Αν σκεφτεί κανείς τη ΝΔ σαν μια χρεοκοπημένη ΔΕΚΟ, με θηριώδη γραφειοκρατία, προκληπτικά συντεχνιακά προνόμια, πελατειακά διορισμένο προσωπικό, παραγωγική αδυναμία και έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου, τότε θα καταλάβει πιο εύκολα πώς έφτασαν στον τραγέλαφο της Κυριακής.
Η ποιότητα της αντιπαράθεσης των υποψήφιων διεκδικητών της ηγεσίας ήταν πολύ χαμηλή, η αναμέτρηση κινούταν στα ρηχά, στη σφαίρα της παραπολιτικής και των επικοινωνιακών εξυπνακισμών, εξελισσόταν μια σύγκρουση μηχανισμών και όχι ιδεών-προτάσεων, με βασικό διακύβευμα τη νομή της εσωκομματικής και, δυνητικά, της όλης εξουσίας.
Η διαδικασία παρουσιάστηκε ως ανοιχτή αλλά ήταν κλειστή, αφού για να θέσει κανείς υποψηφιότητα θα έπρεπε να συγκεντρώσει έναν αριθμό κομματικών υπογραφών που δεν μαζεύονται χωρίς παρασκηνιακό παζάρι και συνεννόηση με τους βαρώνους του κόμματος. Οι υποψήφιοι τσακώνονταν για διαδικαστικά/οργανωτικά ζητήματα με καφενειακού επιπέδου τρόπο και τα έδωσαν όλα για πονηρά σποτάκια και ατάκες τηλεοπτικής κατανάλωσης.
Ετσι κι αλλιώς η Νέα Δημοκρατία δεν έχει καμία σχέση -αισθητικά και πολιτικά- με μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κεντροδεξιά. Είναι ένα φεουδαρχικού τύπου κόμμα όπου για να αποκτήσει κανείς ρόλο και προοπτική θα πρέπει να πάρει την ευλογία κάποιου από τους προύχουντες (θεσμικούς ή εξωθεσμικούς).
Μέχρι τώρα πορεύονται με την κληρονομιά του Καραμανλή που έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ και με την ταμπέλα του ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Χρησιμοποιούν τον ιδεολογικό προσδιορισμό ως τέχνασμα διεύρυνσης της εκλογικής βάσης – άλλοι μιλούν για το μεσαίο χώρο, άλλοι για την καθαρόαιμη δεξιά και άντε βρες άκρη, αφού για παράδειγμα ο Τζιτζικώστας είχε στηρίξει Ντόρα για την ηγεσία της ΝΔ απέναντι στον Σαμαρά.
Μέχρι να σκάσει το φιάσκο της Κυριακής κυκλοφορούσε ότι επιλογή Καραμανλή ήταν ο Μεϊμαράκης και ότι οι δελφίνοι πρώτης γραμμής (Αβραμόπουλος, Βορίδης, Ολγα Κεφαλογιάννη, Μπακογιάννη) επιφυλάσσονται για αργότερα. Κυκλοφορούσε επίσης ότι η ΝΔ με Μεϊμαράκη πιο εύκολα θα συνεργαζόταν σε κυβερνητικό επίπεδο με τον ΣΥΡΙΖΑ, οπότε θα δινόταν διέξοδος αν προέκυπτε θέμα πολιτικής σταθερότητας. Για το καλό της χώρας; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη διάθεση συμμετοχής στο μεγάλο πάρτυ των ελίτ, ικανοποίησης προσωπικών φιλοδοξιών και συστημάτων.
Η ΝΔ πέρασε πολύ εύκολα από το αντιμνημόνιο στο μνημόνιο και πάλι στο αντιμνημόνιο, παρόλο που καταγγέλλει τον λαϊκισμό των άλλων. Τα προβλήματα είναι πολλά και κυρίαρχο ανάμεσά τους η έλλειψη πολιτικής σκέψης – δεν μπορούν να καταθέσουν μια σοβαρή πρόταση, ένα στέρεο επιχείρημα, μια ενδιαφέρουσα ιδέα, έστω έναν συλλογισμό που να αξίζει τον κόπο.
Στο δοκίμιό του «Το μειλίχιο τέρας» (εκδόσεις «Πόλις») ο προοδευτικός Ιταλός γλωσσολόγος και φιλόσοφος Ραφαέλε Σιμόνε προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα γιατί η Ευρώπη πηγαίνει προς τα δεξιά.
“Ο υπερ-καπιταλισμός, εξηγεί, αποτελεί την πολιτική και οικονομική έκφραση της νέας Δεξιάς. (…) Η παγκόσμια πελατεία της αφέθηκε να παγιδευτεί (χωρίς να το αντιληφθεί κανείς στην Αριστερά) σε μια δίνη παραγόντων που δεν είναι πια μόνο οικονομικοί, αλλά περιλαμβάνουν διάφορες διαστάσεις της ατομικής και συλλογικής ζωής: διαφήμιση, προϊόν, μάρκετινγκ, εύκολη πίστωση στους μικροκαταναλωτές, μακρά νεότητα και παράταση των απολαύσεων της σεξουαλικής ζωής, την αόριστη προσδοκία για έναν άνετο και πλούσιο βίο, ένα πασπάλισμα θρησκευτικής πνευματικότητας και πάθους… Σε αυτή τη διάφανη συσκευασία, οι πολίτες, έχοντας μετατραπεί σε πελάτες καταδικασμένους να παραμείνουν σε ένα παιδικό στάδιο (δηλαδή έχοντας μετατραπεί σε χρήστες και καταναλωτές), έχουν δώσει έναν όρκο πίστης, έχουν γίνει αιχμάλωτοι της βούλησης του πωλητή, που μπορεί, λίγο-πολύ, να τους κάνει ό,τι θέλει».
Η πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Ρ. Σιμόνε διατυπώθηκε πριν την έξαρση προσφυγικής κρίσης και της ισλαμικής τρομοκρατίας που επηρεάζουν τη στροφή προς τα δεξιά της Δύσης και βέβαια δεν μπορεί να ιδωθεί μέσα από το ελληνικό πρίσμα. Γιατί εδώ η εικόνα της Δεξιάς και της Αριστεράς δεν έχει καμία σχέση με το ευρωπαϊκό παράδειγμα και γενικά με τους κανόνες που ισχύουν στην πολιτική ζωή του δυτικού κόσμου. Εδώ έχουμε τον δικό μας τρόπο, ο οποίος εμπλουτίστηκε με τις εκλογές της Κυριακής για την ανάδειξη νέας ηγεσίας της ΝΔ, στις οποίες κέρδισε ο Α. Τσίπρας.