Εχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια κακή συμφωνία και στη ρήξη. Η πρόταση των πιστωτών στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και δεν έχει κανενός είδους αναπτυξιακή λογική, ενώ και η ελληνική πρόταση την οποία δεν θεωρούν επαρκή κινείται στο ίδιο μοτίβο. Οι αιτίες αυτής της αποτυχίας βρίσκονται -κυρίως- στα διαπραγματευτικά λάθη της ελληνικής πλευράς, στην έλλειψη αξιοπιστίας της, στην καθυστέρηση που προκάλεσε αύξηση του δημοσιονομικού κενού, στην αδυναμία της κυβέρνησης να δημιουργήσει συμμαχίες και να πείσει για τα επιχειρηματά της, στην έλλειψη ενός συγκροτημένου εθνικού σχεδίου. Οι πιστωτές δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση και αυτό αποτυπώνεται στην πρότασή τους.
Υπάρχει ακόμη δυνατότητα να αλλάξει η εικόνα του αδιεξόδου: Αν ο πρωθυπουργός αναλάβει πολιτική πρωτοβουλία για εθνική συνεννόηση και δημιουργία ενός ισχυρού πολιτικού εσωτερικού μετώπου, αν απευθυνθεί με ειλικρίνεια στο κόμμα του και στην κοινωνική του βάση και παραδεχτεί τα προφανή, αν αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο ρήξης με τους εταίρους, γιατί αυτό θα σήμαινε εθνική καταστροφή. Το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας αργεί να κάνει τα βήματα που πρέπει είναι ανησυχητικό γιατί δείχνει ότι ενδεχομένως δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων.