βιβλία του Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά και η αποκαθήλωση έργου από την έκθεση Outlook έχουν καταγραφεί στη Μαύρη Βίβλο της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Χωρίς να ξεχνάμε ότι στην αποκαθήλωση του έργου από την έκθεση Outlook είχε πρωταγωνιστήσει ο Μιλτιάδης Εβερτ, πρώην αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, άρα υποψήφιος πρωθυπουργός, και πρώην δήμαρχος της Αθήνας. Οπου ο θρησκευτικός σκοταδισμός συναντά το επαναστατικό ισοδύναμό του.

Τον Δεκέμβριο του 2008, τότε που κάηκε η Αθήνα, ομάδες ηθοποιών δραματικών σχολών είχαν εισβάλει σε θεατρικές αίθουσες για να διακόψουν τις παραστάσεις. Στο Εθνικό οι θεατές τούς είχαν χειροκροτήσει όταν έγραφαν στους τοίχους «σκατά στους κουλτουριάρηδες», ο δε εθνικός χορευτής Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε διακόψει την παράσταση για να τους δώσει τον λόγο. Οταν με τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Πέτρο Μάρκαρη είχαμε υπογράψει μια επιστολή για να επισημάνουμε πως οι πράξεις αυτές ανοίγουν έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, ορισμένες υπογραφές, κατ’ επάγγελμα προοδευτικές, σε κατάσταση διονυσιασμού έψαλλαν άριες για την επαναστατικότητα των νέων, την οποία εμείς οι αρτηριοσκληρωτικοί αδυνατούμε να κατανοήσουμε.

Ακολούθησαν οι επιθέσεις στη Σώτη Τριανταφύλλου, στο έργο του Μισέλ Φάις στο Θέατρο Τέχνης από χουλιγκάνους του ΠΑΟΚ και τώρα στο Χυτήριο. Τι διαφορά έχουν οι επαναστατημένοι νέοι που διακόπτουν μια θεατρική παράσταση από τη μυστακοφόρο θεούσα, τον χουλιγκάνο και τον ροπαλοφόρο της Χρυσής Αυγής; Στο ρεπερτόριο θα πρόσθετα και όσους ασχημονούν για να κερδίσουν δημοσιότητα, κρεμώντας κουρελοπανό στα Προπύλαια ή στα τείχη της Ακρόπολης. Υποθέτω ότι άλλοι αναλυτές, πιο εκλεπτυσμένοι από εμένα, θα μπορούν να μας παρουσιάσουν ικανές διατριβές για τις διαφορές που υπάρχουν από την μια στην άλλη περίπτωση. Εγώ όμως, που δεν διαθέτω τα εκλεπτυσμένα μέσα τους, δυσκολεύομαι να βρω τις αποχρώσεις και τις διαφορές. Διότι το θέμα δεν είναι πολιτικό. Το θέμα είναι πολιτισμικό, και μάλιστα βαθιά πολιτισμικό. Μπορεί την ελευθερία της έκφρασης και την τέχνη να τις προστατεύουν διάφοροι νόμοι και θεσμοί της πολιτείας, όμως αυτό που στην πραγματικότητα την προστατεύει είναι ο σεβασμός ο οποίος πηγάζει από την πίστη ότι η ύπαρξή της είναι κοινωνικά αναγκαία. Κι αυτό δεν είναι θέμα Αστυνομίας. Είναι θέμα παιδείας.

Δεν είναι δύσκολο να κάψεις ένα βιβλιοπωλείο, να τα σπάσεις σε μια λογοτεχνική εκδήλωση ή να τραμπουκίσεις σε ένα θέατρο. Σε αντίθεση με τα σκυλάδικα, που κανέναν δεν μοιάζουν να ενοχλούν, αυτοί οι χώροι δεν διαθέτουν προστασία. Αυτό που σε κρατάει για να μην κάψεις βιβλία είναι το ίδιο αντανακλαστικό που σε κρατάει να μη σκοτώσεις. Ο νόμος που παραβιάστηκε προχθές, όπως και σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, είναι ένας από τους συστατικούς νόμους του πολιτισμού μας. Κι αυτός ο πολιτισμός μας απειλείται από το καθεστώς της γενικευμένης ανομίας που ήρθε ο καιρός να καταλάβουν κάποιοι πως ισοδυναμεί με τον ολοκληρωτισμό της πιο στυγνής ανελευθερίας.