Το Κυπριακό φαίνεται να πέρασε στη σφαίρα της μεταφυσικής. Μετά τις συνεχείς ατελέσφορες προσπάθειες για την επίλυσή του, ο ορθολογισμός σηκώνει τα χέρια ψηλά. Η εξεύρεση συμφωνίας καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη στο πεδίο της επικρατούσας πολιτικής. Η δυσανεξία στον πραγματισμό και στον ρεαλισμό συνιστά τροχοπέδη. Επιτείνει τα αδιέξοδα, εμπεδώνοντας την αντίληψη ότι η επανένωση είναι ανέφικτη. Διευρύνει το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Διαγράφει τα όποια κεκτημένα. Στην ουσία, αντιστρατεύεται τις αρχές και τη φιλοσοφία της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.
Η αποτίμηση του απερχόμενου ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ Έσπεν Έιντε περί «νεκρής διαδικασίας» συμπυκνώνει με τον πιο εύστοχο τρόπο τη νέα πραγματικότητα. Η επίκληση της ανάστασης δείχνει το μέγεθος και το εύρος των προβλημάτων που έχουν προκληθεί μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά. Το μήνυμα που εκπέμπει εντός και εκτός νησιού και ιδιαίτερα στη διεθνή και ευρωπαϊκή κοινότητα το άδοξο τέλος των πρόσφατων συνομιλιών είναι ένα και μοναδικό: Όσο οι δύο πλευρές μένουν περιχαρακωμένες σε ένα μαξιμαλιστικό, ανέφικτο, αναποτελεσματικό πολιτικό υπόδειγμα δεν θα υπάρξει προοπτική λύσης. Σ’ αυτό έγκεινται τα εμπόδια που ακυρώνουν κάθε πρωτοβουλία που αναλήφθηκε έως τώρα.
Αν δεν απεξαρτηθούν οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι, από τους εθνοκεντρικούς εγωισμούς, τις αγκυλώσεις και τις ψυχώσεις του παρελθόντος δεν θα καταφέρουν να γίνουν συνδιαμορφωτές μιας ρεαλιστικής συμφωνίας. Το κυριότερο, δεν θα μπορέσουν να ενδυναμώσουν την αυθυπαρξία τους έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδας αντίστοιχα, αποκτώντας ισοβαρή σχέση μαζί τους. Η τουρκική αδιαλλαξία δεν αντιμετωπίζεται με τις απαίδευτες, ακόμη και αλλοπρόσαλλες πολιτικές των Ελληνοκυπρίων. Ούτε με τη μετακύληση ευθυνών και την αφύπνιση εθνικιστικών εξάρσεων. Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε στο εμπεριστατωμένο του άρθρο την προηγούμενη εβδομάδα στην εφημερίδα Τα Νέα, ο πρώην εκπρόσωπος της κυβέρνησης Κληρίδη Μιχάλης Παπαπέτρου «η Κύπρος για άλλη μια φορά πληρώνει το τίμημα της εξαλλοσύνης, του ανέξοδου πατριωτισμού και της πολιτικής μυωπίας».
Πληρώνει επίσης τις ανέξοδες απολυτότητες του κ. Κοτζιά «μηδέν στρατός, μηδέν εγγυήσεις», ο οποίος έφτασε στο σημείο να θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα ακόμη και των συμφωνιών της Ζυρίχης του 1960. Το βέβαιο είναι πως η κοντόφθαλμη πολιτική της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης αδυνατεί να έχει την απαραίτητη δημιουργική συνδρομή και συμβολή στη θεμελίωση σύγχρονης και ευρωπαϊκής στρατηγικής για το ζήτημα της Κύπρου. Από την άλλη και η τουρκοκυπριακή κοινότητα, μπλοκαρισμένη από τις παλινωδίες της Τουρκίας, εμφανίζεται ασθενική και ανήμπορη να υπερβεί προγενέστερες προσεγγίσεις. Εξ ου και ο Έιντε, αντιλαμβανόμενος τις δυστοκίες αμφοτέρων να αποκολληθούν από τις γνώριμες παθογένειές τους, συνέδεσε την αναζωογόνηση του Κυπριακού με την απόκτηση ισχυρής βούλησής τους.
Οι εκατέρωθεν αμφιθυμίες και αμφισημίες, οι αντιφάσεις και οι παλινδρομήσεις, η αδιαλλαξία και ο δογματισμός, οι αυταρέσκειες και οι μονομέρειες ανακυκλώνουν το τέλμα. Παράλληλα, αφήνουν ζωτικό χώρο σε όλα εκείνα τα πολιτικά και κομματικά σχήματα που εδράζουν την παρουσία τους στην αντιπαλότητα, στη μισαλλοδοξία, στην άρνηση της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων και εν τέλει στη διαιώνιση της διαίρεσης. Το παράδοξο είναι ότι οι απορριπτικοί, αν και αποτελούν μειοψηφική δύναμη έχουν την ικανότητα να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα του Κυπριακού. Οι φαντασιώσεις και ο αυτισμός τους βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και εκτός των κομματικών τους τειχών.
Έτσι η μη ανάδειξη των διαχωριστικών γραμμών στα μείζονα ζητήματα κατέστησε τη σημερινή ηγεσία δέσμια των αντιλήψεών τους. Φυσική συνέπεια ήταν να μην μπορέσει να οριοθετήσει με σαφήνεια και καθαρότητα τις πολιτικές που θέλει να υπηρετεί. Το χειρότερο είναι ότι τουλάχιστον μέχρι σήμερα αιμοδοτούσε έστω και άθελά της τις δεξαμενές των απορριπτικών. Ο Νίκος Αναστασιάδης με τη διαδρομή του και με την εκλογή του ενσάρκωσε την προεδρία της λύσης, καλλιεργώντας προσδοκίες σε ένα ευρύτερο εκλογικό σώμα. Το πολιτικό κεφάλαιο που δημιούργησε κινδυνεύει να κατασπαταληθεί αν δεν υπηρετήσει με συνέπεια τις προγενέστερες πεποιθήσεις του, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την επανεκκίνηση των συνομιλιών.
Η νεκρανάσταση του Κυπριακού προϋποθέτει τον ενταφιασμό όλων εκείνων των φοβικών, εσωστρεφών, αυτιστικών απόψεων, θέσεων και προτάσεων με εθνικιστικό υπόστρωμα. Προϋποθέτει επίσης την ανατοποθέτησή του σε ένα νέο ρεαλιστικό πολιτικό υπόδειγμα που θα έχει στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον, στις ευκαιρίες ανάπτυξης και ευημερίας που θα επιφέρει η επανένωση. Ένα υπόδειγμα απεξαρτημένο από την παρωχημένη λογική «νικητών και ηττημένων». Το κυριότερο όμως απαιτεί την αποδέσμευση από μικροπολιτικά και προσωπικά παίγνια.