Η μοναξιά του δικαστή απέναντι στον χρυσαυγίτη

Κώστας Κούρκουλος 28 Σεπ 2013

Η «αναπομπή» από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη στη δικαιοσύνη των φακέλων που αφορούν στην εγκληματική δράση των συμμοριών της Χ.Α., αναδεικνύει το προφανές: Ότι η δικαιοσύνη μέχρι σήμερα δεν έπραξε το καθήκον της.

.

Ενώ τα όσα δημοσιεύονταν στον τύπο για τη «δράση» των συμμοριών της Χ.Α., πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, προκειμένου να απαγγελθεί εις βάρος τους κατηγορία, για το έγκλημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. (Δομημένη ομάδα, διάρκεια, πάνω από τρία μέλη, επιδίωξη για συνεχή διάπραξη των εγκλημάτων που προβλέπει ο νόμος, όπως π.χ. βαριές σωματικές βλάβες).

.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι, γιατί δεν εφαρμοζόταν ο νόμος;  Όταν μάλιστα, αρκούσαν ακόμη και τα οράματα ή οι προφητείες του όποιου ψεκασμένου, για να ασκηθούν τερατώδεις ποινικές διώξεις και να διαπομπευθούν αφοσιωμένοι στο καθήκον τους δημόσιοι λειτουργοί, επειδή π.χ. τήρησαν το νόμο και κατέγραψαν την πραγματικότητα ως προς το έλλειμμα της χώρας!

.

Οι «μπαρουφάκηδες» του επαγγελματικού μου χώρου – κάθε επάγγελμα έχει και τους «μπαρουφάκηδές» του – απαντούν με «σκονάκια». Δηλαδή με ιδεολογικά στερεότυπα περί του ρόλου της δικαιοσύνης. Ή – ακόμα χειρότερα – αποδίδουν την παράλειψη σε σχέδιο αυτών που ονομάζουν πολιτικούς αντιπάλους. Και έτσι «καθαρίζουν», συσκοτίζοντας όμως την πραγματικότητα.

.

Ενώ ο κύριος λόγος για τον οποίο «πάγωνε» και δεν προχωρούσε η δικαιοσύνη στην εφαρμογή των διατάξεων περί εγκληματικής οργάνωσης, ήταν πολύ πιο απλός και «κοντινός» στο ανθρώπινο μέτρο. Ήταν ο φόβος.

.

Ένα πρόσφατο δικαστικό γεγονός, αν αποκωδικοποιηθεί σωστά, τα εξηγεί όλα: Δικαζόταν ο Κασιδιάρης, για συνέργεια σε ληστεία, η οποία διαπράχθηκε πριν 5-6 χρόνια, στο χώρο της Πανεπιστημιούπολης. Απ’ όσα διαβάσαμε στον τύπο, υπήρχε και αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος: Μία  καθηγήτρια πανεπιστημίου. Η μάρτυρας λοιπόν – σύμφωνα πάντοτε με τον τύπο – κατέθεσε στη δίκη, ότι με το σύζυγό της κράτησαν τον αριθμό του αυτοκινήτου, με το οποίο διέφυγαν οι δράστες. Και φέρεται πως ο αριθμός αυτός ανήκε σε αυτοκίνητο, που χρησιμοποιούσε ο Κασιδιάρης. Απόλυτη ταυτοποίηση δηλαδή του εν λόγω προσώπου, ως συνεργού της ληστείας. Με αυτά τα δεδομένα, οποιοσδήποτε άλλος κατηγορούμενος, σήμερα θα βρισκόταν στις φυλακές.

.

Στην περίπτωση όμως Κασιδιάρη, είχαμε εξαίρεση από τον κανόνα. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μάρτυρας ήταν αναξιόπιστη και ο Κασιδιάρης αθώος!

.

Στην αμηχανία μας απαντούν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση: Από τα ακροατήριο απουσίαζε εντελώς η κοινωνία. Στη θέση της είχαν στηθεί οι γνωστές χτισμένες «ντουλάπες» του υποκόσμου, οι οποίες αντικειμενικά αποτελούσαν το έσχατο «επιχείρημα» του κατηγορουμένου. Έτσι, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του με όρους απόλυτης μοναξιάς, εν μέσω θηριοτροφείου. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, η δημοσιότητα της δίκης δεν λειτούργησε ως άνοιγμα προς την κοινωνία και ως συνθήκη για την διασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου των αποφάσεων της δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα, ως μέσον για την αποκοπή της από την κοινωνία και την τρομοκράτησή της.

.

Δεν είναι τυχαία λοιπόν η φράση, με την οποία ο Νίκος Αλιβιζάτος τέλειωνε το άρθρο του με τίτλο «Ήρθε η ώρα των δικαστών», στην «Καθημερινή» της Κυριακής:

.

«Παλαιότερα τον δρόμο τον έδειξαν ο Γεώργιος Τερτσέτης και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης. Πιο πρόσφατα, ο Παύλος Δελαπόρτας, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ο Γιάννης Ντεγιάννης και ο Στέφανος Ματθίας. Είναι καιρός οι μεγάλοι αυτοί δικαστές να βρούν επάξιους επιγόνους».

.

Όταν χρειάζεται όμως να επικαλείσαι τους «προγόνους» και μάλιστα τους μεγάλους, για να εμψυχωθούν οι επίγονοι, τότε κάτι δεν πάει καλά με το παρόν σου. Και πράγματι κάτι δεν πάει καλά με όλους μας. Διότι, οι μεγάλοι «πρόγονοι» των σημερινών δικαστών, διέθεταν ένα ιστορικό πλεονέκτημα: Ένα σημαντικό κάθε φορά τμήμα της κοινωνίας, ήταν ενεργητικά μαζί τους. Και φαίνεται πως εμείς, απασχολημένοι αποκλειστικά με τα «μιστά» μας, δεν φερθήκαμε ως κοινωνία και αφήσαμε ακάλυπτους τους δικαστές, απέναντι σε αδίστακτες συμμορίες δολοφόνων. Δεν αντιλαμβανόμαστε όμως οι δυστυχείς, ότι η απουσία μας σημαίνει ένα και μόνο: «Ασυλία» των δολοφόνων.