Καθώς παραμένουν οι ασάφειες και η αβεβαιότητα για το πως θα βρίσκεται η ελληνική οικονομία, του χρόνου τον Αύγουστο, όταν θα έχει τελειώσει και το 3ο «Μνημόνιο-Τσίπρα», οι συζητήσεις και διεργασίες για την αναγκαία και επιβεβλημένη θεσμική και οικονομική – ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας απασχολούν έντονα όλους τους πολιτικούς χώρους. Κυρίως δε τον ευρύτερο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και γενικότερα τον προοδευτικό χώρο για τον οποίο αποτελεί στοιχείο επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς του.
Σωστά, τίθεται κι από την ΄Ωρα Αποφάσεων, απ΄ το Ποτάμι , κι από μεμονωμένους παράγοντες της ΔΗΣΥ και του ευρύτερου ενδιάμεσου χώρου η προτεραιότητα να παραχθεί νέος πλούτος , γιατί αν δεν υπάρξει δεν θα υφίσταται η δυνατότητα αναδιανομής του που είναι συστατικό στοιχείο κάθε προοδευτικής πολιτικής.
Ωστόσο θα αποδεχθούν ισχνές και περιορισμένης εμβέλειας όλες οι προσπάθειες, αν δεν αντιμετωπισθεί ριζικά και αποτελεσματικά, με πειστικό και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο , η βραδυφλεγής βόμβα που λέγεται «Μεταρρύθμιση στην Αγορά Εργασίας», η οποία ως γνωστόν ,σαρώθηκε από μνημονιακές λογικές και από υστερόβουλες επιχειρηματικές επιδιώξεις και διαχρονικές κυβερνητικές αβελτηρίες.
Η παγκοσμιοποίηση, με την ευέλικτη και ταχύτατη μετακίνηση των κεφαλαίων από τη μια χώρα στη άλλη για να βρουν επενδυτικές ευκαιρίες, έχει αλλάξει τη μορφή και συμπεριφορά του κεφαλαίου ενώ δεν ισχύει το ίδιο με τον παράγοντα εργασία. Οι επιπτώσεις είναι εμφανέστατες κι αποκρυσταλλώνονται στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων .
Υπό αυτό το πρίσμα είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας τα αποτελέσματα σειράς ερευνών , περί αύξησης των «νεόπτωχων στην εποχή ΣΥΡΙΖΑ», όπου καταγράφεται έκρηξη των ελαστικών μορφών απασχόλησης με χιλιάδες εργαζόμενους να έχουν περιστασιακή εργασία και μηνιαίο μισθό από 200-300 ευρώ και ανύπαρκτα δικαιώματα. Πρόκειται για χαίνουσα πληγή που διατηρεί ανοικτά τραύματα ενισχύει τις ανισότητες και επωάζει έντονες κοινωνικές συγκρούσεις .
Με τι όρους λοιπόν θα αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και θα παραχθεί νέος πλούτος ώστε να διανεμηθεί στα κοινωνικά στρώματα που σηκώνουν το βάρος της σχεδόν οκταετούς κρίσης; Με όρους αγοράς ή με όρους εργασίας;
Η απάντηση είναι προφανώς διαφορετική για τη ΝΔ και τη Δεξιά και διαφορετική για τον προοδευτικό χώρο. Η δύσκολη απάντηση που καλείται να δώσει η Κεντροαριστερά θα προσδιορίζει και την πολιτική κατεύθυνση καθώς και τις συμμαχίες της. Απ αυτήν φρονώ ότι θα προκύψει και η μεταρρυθμιστική της δυναμική. Θα διευκρινιστεί για παράδειγμα ,αν είναι ορθή πολιτική η πρόταση ,οι εργαζόμενοι να καταγγέλλουν τη σύμβασή τους και να διεκδικούν αποζημίωση όταν καθυστερεί επι μακρόν να καταβάλλεται ο μισθός τους ή όχι στο όνομα της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας.
Απαιτείται, λοιπόν, μια νέα ρύθμιση της αγοράς εργασίας γιατί δεν μπορεί να γίνει ταχεία μείωση της ανεργίας μόνο με ενίσχυση της επιχειρηματικότητας κι επενδύσεις, όπως υποστηρίζουν «φιλελευθερίζοντες» της δεξιάς αλλά και από τον προοδευτικό χώρο. Το καθεστώς εργασίας είναι εξίσου σημαντικό καθώς, συν τοις άλλοις, είναι και ο πυρήνας κάθε ασφαλιστικού συστήματος. Εάν καθιερωθεί μονίμως η ζοφερή κατάσταση που επικρατεί σήμερα, είναι σαφές ότι οι κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες θα διευρύνονται αντί να μειώνονται. Τότε γιατί όσοι θα νοιώθουν αδικημένοι δεν θα είναι ευάλωτοι και τροφή σε κάθε λαϊκισμό , αριστερό ή δεξιό, και συνάμα δεν θα βρίσκει ευνοϊκό πεδίο η πελατειακή λογική των κομμάτων εξουσίας;
Μπορεί όμως να υπάρξει και ποια είναι εκείνη ρύθμιση που θα συγκεράσει την δημιουργία πλούτου και τα δικαιώματα του εργαζομένου; Ευθεία και κατηγορηματική απάντηση δεν υπάρχει. Σίγουρα δεν μπορεί να είναι ούτε η σημερινή ζούγκλα στην εργασία ούτε η επαναφορά στο καθεστώς της πλήρους ανελαστικής μισθωτής εργασίας που ίσχυε πριν το 2009. Ιδίως αν σκεφτούμε ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις παραγωγής είναι ραγδαίες ( 4η βιομηχανική επανάσταση, ρομποτική κ.λ.π).
Μια ιδέα μπορεί να είναι οι επιχειρήσεις και τα συνδικάτα να συμφωνούν, με ελεύθερες διαπραγματεύσεις, για τις βασικές αρχές που θα διέπουν το καθεστώς εργασίας ( μισθωτή εργασία, ασφαλιστική κάλυψη, μορφές απασχόληση ακόμη και υπολογισμό των αμοιβών με ωρομίσθιο κι όχι μεροκάματο) και να εποπτεύουν τη τήρησή της. Από κει και πέρα θα εξειδικεύονται σε κλαδικό επίπεδο και σε επίπεδο επιχείρησης. Ασφαλώς προϋπόθεση είναι η μεταρρύθμιση των συνδικάτων τόσο οργανωτικά όσο και νομοθετικά. Ιδού η μεγάλη σύγκρουση.
Ακόμη κι αν επικρατήσουν ευνοϊκές συνθήκες και πέσει άφθονο χρήμα στη χώρα με συνέπεια την αύξηση της απασχόλησης κι άρα τη μείωση της ανεργίας , οι όροι εργασίας είναι σημαντικός παράγοντας για να μειωθούν οι διευρυμένες ανισότητες και να ηττηθεί ο λαϊκισμός.
Να λοιπόν η πρόκληση για όλους του προοδευτικούς και κεντροαριστερούς . Σε κάθε περίπτωση αναζητούνται κι άλλες «φρέσκες» και τολμηρές πολιτικές που θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και την ενίσχυση της ανάπτυξης.