Μπορεί το Υπουργείο Παιδείας να παρουσιάζει τις αλλαγές στο Λύκειο ως μία προσπάθεια μεταρρύθμισης κι εκσυγχρονισμού της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κάτω μάλιστα από τον λαμπερό τίτλο «Νέο Λύκειο», η πραγματικότητα όμως που επιβάλλεται είναι μάλλον απορρύθμιση.
Πέρυσι, στο πρώτο άρθρο μου με τον τίτλο «Η μεταρρύθμιση που δε “γίνεται’’» αναφερόμενος στις αλλαγές στα πανεπιστήμια, παρουσίασα την αδυναμία της πολιτείας να πετύχει εκείνες τις μεταρρυθμίσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που έχει ανάγκη η κοινωνία και η οικονομία μας. Σήμερα, η κυβέρνηση και πάλι βαδίζει ολοταχώς σε μία –μόνο κατ’ ευφημισμόν- μεταρρύθμιση του Δημόσιου Σχολείου.
Συγκεκριμένα, η εισαγωγή πανελλαδικών εξετάσεων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου δεν απαντούν στο πάγιο αίτημα της κοινωνίας για περιορισμό της παραπαιδείας και του χαρακτήρα του ως εξεταστικό κέντρο, αλλά τα ενισχύει. Η αυτονομία του Λυκείου που επικαλείται η ηγεσία του Υπουργείου μόνο φαινομενική είναι από τη στιγμή που ο βαθμός όλων των τάξεων επηρεάζει το τελικό βαθμό εισόδου στην Τριτοβάθμια.
Τι σημαίνει αυτό για τη χειμαζόμενη από την κρίση ελληνική οικογένεια; Ότι δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τις προσπάθειές της να σπουδάσει τα παιδιά της. Τα παιδιά των φτωχών που δε θα μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στο κόστος των φροντιστηρίων είναι καταδικασμένα, στην καλύτερη, σ’ ένα απολυτήριο λυκείου διότι σύμφωνα με προβλέψεις χιλιάδες είναι εκείνοι που θα ακολουθήσουν την πόρτα της εξόδου ή θα επιλέξουν να γίνουν τεχνίτες των Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης. Το «Νέο Λύκειο» λοιπόν γίνεται λύκειο των λίγων και οικονομικά ισχυρών. Στον αποκλεισμό των νέων από την εκπαίδευση συμβάλλει σημαντικά και η κατάργηση βασικών ειδικοτήτων από την Τεχνική Εκπαίδευση.
Την ίδια ώρα, ο θεσμός της Τράπεζας Θεμάτων ενισχύει την κεντρική-ποσοτική αξιολόγηση και λειτουργεί τιμωρητικά για σχολεία, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Άραγε μπορεί να αξιολογηθεί με τα ίδια κριτήρια ένα σχολείο σε μία δύσβατη περιοχή της Ηπείρου κι ένα σχολείο σε μία πλούσια περιοχή της Αθήνας; Η εξέλιξη αυτή προκαλεί ανησυχία διότι το «εργαλείο» της αξιολόγησης χρησιμοποιήθηκε στην Αμερική με τη νομοθεσία «No child left behind” του 2001 επί George Bush Jr, που ουσιαστικά καταδίκασε σε υποχρηματοδότηση, ακόμα και κλείσιμο τα σχολεία των φτωχών-εργατικών περιοχών που δεν έπιαναν τους υψηλούς στόχους που έθεσε κεντρικά το κράτος. Αποτελέσματα ήταν να ενισχυθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης αλλά και η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Προβληματισμό προκαλεί η περίπτωση των Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης διότι φαίνεται ότι όσοι δεν μπορούν ν’ ακολουθήσουν το Ενιαίο Λύκειο ή το Τεχνικό ωθούνται σε κατάρτιση πάνω σ΄ ένα τομέα με τη μορφή δωρεάν ή πολύ φθηνής εργασίας σε ιδιώτες. Γυρίζουμε δηλαδή σε εποχές που αυτοί που δεν μπορούσαν να σπουδάσουν, λόγω των οικονομικών δυσκολιών, πήγαιναν να μάθουν κάποια τέχνη σε ένα μάστορα επιλέγοντας την «αποκατάσταση» του παραγιού.
Επιπλέον, το Υπουργείο Παιδείας προωθεί ένα Λύκειο με τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά όπου κυριαρχεί η απόκτηση δεξιοτήτων, στα πρότυπα της Αμερικής και αρκετών Ευρωπαϊκών χωρών, πλήρως εναρμονισμένων στα καλούπια που ορίζει η αγορά. Αυτό βέβαια, σε βάρος του ρόλου που θα έπρεπε να παίζει το σχολείο για ολόπλευρη μόρφωση των νέων, την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, δημοκρατικής, ειρηνικής, οικολογικής παιδείας, την καλλιέργεια πολιτικής κουλτούρας, τη δημιουργία με λίγα λόγια ώριμων κοινωνικά πολιτών που δε χειραγωγούνται.
Ένα εκπαιδευτικό νομοσχέδιο είναι ικανό να μας δείξει τι κοινωνία και ποια οικονομία ονειρεύεται μία κυβέρνηση. Με το σκεπτικό λοιπόν αυτό, μπορούμε να πούμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στο Δημόσιο Σχολείο είναι κομμάτι μίας ευρύτερης εφαρμοζόμενης πολιτικής που διαλύει τη μεσαία τάξη, εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες, κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, αποκλείει από τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των βασικών αναγκών όλο και περισσότερους και δημιουργεί μία κοινωνία δύο ταχυτήτων.
Η ενίσχυση της ιδιωτικής παιδείας έναντι της δημόσιας αποκλείει τα παιδιά των περισσότερων, μέσα στην κρίση αδύναμων οικογενειών, από τη δυνατότητα μόρφωσης και κατά συνέπεια κοινωνικής ανέλιξης. Τα παιδιά των πλουσίων αντίθετα, θα συνεχίσουν να μορφώνονται και να αποκτούν τα προσόντα στελέχωσης των ανώτερων κλιμακίων της οικονομικής ζωής. Παράλληλα, τα σχολεία των καλών περιοχών θα ευημερούν σε βάρος εκείνων των φτωχών, εργατικών ή αγροτικών περιοχών όπου οι οικονομικές δυσκολίες ή η εφηβική εργασία θα οδηγούν στην υποβάθμισή τους στην κλίμακα της εθνικής, ποσοτικής αξιολόγησης που θεσπίζει το Υπουργείο.
Άλλωστε στην έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. που πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα, αναφέρεται ότι «ο πυρήνας των παρεμβάσεων στις σχέσεις εργασίας αποσκοπεί στην αποτελεσματική και μέσο-μακροπρόθεσμη συρρίκνωση των δαπανών εργασίας και εστιάζει στην απορρύθμιση των όρων διαμόρφωσης των μισθών, του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» Με βάση αυτό κι όσα ανέφερα στις 2 προηγούμενες παραγράφους βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται το νομοσχέδιο για το λύκειο με την αυριανή ανάπτυξη που διαφημίζουν οι κυβερνητικοί εταίροι. Μία ανάπτυξη που ολοφάνερα χτίζεται σε σωρούς ερειπίων, θα είναι για τους λίγους, θα προβλέπει μισθούς εξαθλίωσης κι ελαστικές μορφές εργασίας.
Οι χειρισμοί των κυβερνήσεων όλα αυτά τα χρόνια δεν αρμόζουν στη σημασία που έχει η παιδεία στην εξέλιξη μιας κοινωνίας. Αναποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις, περιορισμός των κονδυλίων και μικροκομματικές πρακτικές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη σύγχρονη ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Η τελευταία περίπτωση, είναι το αποκορύφωμα ίσως, μίας πορείας μετατροπής της δημόσιας εκπαίδευσης σε ζήτημα ήσσονος σημασίας για το κράτος. Για το λόγο αυτό, οι αντιδράσεις σύσσωμης της εκπαιδευτικής κοινότητας πρέπει να στείλουν ηχηρό μήνυμα στις δυνάμεις τις συντήρησης εντός κι εκτός συνόρων.
Η περίπτωση της εκπαίδευσης είναι χαρακτηριστική της οπισθοδρομικής φύσης των πολιτικών που εφαρμόζονται. Οι λαϊκιστές της μεταρρύθμισης, κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος αποκαλούν μεταρρύθμιση την αύξηση των μαθητών ανά τάξη σε νούμερα δεκαετιών πριν, το κλείσιμο σχολείων, τις απολύσεις καθηγητών και τη διαρροή χιλιάδων ελληνόπουλων από το σχολείο. Η απάντηση λοιπόν των εκπαιδευτικών, των γονιών και των μαθητών θα πρέπει να έχει χαρακτήρα πραγματικής πρόθεσης για αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα, με τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη κι όχι τη γνωστή μορφή μιας στείρας λαϊκίστικης καταγγελιολογίας.
Βασική διεκδίκηση θα πρέπει να είναι ο περιορισμός των κοινωνικών ανισοτήτων με «φάρμακο» την παιδεία. Η φορολογία του εισοδήματος και οι φόροι κληρονομιάς των πολύ πλούσιων Ελλήνων θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία. Μία τέτοια πρόταση είναι υλοποιήσιμη κι απ’ αυτές που θα μπορούσαν να είναι στη βάση για συναινέσεις ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις ώστε να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο εξόδου απ’ την κρίση με σοσιαλιστικό πρόσημο. Η μορφή αυτή ανακατανομής του πλούτου, χωρίς δανεικά αυτή τη φορά, θα τύχει της αποδοχής της κοινωνίας και είναι επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό με χαρακτηριστικά αειφορίας.
Ο αγώνας θα είναι μακρύς και δύσκολος διότι τα μέσα που χρησιμοποιούν οι «λαϊκιστές-μεταρρυθμιστές» ωθούν την κοινωνία σε συντηρητικές αντιλήψεις. Πρόσφατα μάλιστα, σε δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ χρησιμοποιήθηκαν μαθητές λυκείου για να κάνουν φτηνή αντιαπεργιακή προπαγάνδα. Η καθεστωτική προπαγάνδα περνάει εύκολα βλέπετε με τη χρησιμοποίηση μαθητών… Όπως και να χει το διακύβευμα είναι το μέλλον των επόμενων γενεών, οπότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος απ’ την αλληλεγγύη και τη ρήξη για την πραγματική μεταρρύθμιση.