Οπως έγραψε ο πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Γ. Μπαμπινιώτης («Το Βήμα», 25/8), στον διάλογο που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια για τη μεταρρύθμιση του Λυκείου διαμορφώθηκαν δύο κύριες προτάσεις. Η μία, πιο ριζοσπαστική, πρότεινε ένα Λύκειο ενιαίο, χωρίς προκαθορισμένες «κατευθύνσεις» μαθημάτων, αλλά με ευρεία δυνατότητα των μαθητών να επιλέξουν από τα προσφερόμενα μαθήματα, διαμορφώνοντας το δικό τους πρόγραμμα. Στην πρόταση αυτή, τα ΑΕΙ θα έθεταν, χωρίς παρεμβάσεις του υπουργείου, τις δικές τους απαιτήσεις ως προς τα μαθήματα και τις ελάχιστες επιδόσεις, επηρεάζοντας έτσι τις επιλογές των μαθητών. Στη δεύτερη, δήθεν μετριοπαθή πρόταση, που τελικά επιλέχθηκε, το υπουργείο διακρίνει τα προσφερόμενα μαθήματα σε «γενικής παιδείας» και «προσανατολισμού», προκαθορίζοντας και περιορίζοντας τις επιλογές μαθητών και ΑΕΙ.
Η διαφορά φιλοσοφίας των δύο προτάσεων είναι προφανής. Στην πρώτη, το σχολείο δεν είναι ομοιόμορφο παντού και για όλους. Θα διαμορφωνόταν και από τις επιλογές των μαθητών. Με τον τρόπο αυτόν οι κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και οι επιδιώξεις των μαθητών θα γίνονταν παράγοντες που συν-διαμορφώνουν το πρόγραμμα μαθημάτων κάθε σχολικής μονάδας. Ο ρόλος του υπουργείου θα περιοριζόταν, τότε, στη μέριμνα για την κάλυψη των σχολείων με τους εκπαιδευτικούς και τις ειδικότητες που απαιτούνται. Αντίθετα, στη δεύτερη πρόταση, το ίδιο το υπουργείο αποφασίζει τα μαθήματα και κατανέμει τις ώρες του σχολικού προγράμματος μεταξύ των διαφορετικών ειδικοτήτων (φιλολόγων, χημικών κ.λπ.) και προσλαμβάνει τους εκπαιδευτικούς.
Η διαφορά μεταξύ των δύο προτάσεων είναι όμως καίριας σημασίας. Η επιλογή της «μετριοπαθούς» πρότασης από το υπουργείο ενεργοποίησε, όπως ήταν αναμενόμενο, τις οργανώσεις εκπαιδευτικών διαφορετικών ειδικοτήτων, με επιδίωξη να διασφαλίσει καθεμιά ισχυρή την παρουσία της στο σχολικό και ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων. Κάπως έτσι, όμως, φθάσαμε να έχουμε ένα σχολείο, Λύκειο και Γυμνάσιο, όπου ενώ κάθε εκπαιδευτικός δεν διδάσκει παρά περίπου 20 διδακτικές ώρες την εβδομάδα, κάθε μαθητής διδάσκεται υποχρεωτικά 35 ώρες την εβδομάδα, 7 διαφορετικά μαθήματα καθημερινά, διάρκειας 40-45 λεπτών το καθένα. Ετσι, όμως, ο χρόνος διδασκαλίας καθημερινά υπερφορτώνεται και κατακερματίζεται. Δεν επαρκεί για την εμβάθυνση των μαθητών στη γνώση, ούτε για την ανάπτυξη στην τάξη εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων ενεργού μάθησης, που επιτρέπουν δηλαδή την καλλιέργεια των κριτικών ικανοτήτων τους, την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας, τη συνεργασία, την ομαδικότητα, τη δημιουργικότητα που τόσο χρειάζονται στην εποχή μας.
Με την πρόταση που επιλέχθηκε, αυτά δεν αλλάζουν. Αντί να διασφαλισθεί ότι το σχολείο οργανώνεται για να υπηρετήσει τους μαθητές, είναι ο ανταγωνισμός των ειδικοτήτων εκπαιδευτικών και η αποτελεσματικότητα της πίεσης που ασκούν στο υπουργείο που, πρωτίστως, θα καθορίσουν το σχολικό πρόγραμμα. Πίεση που ενισχύεται με την εύκολη υποστήριξη των ΑΕΙ αντίστοιχων ειδικοτήτων. Ανταγωνισμός που εγκλωβίζει και τη συνδικαλιστική ηγεσία των εκπαιδευτικών στον στείρο αρνητισμό σε κάθε απόπειρα αλλαγής.
Σε μια εποχή που κάθε είδους πληροφορία είναι εύκολα διαθέσιμη στο Διαδίκτυο, το ελληνικό σχολείο θα συνεχίσει, φοβούμαι, να αποτελεί χώρο στον οποίο οι μαθητές ασκούνται πρωτίστως στην απομνημόνευση πληροφοριών, ενίοτε ατάκτως ερριμμένων στο σχολικό πρόγραμμα. Οι απόφοιτοί του θα συνεχίσουν να μην μπορούν να διαχειριστούν κριτικά τις πληροφορίες που τους κατακλύζουν. Στις διεθνείς συγκρίσεις επιδόσεων θα συνεχίσουν να καταλαμβάνουν, επάξια, τις τελευταίες θέσεις, ενώ οι ποικιλώνυμοι «φορείς» και «αρμόδιοι» θα αποδίδουν την εθνική μας αποτυχία στα τεστ που χρησιμοποιούν οι διεθνείς οργανισμοί, που αποκλίνουν από τη δική μας διαφορετική – ανώτερη εννοείται – εκπαιδευτική φιλοσοφία! Τα φροντιστήρια θα συνεχίσουν να είναι «αποτελεσματικά», και επομένως απαραίτητα, για την επιτυχία στις εξετάσεις απομνημόνευσης που επεκτείνονται πλέον και στις τρεις τάξεις του Λυκείου. Οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί, ταυτιζόμενοι με τους «δικούς τους» μαθητές και επιδιώκοντας, ορθά, να τους «βοηθήσουν», θα αναζητούν τρόπους ισορροπίας μεταξύ κύρους και καθήκοντος. Ούτε καν η πρόβλεψη για διόρθωση των γραπτών των ενδοσχολικών εξετάσεων από έναν δεύτερο, εξωτερικό βαθμολογητή, π.χ. γειτονικού σχολείου, δεν έγινε!
Η πρόταση για το Λύκειο που συζητείται στη Βουλή αποδεικνύει πρωτίστως την ανεπάρκεια του κράτους και την αποτελεσματική ισχύ των «πελατειών» του. Η μεταρρύθμιση του σχολείου πήρε – δυστυχώς – αναβολή και πάλι!