Κάποια στιγμή θα έρθει ένα τέλος. Αυτή η περιδίνηση στον κύκλο της παρακμής και της ασυναρτησίας δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν οι οικονομικές δυνάμεις για τη συντήρησή της. Οι ξένοι χρηματοδότες (εταίροι/θεσμικοί πιστωτές) έχουν συμφιλιωθεί με την ελληνική ιδιοτυπία και δεν προσδοκούν πια ουσιαστική προσαρμογή στο ευρωπαϊκό παράδειγμα, όμως περιμένουν την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος που έχει συμφωνηθεί, παρόλο που δεν βγάζει πουθενά. Θέλουν τις ιδιωτικοποιήσεις, ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, περιορισμό του δημόσιου τομέα και βέβαια μεγάλες μειώσεις συντάξεων τις οποίες περιγράφουν ως μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού.
Με την κυβέρνηση Τσίπρα ησύχασαν ότι θα γίνουν όλα χωρίς μεγάλη φασαρία. Η ιδέα ήταν ότι μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση θα εφάρμοζε καλύτερα το μνημόνιο, γιατί -άλλα λέγοντας και άλλα κάνοντας- θα κρατούσε τον κόσμο καθηλωμένο στον καναπέ με τη βοήθεια και της αναξιοπιστίας της αντιπολίτευσης. Για κάποιους μήνες δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους για τα βήματα που γίνονταν, ειδικά με την υπογραφή για το Ελληνικό ενθουσιάστηκαν, και ας μιλούσε μετά ο Μπαλτάς για συμβιβασμό και ήττα στο δρόμο για το σοσιαλισμό.
Όμως σύντομα άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η αναπνοή της κυβέρνησης δυσκολεύει. Αρνητικές δημοσκοπήσεις, εσωκομματική αταξία, όλα τα κανάλια απέναντι, μέτωπο με τη Δικαιοσύνη, πανωλεθρία στην εμβληματική μάχη με τη διαπλοκή για τις τηλεοπτικές άδειες. Ο κυρίαρχος Α. Τσίπρας δεν τους φαίνεται πια και τόσο κυρίαρχος. Πρέπει ταυτόχρονα να ικανοποιήσει τον Σόιμπλε και τον Σκουρλέτη ενώ πηγαίνει από ατύχημα σε ατύχημα – μετά τη δικαστική απόφαση του ΣτΕ για τις συχνότητες και την υποχρεωτική αναδίπλωση, η ανάδειξη της τραγικής ανεπάρκειας στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα συνεχιστεί η στήριξή τους στην κυβέρνηση, η οποία μέχρι πρόσφατα ήταν πρωτοφανής σε μέγεθος και σε ένταση. Οι απόψεις που συγκρούονται είναι προφανείς: Να μην αναζωπυρωθεί η ελληνική κρίση πριν τις εκλογές στην Γαλλία και τη Γερμανία (Μάιο και Σεπτέμβριο 2017) ή μήπως να δοθεί η χαριστική βολή στον πεσμένο ΣΥΡΙΖΑ για να σταλεί το μήνυμα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι η επιλογή αντισυστημικών κομμάτων έχει κόστος ακόμη και αν μετά γίνουν συστημικά. Στη μέση υπάρχει ο αυτόματος πιλότος που τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί ως μέθοδος διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης (με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα): Αφήνονται τα πράγματα στην τύχη τους για να μην αναληφθούν ευθύνες από τις ελίτ και κάποια στιγμή αποφασίζει η ζωή (χθες Brexit, αύριο ίσως Γκρίλο κοκ).
Οι επιλογές για τον πρωθυπουργό και την ομάδα του είναι περιορισμένες: Δεν μπορεί να πείσει το Βερολίνο ότι αξίζει τον κόπο να τον κρατήσουν γιατί βρισκόμαστε έτσι κι αλλιώς σε προεκλογική κατάσταση, με την πόλωση στο κόκκινο και την επικοινωνία ως υποκατάστατο διακυβέρνησης. Από την άλλη, δεν θέλει εκλογές, όμως ίσως δεν θα μπορέσει να τις αποφύγει, αν το ΔΝΤ και ο Σόιμπλε επιμείνουν σε μέτρα που δεν μπορεί να τα σηκώσει καμία κυβέρνηση με δεδομένη τη συλλογική νιρβάνα (το εθνικό παραμύθι λέει ότι έχουμε κάνει πάρα πολλά και τώρα είναι η σειρά των πιστωτών, δεν λέει δηλαδή ότι έγιναν φοβερές περικοπές και έπεσε το βιοτικό επίπεδο των πολλών, χωρίς να ανατραπούν οι δομές της χρεοκοπίας, χωρίς να μειωθεί το κόστος ζωής, χωρίς αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και νοοτροπίας, χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη).
Μήπως, όμως, αν πάμε σε εκλογές κουτρουβαλώντας θα έρθει η λύτρωση για τη χώρα, όπως υποστηρίζει η ΝΔ; Δύσκολο. Γιατί η ΝΔ εμφάνισε μια σκιώδη κυβέρνηση που έρχεται από τα βάθη του δεξιού αναχρονισμού, ενώ σημασία θα έχει η σύνθεση του επόμενου κοινοβουλίου, δηλαδή τι μήνυμα θα εκπέμψει η χώρα, πόσες θα είναι οι δυνάμεις της δραχμής και του αντιευρωπαϊσμού.
Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν δείχνει ότι υπάρχει κοινωνική ωρίμανση, συλλογική αυτογνωσία και διάθεση υπέρβασης των αιτίων της πτώχευσης. Ένα ανίκανο πολιτικό σύστημα εκφράζει αυτό που υπάρχει κάτω. Υπάρχει κούραση, απόγνωση, σύγχυση, εθισμός στο διχασμό, τον φανατισμό, την απλουστευτική ανάγνωση της πραγματικότητας, την ανοησία.
Κάπου διάβασα την «είδηση» ότι «στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο η Μενεγάκη» ανάμεσα στο «πέθανε ο Κάστρο» και «αναταραχή για τους νεκρούς στη Μόρια».