Η έλλειψη ρεαλιστικού προγράμματος είναι το μεγάλο πρόβλημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν είχε να παρουσιάσει κάποιες σοβαρές θέσεις για να πείσει ότι θα κάνει αναδιανομή του πλούτου χωρίς να διακινδυνευθεί η παρουσία της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, τότε, πιθανότατα θα είχε μεγάλη πολιτική και κοινωνική δυναμική. Ομως, αυτά που λέγονται, για δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας με αόριστη χρηματοδότηση, για επαναπροσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, νέους διορισμούς, αποκατάσταση μισθών και συντάξεων στα προ κρίσης επίπεδα, διπλασιασμό των επιδομάτων ανεργίας κοκ, σημαίνουν πολύ απλά δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει εθνικές αιτίες για τη χρεοκοπία, επομένως είναι σαν να υπόσχεται επιστροφή στις συνθήκες που προκάλεσαν τη χρεοκοπία. Δεν καταλογίζει ευθύνες στη διακυβέρνηση Καραμανλή, δεν έχει πρόβλημα κυβερνητικής συνεργασίας με του ΑΝΕΛ, θέλει την απεμπλοκή της χώρας από το ΝΑΤΟ, αντιμετωπίζει τους πιστωτές ως τοκογλύφους, λέει μπερδεμένα πράγματα για μονομερείς ενέργειες που σηματοδοτούν διεθνή απομόνωση και δεν έχει κάποια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση για την οικονομική-κοινωνική πολιτική που να είναι πειστική και κάπως κοντά στην πραγματικότητα. Οχι μόνο αυτό, αλλά αντιτίθεται στις ιδιωτικοποιήσεις γενικώς, στις διαρθρωτικές αλλαγές επίσης γενικώς, ακόμη και στην αξιολόγηση στο Δημόσιο. Η εικόνα θολώνει και με την εσωκομματική πολυφωνία – άλλα αντί άλλων ακούγονται κατά καιρούς για τα μεγάλα θέματα από τις διάφορες τάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Επειδή δεν έχει συμμετάσχει στη διακυβέρνηση, δεν βαρύνεται με τις αμαρτίες της εξουσίας, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί με επιχειρήματα ότι διαπλέκεται με οικονομικά και εξωθεσμικά κέντρα, ότι υπηρετεί δηλαδή ιδιωτικά συμφέροντα. Το πιο δυνατό σημείο της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι έχει κοινωνική ευαισθησία, το εννοεί όταν μιλά για ανθρωπιστική κρίση, συγκινείται με τη δυστυχία των ανθρώπων και έχει επί της αρχής την πρόθεση να κάνει πιο δίκαιο τον ελληνικό κόσμο (κάτι καθόλου αυτονόητο για το πολιτικό σύστημα). Οπωσδήποτε ωφελείται από τα χαρίσματα του Α. Τσίπρα, ο οποίος στο ντιμπέιτ που έγινε πριν από τις ευρωκλογές μεταξύ των υποψήφιων προέδρων της Κομισιόν βγήκε πρώτος στην πανευρωπαϊκή δημοσκόπηση. Και, φυσικά, για τους προοδευτικούς πολίτες εμπνέει ασφάλεια η σταθερή θέση της Αριστεράς υπέρ του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων, ανεξάρτητα από φύλο, θρήσκευμα, εθνικότητα ή και ερωτική/συναισθηματική επιλογή.
Οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν επιλέξει την επίθεση με διχαστικούς όρους: Καλλιεργούν το φόβο ότι μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα σημαίνει αργεντινοποίηση της χώρας, επιχειρούν τη δημιουργία εντυπώσεων ότι πρόκειται για κόμμα που ανέχεται την ανομία και επιθυμεί την αταξία, καταγγέλλουν έλλειψη πατριωτισμού και υπαινίσσονται ότι πρόκειται για κάτι επικίνδυνους αριστεριστές που θα καταστρέψουν τον αστισμό και θα φέρουν ανωμαλία είτε κάνοντας τη χώρα “ξέφραγο αμπέλι” (Α.Σαμαράς) για τους παράνομους μετανάστες είτε συνεργαζόμενοι με αντιευρωπαϊκά καθεστώτα. Από τη μια αναδεικνύουν την προγραμματική ασάφεια, το λαϊκισμό και την ανεδαφική παροχολογία, από την άλλη φτιάχνουν την εικόνα μιας πολιτικής δύναμης που βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, ίσως και εκτός πρώτου κόσμου. Αυτού του είδους οι ισχυρισμοί δεν υιοθετούνται από ευρωπαϊκά ΜΜΕ και Ευρωπαίους πολιτικούς που μιλούν με μεγαλύτερο σεβασμό για τον ΣΥΡΙΖΑ από όσο οι εγχώριοι αντίπαλοί του (ενδεικτικές οι δηλώσεις Πρόντι).
Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο προβλήματα για όσους βρίσκονται απέναντί του: Πρώτα-πρώτα, δεν είναι αποτελεσματικός. Η στρατηγική του εκφοβισμού των νοικοκυραίων έχει εξαντλήσει τα όριά της, το έργο αυτό παίχτηκε στις προηγούμενες εκλογές, δύσκολο να γοητεύσει ξανά. Επειτα, χαλάει την εικόνα αυτών που λένε την ιστορία. Δεν μπορεί να πείσουν ως εκφραστές του ευρωπαϊσμού αυτοί που φτιάχνουν εμφυλιοπολεμικό κλίμα και δεν σέβονται ούτε καν τον θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανεξάρτητα από την ποιότητά της.
Στο βάθος της εικόνας, όμως, υπάρχει κάτι ίσως ακόμη πιο σοβαρό: Η επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται στη βάση της προπαγάνδας και όχι της πολιτικής. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θα καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ δεν αρκεί ως απάντηση ότι θα γίνουν περισσότερες οι δόσεις και θα διορθωθεί η επιβάρυνση στα μη ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα. Πρέπει να εξηγηθεί γιατί αυτή η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας είναι δίκαιη -αν είναι δίκαιη. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει καμία απόλυση στο Δημόσιο, πρέπει να αντιταχθεί πειστικά ότι οι απολύσεις οδηγούν κάπου, γίνονται με όρους αξιοκρατίας, και είναι δίκαιο να γίνουν στο πλαίσιο ενός προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανησης που έχει αποτέλεσμα. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ διαφωνεί με όλες τις αποκρατικοποιήσεις, πρέπει να είναι σαφές ότι όσα έχουν γίνει και όσα θα γίνουν είναι επωφελή για το Δημόσιο, ισχύουν κανόνες διαφάνειας και κριτήρια υγιούς ανταγωνισμού, δεν υπάρχουν συμφωνίες και εκδουλεύσεις παρασκηνίου.
Πίσω από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται η μη πολιτική. Η παροχολογία και η υποσχεσιολογία της αντιπολίτευσης δεν είναι πολιτική, αλλά και η επίκληση του μνημονίου δεν είναι η πολιτική, ούτε η μεγαληγορία για την υπέρβαση του μνημονίου χωρίς περιγραφή του σχεδίου που θα εφαρμοστεί μετά. Πολύ περισσότερο η συκοφάντηση του αντιπάλου δεν είναι πολιτική, ούτε βέβαια η συγκίνηση για τις υπέροχες Καρυάτιδες που βρέθηκαν στην Αμφίπολη και κακοποιούνται όταν τις σέρνουν στην αρένα τους.