Η προοπτική υπογραφής της νέας συμφωνίας από την κυβέρνηση, τα μέτρα και οι δεσμεύσεις που μέσα από αυτήν αναλαμβάνει, έχουν δημιουργήσει εύλογο προβληματισμό και αμφιβολίες. Από πολλές πλευρές τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι τα πλεονεκτήματά της και τι προοπτικές ανοίγει για την ελληνική οικονομία;
Αρχικά, ο βασικός κορμός της συμφωνίας συνίσταται σε ένα νέο μακροχρόνιο δάνειο από τον ESM, το οποίο έρχεται να αντικαταστήσει τον βραχυχρόνιο δανεισμό της ελληνικής οικονομίας από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Η αντικατάσταση βραχυχρόνιων δανείων την περίοδο 2015-2018 με δανεισμό 30ετίας συνιστά μια μίνι – αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Κατά δεύτερον, παρά τον υφεσιακό χαρακτήρα πολλών από τα μέτρα που περιλαμβάνει, δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στη σημερινή συμφωνία με τα Μνημόνια 1 και 2. Τα προηγούμενα προγράμματα περιελάμβαναν δημοσιονομική προσαρμογή 15% του ΑΕΠ σε διάρκεια τετραετίας και μειώσεις συντάξεων και μισθών που κυμαίνονταν από 30% έως 40%. Η δημοσιονομική προσαρμογή που περιλαμβάνεται στη νέα συμφωνία είναι πολύ ηπιότερη. Προβλέπει αισθητά χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που θα επιτευχθούν σταδιακά μέχρι το 2018, και ευελιξία στον τρόπο με τον οποίο θα φτάσουμε έως εκεί. Αυτό σημαίνει ότι η ετήσια δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι της τάξης του 1% του ΑΕΠ ετησίως.
Τρίτον, στο κείμενο των προαπαιτουμένων αποτυπώνονται σημεία υποχωρήσεων αλλά και σημεία στα οποία έχει επιτευχθεί ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές της. Για παράδειγμα, στα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων και των αγορών προϊόντων η κυβέρνηση έχει κάνει σημαντικές υποχωρήσεις στις απαιτήσεις των θεσμών. Από την άλλη, στο ζήτημα της διαχείρισης των κόκκινων δανείων ή στις μεταρρυθμίσεις αναφορικά με το επιχειρηματικό περιβάλλον αποτυπώνονται διατυπώσεις οι οποίες είναι απολύτως συμβατές με τον προεκλογικό προγραμματικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, η κυβέρνηση μέσα από τη νέα συμφωνία περιμένει ότι θα μπορέσει να αντλήσει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για το πότε θα καταστεί εφικτή η απολύτως απαραίτητη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, η οποία αφορά την περίοδο 2022-2048 και φυσικά τα δάνεια του ESM και των κρατών – μελών.
Αν όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν τους λόγους για τους οποίους η υπερψήφιση της νέα συμφωνίας κρίνεται επιβεβλημένη, άλλοι τόσοι είναι οι λόγοι για τους οποίους η καταψήφισή της θα ήταν εξαιρετικά προβληματική.
Πρώτον, τόσο η λαϊκή εντολή στις εκλογές όσο και ο διακηρυγμένος στόχος μας κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος δεν ήταν η έξοδος από την Ευρωζώνη. Σήμερα το Grexit δεν είναι μια αόριστη απειλή, αλλά ένα υπαρκτό ενδεχόμενο, η έναρξη της υλοποίησης του οποίου θα ξεκινήσει άμεσα σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών. Το σενάριο αυτό θα είχε συγκεκριμένες και απτές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία, οι οποίες πλέον συνοδεύουν μια ενδεχόμενη απόρριψη της «νέας συμφωνίας». Ένα Grexit υπό τις παρούσες συνθήκες θα σήμαινε άτακτη χρεοκοπία με δραματικές συνέπειες, όπως την άμεση εξαΰλωση του 50% των αποταμιεύσεων των Ελλήνων πολιτών, τη βίαιη μείωση μισθών και συντάξεων, την απαξίωση πολλών μορφών υλικών και άυλων αξιών για χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις. Μια τέτοια επιλογή είναι πολιτικά μη διαχειρίσιμη από μια αριστερή κυβέρνηση. Η ταύτιση της αριστερής διακυβέρνησης με τη χρεοκοπία της χώρας είναι αδιανόητη και περιλαμβάνει πολύ μεγαλύτερη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων από τα όποια μέτρα της «νέας συμφωνίας».
Εξάλλου, πέρα από τις άμεσες συνέπειες μιας εξόδου από την Ευρωζώνη, η υποτιθέμενη προοπτική που θα άνοιγε για την ελληνική οικονομία ένα Grexit επαφίεται στην ύπαρξη συναλλαγματικών αποθεμάτων που σήμερα δεν διαθέτει η χώρα και που, δεδομένου του αρνητικού ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, δεν θα μπορούσε άμεσα να επιτύχει. Τούτων δοθέντων, η χώρα, αποκλεισμένη από τις αγορές, θα χρειαζόταν νέο δανεισμό με πιθανή μια εκ νέου προσφυγή στο ΔΝΤ. Αυτό αποδεικνύει η εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών που διαθέτουν δικά τους νομίσματα, όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Λετονία, που εν μέσω κρίσης αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη συνδρομή του ΔΝΤ για να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές δυσκολίες της περιόδου.
Πέρα όμως από τα άμεσα ερωτήματα που τίθενται από τη συγκυρία, η «νέα συμφωνία» δημιουργεί και ένα επιπλέον ερώτημα. Είναι εφικτό η ελληνική οικονομία και κοινωνία να ανακτήσει τη δυναμική της; Στις σημερινές συνθήκες, με τη χώρα να εκπληρώνει όλες τις ληξιπρόθεσμες οφειλές χωρίς επιπρόσθετη χρηματοδότηση για σχεδόν ένα χρόνο και την επιβολή ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, η οικονομία αποτυπώνει μια ελαφρά ύφεση. Δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιουργούσε η πίεση των δανειστών της χώρας κάτι τέτοιο μάλλον φαντάζει ως παράδοξο γεγονός, που επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η υπογραφή μια συμφωνίας θα απελευθερώσει την προκυκλική ανοδική τάση της ελληνικής οικονομίας. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με ένα εμπροσθοβαρές αναπτυξιακό πακέτο, μπορούν να λειτουργήσουν εξισορροπητικά στην επίδραση των μέτρων και η ελληνική οικονομία από τον επόμενο χρόνο να βρίσκεται δυνητικά σε ανοδική τροχιά.
Πάνω από όλα, όμως, η νέα συμφωνία με κανέναν τρόπο δεν επηρεάζει τις μεγάλες τομές τις οποίες υποσχεθήκαμε και καλούμαστε να υλοποιήσουμε σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας. Οι αλλαγές στην Υγεία, στην Παιδεία, στη Δημόσια Διοίκηση, στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας, στη διαμόρφωση νέου αναπτυξιακού μοντέλου, στην επέκταση της κοινωνικής οικονομίας, δεν χρειάζεται να περιμένουν ούτε μια μέρα για την υλοποίησή τους.
Για την επιτυχία σε όλα τα παραπάνω πεδία θα κριθεί η κυβέρνηση σε βάθος χρόνου και όχι αν άφησε εξ υπολοίπου και χωρίς να έχει τη λαϊκή εντολή στη διολίσθηση της χώρας στην άτακτη χρεοκοπία και το εθνικό νόμισμα.