Καθώς η χώρα συγκρούστηκε με την πραγματικότητα της κρίσης, η μεταπολίτευση με μια οργισμένη ετυμηγορία, βρέθηκε ένοχη στο σύνολο της. Και αφού φταίει η μεταπολίτευση, ποια μπορεί να είναι η λύση; Ίσως, η μετα-μεταπολίτευση, ένας όρος που χρησιμοποιείται αρκετά από την κυβέρνηση η οποία αρέσκεται να τραβά διαχωριστικές γραμμές, συχνά σε ανύπαρκτους πίνακες. Γιατί όμως δεν είμαστε στη μετα-μεταπολίτευση; Και τι σημαίνει ο όρος;
Πρόκειται μόνο για μια χρονική διάκριση, για την εισαγωγή μιας παύσης ανάμεσα στο πριν και το μετά; Είναι απλά μια περίοδος ‘after’, που διακρίνει τον εαυτό της από το παρελθόν μη αναγνωρίζοντας κοινούς τόπους και αναφορές; Βρίσκει μήπως την υπόστασή της στην ολοσχερή καταδίκη της μεταπολίτευσης, είναι δηλαδή μια αντι-μεταπολίτευση; Η μετα-μεταπολίτευση, όπως και κάθε μετα- (ή post) όρος, δεν μπορεί να αποδοθεί δια της παύσης, ούτε να ορισθεί αντιθετικά, αλλά σηματοδοτεί μια μεταμόρφωση η οποία άλλοτε αποκηρύσσει και άλλοτε υιοθετεί την προηγούμενη κατάσταση. Έτσι, θα πρέπει να προσεγγίσουμε τη μετα-μεταπολίτευση όχι με όρους νεωτερικότητας αλλά με τους όρους μιας αέναης, ασυνεχούς και εν πολλοίς άδηλης ιστορικής μετάβασης. Κατ’ αυτήν, η μετα-μεταπολιτευτική προοπτική μας προκαλεί να αναλογιστούμε όλες τις πιθανές δυνατότητες και τους περιορισμούς της νέας κατάστασης. Και σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο, ούτε κυρίως, δήθεν ριζοσπαστικές αλλαγές, αλλά πρωτίστως ένας ενεργός διαρκής διάλογος με τους κληρονομημένους από τη μεταπολίτευση ανθρωπολογικούς ιδιότυπους, τους εγκατεστημένους τύπους της υποκειμενικότητας και το εγγενές κατώφλι των ευαισθησιών μας.
Αν είναι έτσι, τότε είναι προφανής η ανάγκη για μια αναλυτική ανατομία της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση είναι μια έννοια gestalt, δηλαδή μία έννοια της οποίας η ‘τιμή’, η ‘αξία’ είναι μεγαλύτερη από αυτήν του αθροίσματος των μερών της. Αυτό ερμηνεύει την παρέμβαση μιας διέγερσης όχι στο χώρο του πραγματικού όπου εγγράφονται ανάγκες, αλλά στο χώρο του φαντασιακού όπου εγγράφονται επιθυμίες. Συνεπώς, η μεταπολίτευση είναι κάτι παραπάνω από την περίοδο εκείνη που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, τέθηκαν οι συντεταγμένες μιας τροχιάς προσδεμένης στη Δύση και την ΕΕ, αναμορφώθηκε η Υγεία, το οικογενειακό δίκαιο κοκ. Αυτά σηματοδοτούσαν πράγματι ανάγκες και διακινήθηκαν στη σφαίρα του πραγματικού. Στη σφαίρα του φαντασιακού διακινήθηκαν επιθυμίες με όχημα τον έρωτα του λαού για τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Στο επίπεδο του φαντασιακού, η μεταπολίτευση πρακτικά ισούται με τον έρωτα προς τον Ανδρέα.
Από αναλυτικής σκοπιάς, το μείζον ερώτημα σε κάθε έρωτα είναι τι λείπει από τον εραστή και το προβάλλει στον ερωμένο. Ο λαός, όπως κάθε εραστής, επιθυμούσε αυτά που δεν είχε, αυτά που του έλειπαν. Ο Ανδρέας ανταποκρίθηκε σε αυτή την επιθυμία με ένα επιβλητικό ‘εδώ και τώρα’. Αλλά όπως συμβαίνει πάντοτε στον έρωτα, τι ήταν αυτό που έλειπε από το λαό δεν ήταν σαφές. Ο λαός πρόβαλλε τις αδιευκρίνιστες επιθυμίες του στον Ανδρέα όπως ένας νεαρός βλέπει σε μια άγνωστη αλλά όμορφη κοπέλα τη μελλοντική ιδανική σύντροφο και μητέρα των παιδιών του. Αλλά, η ομορφιά δεν είναι παρά μόνο μια υπόσχεση της ευτυχίας, όχι η ευτυχία αυτή καθαυτή. Η ανταπόκριση του Ανδρέα σ’ αυτή την προβολή των επιθυμιών του λαού επάνω του, δεν ήταν αμελητέα. Ήταν όμως στο μοντέλο του γενναιόδωρου πατέρα που πάντα επιστρέφει από τα επαγγελματικά του ταξίδια φορτωμένος με δώρα και σχεδόν καθόλου στο μοντέλο της γεμάτης αγάπη μητέρας που διασφαλίζει τις βασικές ισορροπίες στο τρέχον καθεστώς, με τα υπάρχοντα υλικά. Τα κράτη όμως δεν δημιουργούνται για την ικανοποίηση των επιθυμιών αλλά των αναγκών του λαού. Εδραιώνονται στην ανάγκη για κράτος δικαίου, για εργασία, για ανθρώπινα δικαιώματα, όχι στη βάση της ικανοποίησης επιθυμιών.
Η μεγάλη διέγερση του φαντασιακού οδήγησε στην ανάδυση ενός φαντάσματος, δηλαδή μιας οντότητας με διαισθητική προέλευση και ισχνή σύνδεση με το πραγματικό. Τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε το φάντασμα ήταν η ιστορική συγκυρία, ο έρωτας προς τον Ανδρέα και κάποιοι παλιοί γνώριμοι του έθνους. Αφενός, βαθιές ιστορικές ρίζες που υποστηρίζουν το ατομικό, το οικογενειακό, το συντεχνιακό, οποιοδήποτε εντέλει υποσύνολο, ως υπέρτερο του εθνικού. Επ’ αυτού μιλά η ιστορία και έχει καταδείξει πολύ πειστικά ο Καστοριάδης. Αφετέρου, εθνικές προκαταλήψεις περί μοναδικότητας όπως η έννοια του ‘ανάδελφου’. Αν διατρέξει κανείς ιστορικά τον 20ο αιώνα, εύκολα διαπιστώνει πως αυτή η ιδέα της μοναδικότητας ήταν μείζον χαρακτηριστικό του. Σε διαφορετικές εκδοχές και πάντοτε με καταστροφικά αποτελέσματα. Τα υλικά αυτά καθόρισαν το περιεχόμενο των επιθυμιών. Τα φαντάσματα όμως, όπως λέει ο Sarasin, δεν ανέρχονται ποτέ στο ύψος μιας σοβαρής ιδεολογίας, αλλά παραμένουν στο επίπεδο μια ρηχής, άκαμπτης, έμμονης ιδέας. Γύρω από αυτήν η κοινωνία της μεταπολίτευσης οργάνωσε την κοσμοθεωρία της και πορεύθηκε μέχρι τη χρεοκοπία. Η τελευταία ερμηνεύει ένα απότομο άδειασμα του φαντασιακού, ένα βίαιο ράπισμα του φαντάσματος και μια ενοχλητική εισβολή του πραγματικού. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό θα ήταν αρκετό για την υπέρβαση του φαντάσματος, οπότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το τέλος της μεταπολίτευσης. Αντίθετα, αυτό φαίνεται να συντηρείται εν μέσω κορύφωσης του ψεύδους και μόχλευσης συναισθημάτων οργής. Τα ψέματα καταστρέφουν το πραγματικό, συγκαλύπτουν επώδυνες ασυνέπειες ή ανικανότητες και κάνουν περισσότερο δυσλειτουργική και αναποτελεσματική τη δημοκρατία. Συνέπεια αυτών, η απομείωση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και η αποξένωση από το κοινωνικό γίγνεσθαι που ενισχύουν το καθοδικό σπιράλ. Ακόμη και η μίμηση του Ανδρέα από τον πρωθυπουργό δεν είναι παρά ένα ψέμα, μια υπεκφυγή της αλήθειας που γεννά ερωτήματα για τα πραγματικά συστατικά της προσωπικότητάς του. Ο λαός από την πλευρά του, φυλακισμένος σε πρότερες μνήμες, πίστεψε ότι βρήκε το νέο ‘Ανδρέα’, ενώ έτσι δεν κατορθώνει παρά να διαιωνίζει την καθήλωση του. Η συνειδητοποίηση του ψεύδους δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι ουδείς δύναται ή τολμά να περιγράψει ένα νέο είδος κανονικότητας αν όχι ευημερίας για το μέλλον, σε σαφή διάκριση με το παρελθόν. Η κατάσταση θυμίζει το παράδοξο του Επιμενίδη που έλεγε ότι όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες. Όντας Κρητικός ο ίδιος, πόσο πειστικός γινόταν;
Η κρίση είναι η ευκαιρία ενός μεγάλου μαθήματος για το πραγματικό που θα συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση κοινωνικής δυναμικής. Πάντα εντός του πλαισίου ότι το κράτος διακινεί ανάγκες και όχι επιθυμίες. Μέχρι τότε, όχι, δεν είμαστε στη μετα-μεταπολίτευση. Η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο κυριαρχούν πολιτικές δυνάμεις που εμπνέονται από και υπηρετούν το φάντασμά της.