Η μιζέρια της Κεντροαριστεράς

Αγγελική Σπανού 11 Απρ 2016

Αν ήξεραν οι κάτω αυτά ακριβώς που συμβαίνουν πάνω, η Κεντροαριστερά θα είχε ακόμη περισσότερο αποδυναμωθεί και διασυρθεί. Αρκετά τα διαισθάνονται οι πολλοί που ενδιαφέρονται ακόμη για το χώρο, όμως δύσκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι είναι δυνατόν να δίνονται ανελέητες μάχες παρασκηνίου για τη σύνθεση μιας επιτροπής που προορίζεται να παρουσιάσει μέσα σε δύο μήνες πολιτικές θέσεις ως βάση συγκλίσεων για την ενότητα των κομμάτων και των κινήσεων του λεγόμενου προοδευτικού κέντρου.

Κι όμως, αυτό το ελάχιστο, μια επιτροπή που θα…, προκάλεσε αντιπαραθέσεις, ίντριγκες, νεύρα και την καθυστέρηση της ανακοίνωσης των ονομάτων που από μόνη της δείχνει ότι οι πρωταγωνιστές του εγχειρήματος δεν πιστεύουν στην προσπάθεια, έχουν προσωπικές ατζέντες, παίζουν blame game, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τη συλλογική, πόσο μάλλον την εθνική, ανάγκη και πολύ περισσότερο για την κομματική και αρχηγική σκοπιμότητα.

Η ουσία είναι ότι το ΠΑΣΟΚ δεν επιδιώκει παρά τη διεύρυνσή του, μια “Δημοκρατική Συμπαράταξη” plus με το Ποτάμι να αθροίζεται δίπλα στη ΔΗΜΑΡ, και για να το πετύχει θέλει την πλειοψηφία στην επιτροπή. Αδιαφορεί για το αυτονόητο, ότι όσο πιο ανεξάρτητα ήταν τα πρόσωπα και όσο πιο ακομμάτιστη η ατμόσφαιρα, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η δυνατότητα απήχησης. Και βέβαια αδιαφορεί για την ουσία, ότι όσο πιο αυτόνομη θα ήταν η επιτροπή τόσο πιο δημιουργικό θα ήταν το αποτέλεσμα ως προς την κατάθεση σκέψεων και προτάσεων.

Το Ποτάμι έχοντας γεννηθεί με το δόγμα “πολιτική χωρίς πολιτικούς” δυσκολεύεται να ξεπεράσει την αντίθεση με το “παλιό”, πόσο μάλλον όταν εκεί αποφεύγουν οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια της κεντροαριστεράς, σε μια ιδεολογική ουδετερότητα που μπορεί να ερμηνευθεί και με όρους “όπου φυσάει ο άνεμος”. Παρόλα αυτά, ο Στ. Θεοδωράκης μπήκε στη συζήτηση βάζοντας ως κόκκινη γραμμή την απόρριψη μιας “ομοσπονδίας κομμάτων”, δηλαδή μια οριζόντια και τεχνητή συγκόλληση μηχανισμών, και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου φορέα. Είτε το εννοεί είτε όχι, αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν το ΠΑΣΟΚ δεν προσερχόταν στη διαβούλευση με τη λογική “το μεγάλο κόμμα τρώει το μικρό” και αν καταλάβαινε ότι το μοναδικό στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα φαινόμενο συντριβής κόμματος, από το 44% του 2009 στο 6% του 2015, είναι λόγος για μεταμόρφωση και όχι απλώς για ένα μποτοξάκι (ειδικά αν συνεκτιμηθεί και η ηλικία των ψηφοφόρων που απέμειναν).

Στην αρχή η αντιπαράθεση ήταν για την ποσόστωση: Πόσο ΠΑΣΟΚ, πόσο Ποτάμι, πόσο κινήσεις, πόσο λοιπές δυνάμεις. Μετά έγινε φασαρία για τα πρόσωπα, μπήκαν βέτο για κάποιους, άλλοι εγκρίθηκαν τελευταία στιγμή και μετά από πίεση, να μην μπει ο γραμματέας του κόμματος, ε, τότε να μη μπουν καθόλου βουλευτές, ούτε πρώην υπουργοί όμως, ναι αλλά γιατί όχι συνεργάτες πρώην υπουργών, αυτός είναι δικός σας, όχι δικός σας αφού έφυγε από εμάς και ήρθε σε εσάς πριν ξαναγυρίσει – με αυτά και με εκείνα, το περισσότερο που θα μπορούσε να προκύψει είναι κάτι λίγο, πολύ χαμηλά, που δεν μπορεί να πείσει, να κινητοποιήσει, πόσο μάλλον να εμπνεύσει.

Γιατί οι πολιτευτές είναι λιγότερο του μηχανισμού από όσους κατάφεραν να εκλεγούν και γιατί οι εντελώς άγνωστοι θεωρούνται άφθαρτοι αν για χρόνια προσπάθησαν και δεν μπόρεσαν να γίνουν γνωστοί; Μήπως έχει μεγαλύτερη σημασία τι λέει κανείς και αν μπορεί, συναισθηματικά, να επικοινωνήσει με την κοινωνική βάση;

Υπάρχει η άποψη ότι, αν είναι τόσο θλιβερό το αποτέλεσμα, καλύτερα να μη γίνεται καν προσπάθεια, γιατί συντελεί στον ευτελισμό της υπόθεσης και διώχνει κόσμο. Υπάρχει και η εκτίμηση ότι χωρίς πλειοψηφικό ρεύμα, επομένως δυναμική εξουσίας, η μιζέρια είναι δεδομένη και αναπόφευκτη.

Δεν λείπουν εκείνοι που πιστεύουν ότι αν εμφανιζόταν ο ένας, ο χαρισματικός, η εικόνα θα άλλαζε αυτόματα και άλλοι που λένε ότι ο ένας δεν θα εμφανιστεί ποτέ αν δεν διαμορφωθεί αξιοπρεπές πολιτικό πλαίσιο.

Ποιος ξέρει τι είναι σωστό σε μια ιστορία γεμάτη λάθη, σε μια ιστορία που τελικά είναι τα λάθη της.