Εκπαιδευμένα τα κομματικά επιτελεία στην αντίληψη των διπόλων, ανακαλύπτουν, τώρα που ο δικομματισμός δοκιμάζεται, μία νέου τύπου αντίθεση, με την οποία, εν όψει κάλπης, επιχειρούν να πολώσουν την πολιτική ζωή. Πρόκειται για επιλογή λανθασμένη – αν όχι και επικίνδυνη – με την οποία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επιχειρούν να περιορίσουν το ευρύχωρο ελληνικό «φιλοευρωπαϊκό τόξο», εντάσσοντας σ’ αυτό μόνο τις δυνάμεις που αποδέχονται το γράμμα και το πνεύμα του μνημονίου. Αποκλείουν, έτσι, για προφανείς εκλογικούς λόγους, τις «κριτικές» φιλοευρωπαϊκές συνιστώσες, όπως είναι η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη.
Διαμορφώνουν με αυτόν τον τρόπο, ένα σχήμα, σύμφωνα με το οποίο, για να ενταχθεί κάποιος στο φιλοευρωπαϊκό μπλοκ, οφείλει να αποδέχεται πλήρως τη μνημονιακή ατζέντα. Γιατί, άραγε; Γιατί να είναι υποχρεωτική η υιοθέτηση της καταστροφικής «εσωτερικής υποτίμησης»; Γιατί να είναι επιβεβλημένη η αποδοχή του σπιράλ της ύφεσης, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι αναλυτές, οικονομικοί παράγοντες και διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες, αμφισβητούν την αναγκαιότητά του; Είναι, μήπως, κι αυτοί αντιευρωπαίοι, τα πρόσωπα με σαφή και αναμφισβήτητο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, επειδή ασκούν κριτική στη «συνταγή» σωτηρίας της Ελλάδας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα;
«Κοινός παρανομαστής» της κριτικής που ασκείται είναι ότι η επιλογή της σκληρής «εσωτερικής υποτίμησης» επιτείνει την ύφεση, μεγαλώνει το δημόσιο χρέος, μειώνει τα έσοδα και καθιστά αναγκαία τα συνεχόμενα «πακέτα στήριξης» από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό συνεπάγεται ένα εξαιρετικά υψηλό κόστος διατήρησης της Ευρωζώνης, που θα αυξάνει επικίνδυνα στο μέλλον, μέχρι που στο τέλος δεν θα μπορεί να το αντέξει… Δηλαδή η «συνταγή» είναι και «αναποτελεσματική» και «ακριβή»!
Θα μπορούσαμε να αποφύγουμε μια «εσωτερική υποτίμηση» αυτής της μορφής και της έντασης; Η δική μας απάντηση είναι θετική. Αυτό όμως θα προϋπέθετε ένα εθνικό σχέδιο αξιόπιστων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, που θα ήταν διαπραγματεύσιμο με τους εταίρους – δανειστές μας. Αρκεί, προφανώς, να το είχαμε. Διότι, διαφορετικά, τι να διαπραγματευτούμε;
Το παράδοξο είναι ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, «μετατρέπει» αυτήν την αδυναμία διαπραγμάτευσης, που απορρέει από τις δικές του ευθύνες, σ’ έναν «ρεαλισμό» τύπου «μονόδρομου» και «υπευθυνότητας», με εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα για τη χώρα και την κοινωνία…
Ο Παναγιώτης Παναγιώτου είναι δημοσιογράφος