Οι έντονες συζητήσεις και ο προβληματισμός που εκφράστηκε μετά την πρόσφατη τοποθέτηση των νέων Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης κατέδειξε το σημαντικό έλλειμμα νομιμοποίησης των ανώτερων στελεχών της διοίκησης της εκπαίδευσης στη συνείδηση του εκπαιδευτικού κόσμου.
Αναλύοντας αυτό το έλλειμμα νομιμοποίησης δεν θα σταθώ στην ανάγκη διερεύνησης της τυπικής νομιμοποίησης που δημιουργεί η υπογραφή της συγκεκριμένης απόφασης διορισμού από τον Αναπληρωτή Υπουργό και όχι από τον Υπουργό, όπως προβλέπει ρητά ο σχετικός νόμος του 2004, αν και αυτό το ζήτημα είναι πολύ πιθανόν στο άμεσο μέλλον να εγείρει σημαντικά προβλήματα ισχύος των αποφάσεων που θα κληθούν να λάβουν τα συγκεκριμένα στελέχη. Δεν θα σταθώ ούτε στην απόσταση που φαίνεται να κρατά ο Υπουργός από την συγκεκριμένη απόφαση, αφαιρώντας νομιμοποίηση από τα στελέχη. Θα επιμείνω όμως στην ανάλυση του προβλήματος ουσιαστικής νομιμοποίησης των στελεχών στον ηγετικό ρόλο που καλούνται να υπηρετήσουν.
Στην εκπαίδευση, κάθε εκπαιδευτικός, αλλά ακόμα περισσότερο τα στελέχη καλούνται να ανταποκριθούν σε έναν ρόλο σύγχρονου ηγέτη, ώστε να ασκήσουν επιρροή, να εμπνεύσουν και να πείσουν τους συνεργάτες τους για να εργαστούν πρόθυμα στην επίτευξη οράματος και στόχων που βασίζονται σε κοινές αξίες. Για την άσκηση σύγχρονης ηγεσίας πηγή νομιμοποίησης και δύναμης δεν αποτελεί πρώτιστα η εξουσία της θέσης κάθε στελέχους. Αντίθετα, θεωρούνται πιο σημαντικές, προσδίδουν κύρος ηγέτη και το καθιστούν αποδεκτό στον ρόλο του προσωπικές ικανότητες και χαρακτηριστικά, η εξειδικευμένη γνώση λόγω σπουδών ή εμπειρίας, καθώς και οι προσωπικές αξίες που υπηρετεί και το ηθικό σθένος που διαθέτει.
Στις συγκεκριμένες επιλογές, αν υποθέσουμε ότι η αρμόδια επιτροπή διέκρινε στους επιλεγέντες προσωπικές ικανότητες και χαρακτηριστικά – κάτι που μένει να αποδειχτεί στην πράξη -, σίγουρα δεν φρόντισε να εξασφαλίσει ότι συνυπάρχει η εξειδικευμένη γνώση λόγω σπουδών ή εμπειρίας. Αγνοήθηκαν υποψήφιοι με εγνωσμένο υψηλότατο επιστημονικό υπόβαθρο και πλούσια εμπειρία αποτελεσματικής άσκησης υψηλών απαιτήσεων διοικητικού έργου στην εκπαίδευση. Και επιλέχτηκαν υποψήφιοι με πολύ λιγότερα προσόντα και σχεδόν ελάχιστη διοικητική εμπειρία, οι οποίοι διέθεταν κομματική ταυτότητα και συνδικαλιστική ή πολιτική δράση από τους χώρους των συγκυβερνώντων κομμάτων. Αυτό εξάλλου κατέδειξε η αμήχανη στάση του Υπουργείου που για να αποφύγει τις συγκρίσεις δεν ανακοίνωσε, όπως είχε γίνει σε προηγούμενες επιλογές, τα βιογραφικά των επιλεγέντων.
Παράλληλα, η συγκεκριμένη επιλογή υπονόμευσε περισσότερο από κάθε προηγούμενη το αξιακό και ηθικό σθένος των τοποθετηθέντων. Διότι τι μπορούν πλέον να επικαλεστούν ως προς αυτά; Αποδέχτηκαν μιαν επιλογή που φανερά καταστρατήγησε κάθε αρχή αξιοκρατίας και ενθάρρυνε τον άκρατο κομματισμό, τον οποίο χρόνια ως συνδικαλιστές κατάγγελλαν. Αποδέχτηκαν μιαν επιλογή με έντονα χαρακτηριστικά αδιαφάνειας. Αποδέχτηκαν την καταστρατήγηση της ποσόστωσης που εξασφαλίζει την πρόσβαση σε υψηλές θέσεις ευθύνης γυναικών και προωθεί την ισότητα των φύλων. Αποδέχτηκαν την καταστρατήγηση της ύψιστης δημοκρατικής νομιμοποίησης, την οποία εξασφαλίζει η τήρηση των δημοκρατικά ψηφισμένων νόμων του κράτους. Αποδέχτηκαν την ασυνέπεια λόγων και έργων. Αποδέχτηκαν, τέλος, την υπεράσπιση από μειοψηφίες που κυνικά παραδέχτηκαν τον κομματικό χαρακτήρα των επιλογών προσφεύγοντας στο ανόητο επιχείρημα ότι πρόκειται για σαφώς πολιτικές θέσεις. Μα αν πρόκειται για πολιτικές θέσεις, τότε πολιτικές θέσεις είναι όλες οι θέσεις Γενικών Διευθυντών και Διευθυντών σε όλη τη δημόσια διοίκηση. Τι θα συμβεί αν γενικευτεί αυτή η πρακτική;
Τι μένει σε αυτά τα στελέχη για να ασκήσουν τον ηγετικό τους ρόλο; Η ελάχιστη εξουσία που τους εξασφαλίζει η ιδιότυπη γραφειοκρατία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, η οποία αφενός δεν συντελεί σε άσκηση σύγχρονης ηγετικής δράσης και αφετέρου έχει τεράστια προβλήματα λόγω της θεσμοθετημένης αναντιστοιχίας ευθύνης και εξουσίας σε όλες τις θέσεις διοίκησης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μένει ακόμα η δηλωμένη στήριξη των μειοψηφιών στις οποίες προαναφέρθηκα. Μια ανάλυση, όμως, του λόγου αυτών των μειοψηφιών καταδεικνύει την επισφάλεια αυτής της στήριξης. Διότι η βασική κριτική που ασκούν στα προηγούμενα στελέχη είναι ότι αυτά σεβάστηκαν τον θεσμικό τους ρόλο, στον οποίο οι ίδιοι συνδικαλιστικά ήταν αντίθετοι. Η σύγκρουση με αυτούς που νομιμοποιούν στη συνείδησή τους τα στελέχη μόνο όταν δέχονται να αυτοκαταργηθούν υποκύπτοντας σε συνδικαλιστικές πιέσεις και απεμπολώντας το θεσμικό καθήκον τους θα έρθει πολύ γρήγορα. Μένουν τέλος οι προσωπικές ικανότητες και τα ηγετικά τους χαρακτηριστικά, αν διαθέτουν.
Δυστυχώς κινούμαστε σε αρνητική κατεύθυνση. Από μια προβληματική εφαρμογή του opengov το 2010 – έστω κι αν τα στελέχη εκείνα διέθεταν πολύ υψηλά προσόντα και δικαίωσαν την επιλογή τους, αναδεικνύοντας τη σημασία αυτών των θέσεων και τις δυνατότητες των αποκεντρωμένων υπηρεσιών διοίκησης στη διαμόρφωση, υλοποίηση και ανατροφοδότηση της εκπαιδευτικής πολιτικής -, περάσαμε στην εφαρμογή του 4-2-1 το 2013 και στην απόλυτα κομματική διαδικασία του 2015. Οι 452 που προσελκύστηκαν και υπέβαλαν αίτηση, έχοντας υπόψη το γεγονός ότι ο ρόλος των στελεχών αναβαθμίστηκε τα τελευταία χρόνια και τις δηλώσεις του Υπουργού για αδιάβλητες διαδικασίες, διαψεύστηκαν οικτρά στις προσδοκίες τους από τη νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΠΑΙΘ.
Όταν ο Πρωθυπουργός χειροκροτούσε στη Βουλή τον Υπουργό Παιδείας που δεσμεύονταν για εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου και “απόλυτη πολιτική ανεξιθρησκεία” στις επιλογές των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης σίγουρα δεν φανταζόταν αυτήν την κατάληξη. Όμως σε ένα πλαίσιο που οι οικονομικές εξελίξεις και η αρνητική δημοσιονομική συγκυρία καθιστούν δύσκολη τη χάραξη και άσκηση της πολιτικής, ο χώρος της παιδείας, σε παραμέτρους του που δεν συνδέονται άμεσα με δημοσιονομικά μεγέθη κινδυνεύει να καταστεί ένας χώρος για κομματική εκμετάλλευση και για ικανοποίηση του κομματικού ακροατηρίου με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά η πολιτική ηγεσία της χώρας.