Και μετά τις γερμανικές εκλογές έρχεται η ώρα μιας νέας μεγάλης ευρωδιαπραγμάτευσης. Μπορεί η έκβασή της να παραμένει αβέβαιη, αλλά είναι βέβαιο ότι θα γίνει. Οπως είναι βέβαιο ότι, για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα θα προσέλθει με ένα διαπραγματευτικό όπλο στις αποσκευές της – το πολυσυζητημένο «πρωτογενές πλεόνασμα». Το οποίο σημαίνει, στα απλούστερα δυνατά ελληνικά, ότι το ελληνικό κράτος καλύπτει πλέον εξ ιδίων τις δαπάνες του και όσα δανεικά χρειάζεται στο εξής (το περίφημο «χρηματοδοτικό κενό») αφορούν την εξυπηρέτηση ενός χρέους που βρίσκεται πια, σχεδόν στο σύνολό του, εις χείρας των ευρωπαίων εταίρων, του κ. Ντράγκι και της κυρίας Λαγκάρντ.
Σημαίνει αυτό ότι ήρθε η ώρα να πούμε «Μνημόνια τέλος»; Σημαίνει αυτό ότι μπορούμε, αυτή τη φορά, να απειλήσουμε πειστικά τους εταίρους μας με φέσι και έξοδο από το κλαμπ για να επιτύχουμε καλύτερο ντιλ;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή – τώρα που η συζήτηση μεταξύ πασόκων στο ΙΣΤΑΜΕ έδωσε το καλό παράδειγμα της αυτοκριτικής. Τι καθόρισε το αποτέλεσμα της προηγούμενης διαπραγμάτευσης (ή μη διαπραγμάτευσης) του πρώτου Μνημονίου; Τρεις κυρίως παράγοντες:
1 Η πρωτοφανής έκταση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού μιας χώρας που – μέσα σε μία μόνο, την καραμανλική, πενταετία – διπλασίασε το κόστος λειτουργίας του κράτους της, διπλασίασε τη μισθοδοσία του Δημοσίου, φούσκωσε το χρέος από 184 σε 300 δισ. ευρώ και έκλεισε τα βιβλία του μοιραίου 2009 με αβυσσαλέο πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή χωρίς να υπολογίζονται οι υποχρεώσεις προς τους διαβόητους «τοκογλύφους») ύψους 24 δισ. ευρώ! Ηταν το μεγαλύτερο έλλειμμα στη δημοσιονομική μας ιστορία. Και ήταν μια μαύρη τρύπα που κανείς, ούτε οι αγορές ούτε η Ευρώπη, ούτε ο καλός Σαμαρείτης των Γραφών δεν ήταν διατεθειμένος να καλύψει.
2 Η ανύπαρκτη διαπραγματευτική αξιοπιστία της ελληνικής πολιτικής ελίτ στο σύνολό της, που αποτυπώθηκε τον Οκτώβριο του 2009 στην περίφημη αποστροφή Γιούνκερ «the party is over». Αλλά και η απροθυμία της τότε κυβέρνησης να πάρει επάνω της τα μέτρα λιτότητας, με την αυταπάτη ότι αν τα δυσάρεστα μέτρα εμφανίζονταν ως προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού τότε οι ίδιοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να εμφανίζονται ως άσπιλοι «φίλοι του λαού».
3 Η επιτηδείως λανθασμένη ανάγνωση των αιτίων της δομικής κρίσης της ευρωζώνης από το κυρίαρχο Βερολίνο, ως προϊόν δημοσιονομικής τάχα αμαρτίας, η οποία έπρεπε να τιμωρηθεί αυστηρά, με αιματηρές θυσίες, για να πάρουν μάθημα οι άλλοι αμαρτωλοί.
Το αποτέλεσμα το έχουμε προ οφθαλμών. Η ύφεση που συνόδευσε τη δημοσιονομική προσαρμογή ήταν αχρείαστα μεγάλη (την περίοδο 1994-1999 η Ελλάδα είχε επιτύχει δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 8,5% του ΑΕΠ διατηρώντας θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης). Τα βάρη κατανεμήθηκαν με άγρια άδικο τρόπο. Η δημοσιονομική εξυγίανση υπονόμευσε αντί να διευκολύνει την παραγωγική ανασυγκρότηση. Και η χώρα υπέστη κοινωνική και οικονομική καταστροφή μεγαλύτερη από ό,τι οι ΗΠΑ μετά το μεγάλο Κραχ του 1929.
Ηρθε, λοιπόν, η ώρα να διορθωθεί η ζημιά, μέσω μιας νέας μεγάλης διαπραγμάτευσης; Η Ελλάδα θα προσέλθει στην αρένα με δύο ισχυρά επιχειρήματα: ότι το πρωτογενές πλεόνασμα, εφόσον επιτευχθεί, έστω και αν θα έχει επιτευχθεί με στρεβλούς και άδικους τρόπους, ισοδυναμεί με τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην νεότερη ευρωπαϊκή Ιστορία· και ότι υπομένοντας η ίδια τη συμφορά της και τη λάθος συνταγή «διάσωσής» της έσωσε το ευρώ. Αφού, αν μεταξύ 2010 και 2011 η χώρα είχε εγκαταλείψει τον δρόμο του ευρώ θα είχε υποστεί μεν η ίδια ένα χειρότερο κοινωνικό ολοκαύτωμα, μα είναι αμφίβολο αν και το ευρώ θα είχε επιβιώσει.
Ετσι, οι δύο από τους τρεις παράγοντες της ολέθριας εξίσωσης του 2009 έχουν κατά κάποιον τρόπο αναταχθεί. Μένει ο τρίτος παράγοντας: Θα αλλάξει στάση το Βερολίνο, θα αλλάξει ανάγνωση της κρίσης και συνταγή θεραπείας της; Θα περάσει η ευρωζώνη από την κατήχηση της λιτότητας στη λειτουργική της ανάπτυξης; Αυτό μένει να το δούμε – και να το διεκδικήσουμε – στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης που έρχεται. Χωρίς ηττοπάθεια. Αλλά και χωρίς αυταπάτες.