Η νομιμοποίηση του αυταρχισμού

Κώστας Μποτόπουλος 09 Απρ 2014

Πρώτος ο Πούτιν με την πολύ έξω από τα όρια της δημοκρατίας επίδειξη διαρκούς πυγμής του. Ύστερα ο Ερντογάν του αίματος στην πλατεία Ταξίμ, των συνομιλιών που δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για τη διαφθορά του ίδιου, της οικογένειας και της κλίκας του, της φίμωσης του Τύπου και του «κλεισίματος» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τώρα ο Ορμπάν, της κατάλυσης του κράτους δικαίου, της μετατροπής του Συντάγματος σε κομματικό νόμο και της ανάδειξης του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» σε πολιτική ιδεολογία. Ρωσία, Τουρκία, Ουγγαρία –εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μόνο συνδετικό στοιχείο ότι η ανοιχτή αυθαιρεσία των ηγετών τους ανταμείβεται στις κάλπες: δημοφιλέστερος παρά ποτέ μετά από δύο δεκαετίες στην εξουσία ο Πούτιν, θριάμβευσε στις δημοτικές εκλογές κι ετοιμάζεται για την Προεδρία ο Ερντογάν, 45% στις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής πήρε ο Ορμπάν.

Η πολιτική επιστήμη χρειάζεται έναν νέο όρο για να περιγράψει το φαινόμενο: «αυταρχικός λαϊκισμός». Κι η σκέτη πολιτική αντιμετωπίζει ένα νέο πονοκέφαλο: γιατί αυτή η λαϊκή επιδοκιμασία, άρα η νομιμοποίηση, τόσο καθαρά αντιδημοκρατικών συμπεριφορών και στάσεων;

Δύσκολη η απάντηση. Πρώτον γιατί οι περιπτώσεις –τόσο σε επίπεδο προσώπων, όσο και λαών- παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Η Ρωσία είναι μια πρώην αυτοκρατορία και πρώην υπερδύναμη, κολλημένη στο μύθο του μεγαλείου και της μοναδικότητας της, με μια ατελέστατη δημοκρατία, από τη στιγμή της πτώσης του κρατικού κομμουνισμού έως σήμερα, και με ζωντανό πάντα το «όραμα» της εξουσίασης από έναν τσάρο. Η Τουρκία είναι στην πραγματικότητα τρεις χώρες –οι συνήθως χαμηλής μόρφωσης μάζες της Ανατολίας και των μεγάλων πόλεων, οι δυτικότροποι αλλά όχι πια πεπεισμένοι για τον κεμαλισμό αστοί και οι εθνοτικές μειονότητες, με πρώτους τους Κούρδους- τις οποίες το μόνο που μπορεί να συνθέσει είναι η υπόσχεση της οικονομικής ευημερίας και ένας ηγέτης που δεν ασχολείται με πολιτειακές λεπτομέρειες και δημοκρατικές φιοριτούρες προκειμένου να την πετύχει (ή να την εμφανίσει ως επιτυγχανόμενη). Η Ουγγαρία είχε το «μαλακότερο» ίσως κομμουνιστικό καθεστώς αλλά μπήκε στην μετα-1989 περίοδο με το βαρύτερο εθνικιστικό φορτίο κι έκτοτε, μέσα από συνεχείς εναλλαγές και δολιχοδρομήσεις, προσπαθεί όχι να το αποτινάξει αλλά να το αξιοποιήσει.

Ίσως η λέξη-κλειδί για το τι ενώνει τις τρεις αυτές χώρες με τους εκλεγμένους αλλά όχι δημοκρατικούς ηγέτες-αφέντες τους είναι η «δύναμη», ή μάλλον –γυμνότερη και πολιτικότερη- η «ισχύς». Την ισχύ μιας αναγεννημένης ρωσικής αυτοκρατορίας ενσαρκώνει ο Πούτιν της αντιπαράθεσης με τη Δύση, των γυμνόστηθων κυνηγιών ταράνδων (οι τίγρεις αποδείχθηκαν φωτομοντάζ), των φαραωνικών Ολυμπιάδων και των στρατιωτικών επεμβάσεων σε πρώην «δορυφόρους». Την ισχύ μιας πολυπληθούς, νεανικής, δεμένης με τη θρησκεία και συμφιλιωμένης με τον καπιταλισμό Τουρκίας ενσαρκώνει ο Ερντογάν της «επιστροφής στις ρίζες», της συστηματικής αποδόμησης κάθε φιλελεύθερου –υπό πολιτική και κοινωνική έννοια- στοιχείου, της μαντηλοφορούσας συζύγου αλλά των τοπ-μόντελ ερωμένων, της εικόνας του ανθρώπου του λαού αλλά της διαρκούς αναζήτησης του νόμιμου και παράνομου πλουτισμού. Την ισχύ μιας περήφανης, εθνοκεντρικής Ουγγαρίας (άλλο «έθνος ανάδελφον» στην καρδιά της Ευρώπης), που περιφρονεί και αψηφά τις «διεφθαρμένες Βρυξέλλες» και το «σιωνιστικό ΔΝΤ» και βάζει κάθε μήνα λίγα φιορίνια στο καλάθι της νοικοκυράς, εκπροσωπεί ο Ορμπάν των 800 νόμων και πέντε αλλαγών του Συντάγματος σε τέσσερα χρόνια, της κατάργησης της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και του συνταγματικού δικαστηρίου.

Το πιο δύσκολο όμως ερώτημα είναι γιατί οι λαοί καταφάσκουν σε τόση, και τέτοια, ισχύ. Εθνική πολιτισμική παράδοση; Όμως αυτές οι χώρες είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, ενώ υπάρχουν άλλες με τις οποίες μοιράζονται περισσότερα (π.χ Ουγγαρία-Τσεχία), όχι όμως την περιφρόνηση στη δημοκρατία. Απογοήτευση από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας; Για ρωτήστε Ρώσους, Τούρκους και Ούγγρους αν θα ήθελαν να γυρίσουν στις όχι και τόσο μακρινές δικτατορίες τους. Προβολή των υλικών αναγκών έναντι των πολιτειακών αγαθών; Μα όλοι αυτοί οι λαοί παραμένουν φτωχοί και η δημοκρατία θα μπορούσε να τους δώσει δύναμη και περηφάνια.

Δεν υπάρχει λοιπόν μονοσήμαντη απάντηση. Στο εκρηκτικό μίγμα πρέπει να προστεθούν οι ιδιαιτερότητες της συγκυρίας, η έλλειψη αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων, το δούλεμα της σχέσης των ηγετών με τη «λαϊκή ψυχή», τα τραύματα της πρόσφατης Ιστορίας, η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου. Βαθιές, σκοτεινές ρίζες, ψυχικές και πολιτικές, που δεν αντιμετωπίζονται με κούφια λόγια και οιμωγές, αλλά και που δεν πρέπει να πάψουν να αντιμετωπίζονται, εντός και εκτός των χωρών τους. Το ξύπνημα της δημοκρατίας εκεί όπου έχει επικρατήσει ο αυταρχικός λαϊκισμός είναι χρέος της παγκόσμιας κοινότητας –όχι για να υποκατασταθεί αλλά για να αποκατασταθεί η πληττόμενη λαϊκή κυριαρχία.