«Η νοημοσύνη χάνει σε διαύγεια, ότι κερδίζει σε οργή.» Αλμπέρ Καμύ

Κώστας Πετρουλάς 24 Μαϊ 2014

Μόνο που η οργή δικαιολογείται μεν να είναι συνέπεια μιάς μεγάλης κρίσης, αλλά πάντα υπάρχει κι εκείνη η κατηγορία «οργισμένων» που την χρησιμοποιεί σαν εργαλείο δικαίωσης. Είναι ένα κόλπο, μια πονηριά, που δίνει διαστάσεις ενοχής στον αντίπαλο και εξ ορισμού αθωότητα στον αγανακτισμένο κατήγορο. Τον παρηγορεί και συνάμα του επιτρέπει να κρύβει – ίσως κι από τον εαυτό του – τους απώτερους σκοπούς του. Όταν δε η τέτοια οργή, προστίθεται στην οργή εκείνων που μόνο χάνουν τη διαύγειά τους χωρίς να είναι υστερόβουλοι, τότε τα όρια της σύγχυσης μεγαλώνουν.

Το μεγαλύτερο θύμα της μικτής οργής, είναι με διαφορά το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κατά τη γνώμη μας δεν έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τον εκτροχιασμό. Η εντύπωση στρέβλωσε την πραγματικότητα επειδή η συγκυρία τού έσκασε την βόμβα στα χέρια.

Ως προς τη συνολική ιστορία του επίσης, προφανώς ευθύνεται για την ευνοιοκρατία καθώς και για την απαξίωση σημαντικών θεσμών. Ταυτόχρονα ωστόσο, έχει να επιδείξει ένα έργο σημαντικό και αδιαμφισβήτητο.

Όμως, ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να κρίνουν την ιστορία του νηφάλια, να του πιστώσουν και να του χρεώσουν δίκαια.

Ο λόγος δεν είναι άλλος από το είδος των προσδοκιών που έχουν οι οπαδοί της κεντροαριστεράς.

Αν το ΠΑΣΟΚ έσπασε πχ τους διορισμούς με βάση τα φρονήματα στα σώματα ασφαλείας καθιερώνοντας τις πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή, θεωρείται αυτονόητο, όσο αυτονόητη θεωρείται η ευθύνη του ότι το ΑΣΕΠ άργησε να έρθει και ήταν διάτρητο από παράθυρα.

Η λογική της αποκατάστασης από τις απαξίες που εκπροσωπούσε η συντήρηση, ήταν εκείνη που συσπείρωσε και έφτιαξε το προοδευτικό ρεύμα το οποίο του έδωσε την εξουσία. Ως εκ τούτου, το ΠΑΣΟΚ κρίνεται για την συνέπεια στην αλλαγή που επαγγέλθηκε και όχι η ΝΔ, της οποίας την πολιτική ήρθε να αλλάξει.

Ωστόσο, το δικό του κατόρθωμα να εκτοξεύσει την Ελλάδα μέσα στις 30 πλουσιότερες χώρες, σκέπασε όλα τα στραβά.

Οι οπαδοί του εκείνοι που ωφελούνταν από την συναλλαγή και τα προνόμια των «δικών μας παιδιών», επικαλούνταν το θετικό του έργο, μουρμούριζαν για τις παρασπονδίες του, αλλά εφόσον ευημερούσαν, το ψήφιζαν. Μαζί με τους υπόλοιπους που το ψήφιζαν ως μη χείρον, ασκώντας σοβαρή κριτική, το διατήρησαν επί μακρόν στην εξουσία.

Όλα αυτά έως την κρίση.

Τότε πια η οργή ξέσπασε εναντίον του και από τις δύο κατηγορίες, χωρίς να σημαίνει ότι είχαν μεταξύ τους και αυστηρά σύνορα.

Κατά κύριο λόγο όμως, «τα δικά μας παιδιά», γυμνασμένοι τόσα χρόνια να σκέφτονται ατομικά, αισθάνθηκαν προδομένοι και σκόρπησαν στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο προσδοκώντας άμεση αποκατάσταση. Αμάθητοι να σκέφτονται πολιτικά, δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν τα πολύ χειρότερα έξω από το μονόδρομο του ευρωπαϊκού δανεισμού και το συνεπακόλουθο μνημόνιο. Η «χρήση» της οργής δε ως τεκμήριο της δικής τους αθωότητας, καμουφλάρει το απολεσθέν προσωπικό συμφέρον και τους παρηγορεί θεατρικά ως αγίους.

Εκείνοι που παρέμειναν στη στέγη του, χρεώνοντας και πιστώνοντας νηφάλια τις πολιτικές του, είναι οι λιγότεροι.

Στις παρυφές του όμως στέκονται οργισμένοι και εκείνοι που συμμερίζονται την ορθή πολιτική της συγκυβέρνησης και αποστρέφονται τον καταστροφικό λαϊκισμό. Το στίγμα του παρελθόντος του είναι βαρύ και τους εμποδίζει όχι μόνο να το κρίνουν χωρίς εμπάθεια για τα χρόνια που κυβερνούσε, αλλά ούτε και να του αναγνωρίσουν την σωτήρια στάση των τελευταίων χρόνων, με την οποία συμφωνούν.

Του καταλογίζουν πρωτίστως ότι δεν έχει διατυπώσει ένα καθαρό αφήγημα κι αυτό είναι σε απόλυτες τιμές σωστό.

Όμως έχει δύο δικαιολογίες, οι οποίες είναι βάσιμες:

– Έχει ακόμη στις τάξεις του παρωχημένους οι οποίοι αλληθωρίζουν προς το λαϊκισμό και συγκρατούνται με το ένα πόδι έξω . Προφανώς δεν μπορεί στην παρούσα φάση να διακινδυνεύσει τη ρήξη. Η συγκυβέρνηση είναι το μείζον ζητούμενο

– Είναι υποχρεωμένο σε ποικίλους όσους συμβιβασμούς με τη ΝΔ, ώστε να είναι εφικτή η συγκυβέρνηση και η σταθερότητα. Ένα καθαρό μανιφέστο στην παρούσα στιγμή, θα σκόρπαγε σύγχυση και φυγόκεντρες τάσεις στους οπαδούς του που πιέζονται απολογούμενοι διαρκώς για την επιλογή συνεργασίας με τον ιστορικό αντίπαλο.

Αυτά δεν τα λαβαίνουν υπ’ όψη τους οι «απεταξάμην» και προκειμένου να διαφυλάξουν την προσωπική τους αθωότητα, σέρνουν το δίλημμα και πιο μακριά.

«Ο Βενιζέλος συμμετέχει στη κυβέρνηση σωτηρίας της Ελλάδας για να σώσει τον εαυτό του, ή σώζοντας τη χώρα σώζεται κι αυτός;»

Δυστυχώς, αυτός είναι ο μέγας γρίφος που κυκλοφορεί σε λαό και Κολωνάκι (διανόηση). Ανάλογος με εκείνον του Βυζαντίου για το τρισυπόστατο του Θεού, ή της κότας και του αυγού.

Κι εμείς για να μην είμαστε παρακατιανοί ενώπιον του επίκαιρου στοχασμού, λέμε να το πάμε και πιο μακριά. Όλοι αυτοί πού έκαναν κάτι πανθομολογουμένως σωστό, σε όλο τον κόσμο, το έκαναν για τον εαυτό τους ή για τη χώρα τους;

Πόσα σενάρια σωτηρίας του Βενιζέλου θέλετε να γράψουμε; Όλα τα «αντιμνημονιακά» φτάνουν; Να βάλουμε και το σενάριο του κ. Κουβέλη που είναι υπεράνω πάσης ερμηνείας;

Το αποτέλεσμα με λίγα λόγια, σ’ αυτόν το συλλογισμό, είναι το έλασσον και οι προθέσεις το μείζον. Τις οποίες καλούμαστε να δικάσουμε για να ετυμηγορήσουμε υπέρ ή κατά της σωτηρίας μας από χρεοκοπικό θάνατο.

Λες και στην πολιτική μετράει κάτι άλλο εκτός από το αποτέλεσμα.

Λες και χρειαζόμαστε ψυχαναλυτές για να βγάλουμε πολιτικά συμπεράσματα.

Η τελευταία οργή δε που ξέσπασε κατά του Βενιζέλου από τη δήλωση, ότι δεν θα μπορεί να συγκυβερνήσει αν οι πολίτες στείλουν το σχετικό μήνυμα, είναι επιεικώς άδικη, αν εξαιρέσουμε τον κάπως άκομψο τρόπο του το έθεσε. Διότι κανείς δεν μπορεί να απαντήσει ότι μπορεί. Και να θέλει, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να συγκρατήσει τους βουλευτές του στην κυβερνητική πλειοψηφία.

Απ’ αυτό το ΠΑΣΟΚ λοιπόν, από το οποίο εξαρτάται το παρόν και το μέλλον της χώρας, η αγωνία είναι διάχυτη να διαχωρίσουμε τη θέση μας. Να το καταποντίσουμε αλλά να μας σώσει.

Η εξίσωση δεν βγαίνει.

Βεβαίως, θα έφευγε από όλους ένα «βάρος» αν την υπόθεση διάσωσης και αποκατάστασης την οδηγούσαν νέοι, ικανοί και άφθαρτοι, εξαφανίζοντας τις κακές μνήμες και τις τύψεις ταυτόχρονα. Όμως αυτά βρίσκονται στη σφαίρα των ευχών και των θαυμάτων. Οι νέοι υπάρχουν και είναι σημαντικοί και απαραίτητοι αλλά δεν έχουν προλάβει να επιδείξουν τα προσόντα τους και ούτε καν να ενωθούν. Η συνεργασία με το παλιό που αντιστάθηκε και άντεξε ή αν θέλετε που ανάνηψε, είναι η μόνη πραγματικότητα. Η πολιτική είναι ζωντανό παρόν, αποτέλεσμα, και ορατό μέλλον.

Αυτούς που έχουμε μπροστά μας οφείλουμε να τους διατάξουμε σε θέσεις πολιτικής μάχης και έχουμε πλήρη την ευθύνη να τα καταφέρουμε.

Συνοψίζοντας τις προσδοκίες των πολιτών που τοποθετούν τον εαυτό τους στον προοδευτικό χώρο, μπορούμε εύκολα να πούμε πως θεωρούν απολύτως αναγκαία την κυβερνητική σταθερότητα, προσβλέπουν στην διατήρησή μας στην ευρωπαϊκή ένωση, και οραματίζονται μια μεταρρυθμιστική πολιτική που θα σηκώσει συνολικά ο κεντροαριστερός και φιλελεύθερος χώρος.

Η Ελιά, απαντάει ολοφάνερα σε όλες αυτές τις προσδοκίες:

– Κύρια συνιστώσα της είναι το ΠΑΣΟΚ που μπορεί να εξασφαλίσει την σταθερότητα

– Πλειοδοτεί στην εκπόνηση ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου για την αλλαγή πορείας

– Είναι από μόνη της μια πρόταση ενότητας.

Χωρίς να υποτιμάμε οποιαδήποτε προσπάθεια και απόπειρα στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο, η Ελιά είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής και εγγυητής των ώριμων προσδοκιών, όχι μόνο για τη σωτηρία της χώρας αλλά και για την ανασύσταση της προοδευτικής – δημοκρατικής παράταξης που θα οδηγήσει το μέλλον μας.