Πολλές φορές στην πολιτική «εφευρίσκονται» απολίτικοι όροι για να νομιμοποιήσουν και να βάλουν από το παράθυρο αποτυχημένες πολιτικές που είχαν πεταχτεί από την πόρτα.
Τον Φεβρουάριο του 1956 πραγματοποιήθηκε το 20ό Συνέδριο του ΚΚ Σοβιετικής Ενωσης. Το συνέδριο εκείνο είχε διπλή όψη. Η μία ήταν οι θέσεις που εγκρίθηκαν εκεί, σύμφωνα με τις οποίες ασκούνταν μια χαμηλών τόνων κριτική στις λεγόμενες «παρεκκλίσεις» από τον σοσιαλισμό, οι οποίες κυριάρχησαν την περίοδο του σταλινισμού. Αυτές οι θέσεις καμία σχέση δεν είχαν με τη δεύτερη όψη, όσα δηλαδή είχε πει ο Χρουστσόφ στην περίφημη «μυστική έκθεση» που εκφώνησε στους συνέδρους.
Σε αυτή του την έκθεση ο τότε ηγέτης της ΕΣΣΔ κατήγγειλε τα εγκλήματα της περιόδου της «προσωπολατρίας». Η έννοια προσωπολατρία προβλήθηκε από την κομματική και κρατική νομενκλατούρα ως το κλειδί που εξηγούσε τα σταλινικά εγκλήματα. Ολοι όσοι είχαν μεγαλουργήσει επί Στάλιν υλοποιώντας τις αποφάσεις του βρήκαν στον όρο «προσωπολατρία» το επιχείρημα που όχι μόνο θα τους αθώωνε, αλλά και θα τους διατηρούσε στα ηγετικά κλιμάκια και στις κρατικές θέσεις. Με μια καταδίκη της «προσωπολατρίας» νόμιζαν πως θα καθάριζαν με τη δική τους καταδίκη.
Στην ουσία, η επίκληση της προσωπολατρίας ήταν το κλειδί που κλείδωνε στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» τις πραγματικές αιτίες για το εγκληματικό σταλινικό σύστημα. Ο όρος «προσωπολατρία» δεν επέτρεψε να αμφισβητηθεί ο μαρξισμός – λενινισμός, δηλαδή η πεποίθηση πως η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι ο μόνος δρόμος που εγγυάται τη νίκη του σοσιαλισμού. Από τη στιγμή όμως που κάποιος μιλά για τον μοναδικό δρόμο τον οποίο οφείλει να ακολουθήσει η ανθρωπότητα για να ευτυχήσει, τότε εκεί κοντά στέκεται και η αντίληψη για τη μία ιδεολογία που μπορεί να εκφράσει αυτόν τον δρόμο και για το ένα κόμμα και ηγέτη που μπορεί να μας οδηγήσει στην ευτυχία. Κατάληξη των παραπάνω και όχι της προσωπολατρίας είναι τα γκουλάγκ, με Λένιν, με Στάλιν, με Μάο, με, με… Η καταδίκη της προσωπολατρίας έκρυψε τα πραγματικά αίτια του σταλινικού ολοκληρωτισμού, αλλά κράτησε στην εξουσία για άλλα 33 χρόνια τους σοβιετικούς κομμουνιστές. Ετσι όμως οδήγησε τη μισή Ευρώπη στην οικονομική και κοινωνική καταστροφή.
Τηρουμένων των αναλογιών – γιατί φυσικά είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες και το πολιτικό πλαίσιο – κάτι ανάλογο συμβαίνει και με όσους στο ΠΑΣΟΚ επιχειρούν να νομιμοποιήσουν τις πολιτικές που οδήγησαν στο σημερινό αποτυχημένο παραγωγικό μοντέλο. Αυτοί, θεωρώντας ότι οι πολίτες τρώνε «κουτόχορτο», προσάπτουν στο ΠΑΣΟΚ μόνο τη μομφή του κυβερνητισμού. Ετσι επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν τη θεωρία που υποστηρίζει ότι με τις ιδέες του ΠΑΣΟΚ όλα ήταν καλά και άγια και αν δεν είχε παρεισφρήσει αυτός ο ύπουλος και τρισκατάρατος κυβερνητισμός, όλα σήμερα θα ήταν μέλι γάλα.
Με τον όρο κυβερνητισμός κατηγορείται το ΠΑΣΟΚ επειδή κυβέρνησε και όχι για τον τρόπο που κυβέρνησε. Αυτός ο απολίτικος όρος κρύβει πίσω του, χαμογελαστές, έννοιες και πρακτικές όπως ο κρατισμός, οι πελατειακές σχέσεις, ο συντεχνιασμός, η πολιτική και οικονομική διαφθορά, οι υπόγειες «κομματικές» και άλλες συναλλαγές. Κυρίως, όμως, κρύβει τα στελέχη αυτών των πρακτικών.
Αν το ΠΑΣΟΚ θέλει να ξεφύγει από αυτή την πλευρά της ιστορίας του και να απελευθερώσει έτσι και τις πολλές φωτεινές πλευρές της, πρέπει τώρα, άμεσα, μετά το συνέδριό του, να ετοιμάσει μια ανοικτή «μυστική έκθεση». Εκεί, με σαφήνεια είναι απαραίτητο να καταδικάζει όλα τα προαναφερθέντα φαινόμενα, τους υπευθύνους για τη διάδοσή τους και να προχωρήσει στην επεξεργασία ενός νέου «παραδείγματος» για την ελληνική κοινωνία. Ενός παραδείγματος που θα εξηγεί πειστικά πώς η Ελλάδα μπορεί να μεταβεί από το μοντέλο του κρατισμού στο κράτος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, στην ελεύθερη λειτουργία και ταυτοχρόνως στον έλεγχο του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Η στροφή προς αυτή την κατεύθυνση – τηρουμένων μερικών προϋποθέσεων – είναι δυνατόν να διευκολυνθεί από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στη θέση του γραμματέα. Ενός νέου ανθρώπου που αυτά τα συμμερίζεται από πολύ παλιά.
Τι είναι αυτό που συμμερίζεται; Τίποτα περισσότερο από τους κανόνες του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου, όπως αυτό υλοποιήθηκε στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ