Η μεγάλη βουτιά: Από τον Σημίτη στον Τσίπρα

Νίκος Μπίστης 09 Ιαν 2013

Τρεις κατηγορίες «μεταμεληθέντων»

.

Στην ορολογία της Αριστεράς υπήρχαν πάντα τα μεγάλα άλματα. Καιρός να συνηθίσουμε και στις μεγάλες βουτιές. Εδώ και δύο χρόνια, μια μικρή ομάδα μεταρρυθμιστών της περιόδου Σημίτη, ερωτοτροπεί απροκάλυπτα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι πολλοί, ούτε ομοιογενείς. Θα τους χώριζα σε τρεις υποκατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει λίγους υπερτιμημένους διανοούμενους, που την εποχή της παντοδυναμίας του Σημίτη μοστράριζαν ανάμεσα στους διανοουμένους του εκσυγχρονισμού και στους φίλους του πρωθυπουργού. Έπαιρναν άριστα στα προφορικά και μηδέν στα γραπτά. Γιατί όσοι διάβαζαν τα κείμενά τους, διαπίστωσαν τον διχασμό προσωπικότητας, την «αριστερή ψυχή» που έκρυβαν μέσα τους και η οποία απελευθερώθηκε εσχάτως. Η δεύτερη περιλαμβάνει τους μεταμεληθέντες χωρίς εισαγωγικά. Στις ιδιωτικές τους συζητήσει είναι ειλικρινείς, αλλά δημόσια δεν το έχουν ακόμα παραδεχθεί. Όταν τους ρωτάς «Τι πάθατε ρε παιδιά και λέτε τέτοια πράγματα;», ομολογούν ότι τότε κάνανε λάθος. Σε αυτή την περίπτωση σηκώνεις τα χέρια. Μόνο ας αναγνωρίσουν δημόσια ότι τότε έσφαλαν… Η τρίτη περίπτωση είναι αυτή που θα ονόμαζα «πάντα σωστοί με το στανιό». Και όταν στήριζαν τον Σημίτη είχαν δίκιο και τώρα που μας προτρέπουν να προσκολληθούμε στον Τσίπρα, έχουν φυσικά δίκιο. Η δική τους κεντροαριστερά ήταν η καλή κεντροαριστερά, η αυθεντική και προφανώς ανεπανάληπτη, των αλλων ψευδεπίγραφη, κεντροδεξιά, ή στην καλύτερη περίπτωση, απραγματοποίητη. Στο άρθρο του στη Μεταρρύθμιση, ο Σωτήρης Βαλντέν προσπαθεί να αποδείξει το φυσικό τού πράγματος. Θα απαντήσω σε όσα λέει και θα αναφερθώ σε όσα παραλείπει, που δεν είναι και λίγα.

.

 

.

Οι αριθμοί, οι ηγέτες και οι αφορισμοί

.

Επί Σημίτη το ΠΑΣΟΚ είχε 40%, μας λέει ο Σ.Β. Δεν θυμάται καλά, είχε παραπάνω. Και επί Ανδρέα Παπανδρέου είχε 48% αλλά κανείς μας δεν καθόρισε την στάση του με βάση μόνο τους αριθμούς, αλλά με γνώμονα την πολιτική, το πρόγραμμα και τις αξίες. Δεν μας εντυπωσιάζει λοιπόν το 27% του ΣΥΡΙΖΑ από μόνο του. Πόσο μάλλον όταν μεγάλο μέρος αποτελείται όχι τόσο από το «όλον ΠΑΣΟΚ», στο οποίο απαξιωτικά αναφέρεται ο Σ.Β. (λησμονώντας ότι για χρόνια συμπορεύτηκε με αυτό), αλλά -ακόμα χειρότερα- από το πιο βαθύ, το πιο συντηρητικό και αντιμεταρρυθμιστικό κομμάτι του. Αυτό που εν μια νυκτί μετανάστευσε στον ΣΥΡΙΖΑ, προσδοκώντας από το νεφελώδες πλην αντιμνημονιακό πρόγραμμά του, μια ελπίδα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Δεν ενοχλεί τον Σ.Β. -ούτε του λέει κάτι για το μέλλον- ότι όλοι αυτοί που κρύβονται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν λυσσαλέα αντιπαλέψει τις μεταρρυθμίσεις της σημιτικής περιόδου. Ούτε διερωτάται γιατί κανένας -κυριολεκτικά ούτε ένας- από τους εκσυγχρονιστές εκείνης της περιόδου, ερωτοτροπεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός αν θεωρεί ότι όλο το δυναμικό του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ αποτελείται από νεογιάπηδες και οι μόνοι γνήσιοι και με καθαρά χέρια σοσιαλδημοκράτες είμαστε οι λίγοι αριστεροί (γιατί οι πολλοί του ΚΚΕ και του τότε Συνασπισμού συναγωνίζονταν το βαθύ ΠΑΣΟΚ), που συμπαραταχθήκαμε στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. (Παρεμπιπτόντως, πιο αρνητική εντύπωση και από την πολιτική «βουτιά» του Σ.Β., μου προξένησε το λεκτικό λυντσάρισμα –π.χ., ξεπεσμένη πριγκίπισσα- που επιφύλαξε στο άρθρο του σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με τα οποία συνυπήρξε. Τίποτε πιο εύκολό στις μέρες μας, από το να τροφοδοτείς την κρεατομηχανή της ακροαριστεράς και της ακροδεξιάς. Η ίδια παρατήρηση και για διάφορα πρωτοκλασάτα στελέχη των παπανδρεϊκών περιόδων, που όχι μόνο αποστασιοποιούνται με χαρακτηριστική ευκολία, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μην είχαν καμία σχέση με τα πεπραγμένα του κόμματος που τους ανέδειξε. Έντρομοι μπροστά στο κύμα αφόρητου λαϊκισμού, αδυνατούν να υπερασπιστούν θετικές πλευρές της Ιστορίας του κόμματός τους, που είναι και θετικές όψεις της μεταπολίτευσης.)

.

Για να ξαναγυρίσουμε στους αριθμούς, ο Σ.Β. μας προειδοποιεί ότι το δικό μας απονενοημένο διάβημα για συγκρότηση κεντροαριστεράς, το πολύ να συγκεντρώσει 15%. Έστω. Εμείς είμαστε ολιγαρκείς. Θα ξεκινήσουμε από εκεί και επειδή ξέρουμε τι θέλουμε και πώς θα το πετύχουμε, θα προσπαθήσουμε για το καλύτερο. Εξάλλου, η εποχή των κομμάτων – μαμούθ έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Επειδή κάπου θα διαισθάνθηκε ότι το αριθμητικό επιχείρημα είναι αναιμικό, στρέφεται στο ρόλο της προσωπικότητας. «Τουλάχιστον τότε», γράφει, «είχαμε μια ισχυρή κυβέρνηση και έναν μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό που καθιστούσε το εγχείρημα αν όχι εύκολο, ρεαλιστικό.» Το επιχείρημα γίνεται μπούμερανγκ. Τώρα, ποιον μεταρρυθμιστή υποψήφιο πρωθυπουργό έχει η κεντροαριστερά του Σ.Β., με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ; Ελπίζω να μην με κατηγορήσει για «εμπάθεια και δαιμονοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, επειδή δυσκολεύομαι να ανακαλύψω σε αυτούς μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά και κάποια αναλογία με τον Σημίτη. Επί πλέον, έχω εδώ και πολλά χρόνια πάψει να πιστεύω σε θαύματα. Πάμε τώρα στα πιο ουσιαστικά.

.

«Η βάρβαρη νεοφιλελεύθερη πολιτική και η λαίλαπα της τρόικας». Τόσο απλό;

.

Έτσι χαρακτηρίζει και με αυτόν τον τρόπο νομίζει ότι ξεμπερδεύει με την πολιτική των μνημονίων ο Σ.Β. Σε μια άλλη αποστροφή του, μιλάει για «τις νεοφιλελεύθερες κοινοτοπίες της δεκαετίας του ’90». Τότε δηλαδή που η κεντροαριστερά κυριαρχούσε στην Ευρώπη. Τι έγινε με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, προσχώρησε σύσσωμη στον νεοφιλελευθερισμό, όπως καταγγέλλει το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ; Ή μήπως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και έχουν να κάνουν και με την ορμητική και αναπόφευκτη σε συνθήκης παγκοσμιοποίησης, είσοδο στην παγκόσμια οικονομία νέων ισχυρών παραγόντων, όπως η Κίνα, η Ινδία , η Βραζιλία και η Ρωσία, που επιφέρουν μεγάλες αλλαγές, καθιστώντας αναποτελεσματικές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές στο πλαίσιο μόνο του εθνικού κράτους; Ουδείς κεντροαριστερός επιχαίρει με τις δυσκολίες της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Ολάντ. Αν όμως πιστέψουμε τον Γιόσκα Φίσερ, η Γαλλία για να μην καταρρεύσει, «πρέπει το 2013 να προχωρήσει σε “οδυνηρές μεταρρυθμίσεις”». Σρέντερ και Φίσερ, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, προώθησαν την ατζέντα 2010 με βάση την οποία η Γερμανία ξεπέρασε τα προβλήματά της και σήμερα είναι πάλι η ατμομηχανή της Ευρώπης.

.

Παίρνοντας έγκαιρα σκληρά μετρα (καθήλωση αποδοχών), απέφευγε τα «βάρβαρα» (απολύσεις, περικοπές μισθών και συντάξεων). Βέβαια, η Μέρκελ εισέπραξε τα πολιτικά οφέλη, γιατί όπως εύστοχα είπε ο Σρέντερ, «Το πρόβλημα με τις μεταρρυθμίσεις είναι ότι μέχρι να αποδώσουν, μεσολαβούν εκλογές». Καλό όμως είναι να θυμόμαστε και τη λυσσαλέα αντίδραση της Αριστεράς και του Λαφοντέν, που καταγγέλλοντας «την βάρβαρη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα», συνέβαλαν στην οριακή επικράτηση της Μέρκελ. Και αλλού, λοιπόν, οι βαρύγδουποι χαρακτηρισμοί είναι κενοί περιεχομένου, ή, ακόμα χειρότερα, οδηγούν σε αποτελέσματα τα οποία κατά τα άλλα ξορκίζουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παραπάνω διαπίστωση δικαιώνεται πανηγυρικά. Κριτική στα μνημόνια και το περιεχόμενό τους, στην πολιτική που τα κατέστησε αναπόφευκτα (κυρίως πενταετία Καραμανλή), στην καθυστέρηση στη λήψη μέτρων και στην καλλιέργεια αυταπατών στον λαό για λεφτά που τάχα υπήρχαν (κυβέρνηση Παπανδρέου), προφανώς και είναι αναγκαία. Αυτό που δεν είναι λογικό, είναι η συνολική άρνηση του μνημονίου, δηλαδή του δανεισμού της χώρας, όταν αυτή είχε φτάσει στο χείλος της χρεοκοπίας. Εδώ
δεν ξεμπερδεύεις με αφορισμούς περί νεοφιλελεύθερης λαίλαπας. Ας δούμε πώς αντιμετωπίζει το θέμα ο Κώστας Σημίτης (Ο Εκτροχιασμός, σελ.542):
«Η αναμέτρηση ανάμεσα στο μνημονιακό και το αντιμνημονιακό μέτωπο, επιβλήθηκε από τα άκρα, για να διευκολύνει την αντιπαράθεση και την ένταξη των ψηφοφόρων σε ένα από τα δύο στρατόπεδα . Το δίλημμα όπως παρουσιάζεται μέσω αυτής της σύγκρουσης, είναι παραπλανητικό. Η Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από το να δανειστεί, όπως άλλωστε δανειζόταν πάντα. Κάθε δάνειο συνοδεύεται από όρους, άλλοτε σκληρότερους και άλλοτε ηπιότερους, ανάλογα με την φερεγγυότητα του δανειζόμενου. Στην περίπτωση του δανείου από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, υπό αμφισβήτηση μπορούν να τεθούν οι όροι και το σχέδιο που είχε η χώρα, οι προθέσεις των δανειστών, όχι όμως και η αναγκαιότητα του δανείου ή η ύπαρξη όρων. Συζήτηση είναι επίσης δυνατή για την μεταβολή των όρων ή την παροχή νέων δανείων, εκτός και αν δεν τα έχουμε πλέον ανάγκη. Η διαμάχη λοιπόν δεν αφορά το «ναι» η το «όχι» στο Μνημόνιο, αλλά το περιεχόμενο του Μνημονίου, τις διεκδικήσεις μας, τις υποχωρήσεις μας, την δυνατότητα να μην δανεισθούμε καθόλου ή να χρηματοδοτηθούμε από αλλού. Σχετίζεται με την ανάπτυξη της χώρας και τους τρόπους πραγματοποίησής της. Αφορά τόσο την πολιτική δανεισμού της χώρας, όσο και την καταπολέμηση της υστέρησής της. Το «ναι» ή «όχι» στο Μνημόνιο, συγκαλύπτει την πολυπλοκότητα του θέματος, αποσιωπά ότι τα κρίσιμα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν με ένα «ναι» ή ένα «όχι», αποσκοπεί να αποτρέψει κάθε προβληματισμό για το πώς πρέπει να επιδιωχθεί το συμφέρον της χώρας. Παρουσιάζοντας μια αντίθεση άσπρου – μαύρου, εξαπατά τους πολίτες. Τους παρασύρει στη δίνη μιας υπεραπλουστευτικής λογικής, που αποκλείει λύσεις.»

Ποια εναλλακτική λύση προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Σ.Β.;

.

Ερχόμαστε στον πυρήνα του προβλήματος. Με το να μας επισείει το φάντασμα του There is no alternative (ΤΙΝΑ) της Θάτσερ, ο Σ.Β. δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να μας υποδείξει την εναλλακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και τη δική του. Τόσο απέναντι στο μνημόνιο, όσο και στο κυβερνητικό πρόβλημα μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Ως προς το πρώτο, εκκωφαντική σιωπή. Εφαρμογή του κανόνα της απόλυτης άρνησης, όπως ακριβώς τον εφάρμοσε η ΝΔ και ο Σαμαράς στα αλλεπάλληλα Ζάππεια, πριν να συνειδητοποιήσουν τα αδιέξοδα στα οποία τους οδήγησαν τα ηχηρά όχι. Είναι χαρακτηριστικό ότι γι’ αυτήν την καταστροφική πολιτική περίοδο της ΝΔ, ο Σ.Β. σιωπά επειδή -εικάζω- την εντάσσει στην αντιμετώπιση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και ανακτά τα αντιδεξιά αντανακλαστικά του μόλις η ΝΔ, κάτω από το βάρος της συρρίκνωσής της, στράφηκε προς πιο λογικές προσεγγίσεις. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω αναλυτικά για την μη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, την εσκεμμένη αοριστία και την υποσχεσιολογία προς κάθε κοινωνική κατηγορία, με μια προτίμηση στα λιγότερο ευπαθή στρώματα και τις ισχυρές συντεχνίες, κάτω και από την πίεση των πολιτικών εκπροσώπων τους που μετανάστευσαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Το έκαναν με επάρκεια την προηγούμενη εβδομάδα αρκετοί αρθρογράφοι και σχολιαστές της Μεταρρύθμισης και από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το μόνο που θέλω να υπενθυμίσω είναι ότι ο όλος ΣΥΡΙΖΑ («μετριοπαθείς» και Λαφαζάνης), συμφωνούν – και πάνω εκεί προσωρινά ενοποιούνται – στη μονομερή, δι’ ενός άρθρου, καταγγελία του μνημονίου. Επειδή το «πυρηνικό όπλο» με το οποίο θα απειλήσει την Ε.Ε. ο Τσίπρας, ώστε να την πειθαναγκάσει να τον δανείσει με τους δικούς του όρους, θα αποδειχθεί τόσο αποτελεσματικό, όσο το περίστροφο του Γ. Παπανδρέου, και επειδή δεν έχουμε ακούσει άλλο «σχέδιο» -πέραν της αντιμνημονιακής οργής ΣΥΡΙΖΑ και Σ.Β., που όμως δεν συνιστά σχέδιο, αλλά παραπέμπει περισσότερο στον γνωστό πασά που θύμωσε και έπραξε αναλόγως- μπορούμε να στοιχηματίσουμε όλα μας τα λεφτά στην αναγκαστική ρεαλιστική στροφή ενός κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Και τότε, πέρα από την αναπόφευκτη εσωτερική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, η οργή των εξαπατημένων ψηφοφόρων θα κάνει την συμπεριφορά όσων πίστεψαν στα «λεφτά που υπήρχαν» και στα Ζάππεια που τελικά δεν υπήρξαν, να μοιάζει μετριοπαθής. Η χώρα θα μπει σε τεράστια περιπέτεια, η ακροδεξιά θα εισπράττει συνεχίζοντας μόνη της στο αναγκαστικά εγκαταλελειμμένο από τον ΣΥΡΙΖΑ αντιμνημονιακό, «εθνικοαπελευθερωτικό» μοτίβο, ο αντιευρωπαϊσμός θα εκτιναχθεί στα ύψη, η συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη θα δοκιμαστεί. Όλα αυτά, ο Σ.Β. τα θεωρεί «εκβιαστικά επιχειρήματα». Και ενώ αναγνωρίζει ότι δεν  «παύει να εκφράζει σε κάποιο βαθμό ένα πραγματικό δίλλημα», δεν μας λέει με ποια πολιτική και ποιο σχέδιο θα ξεφύγουμε από το εκβιαστικό, πλην υπαρκτό, εκβιαστικό δίλλημα. Μας καλεί λοιπόν έτσι, χωρίς πυξίδα, να συμβάλλουμε σε μια εκ προοιμίου αδιέξοδη -στην καλύτερη περίπτωση- πορεία. Η πορεία της τρικομματικής κυβέρνησης έχει προβλήματα – η υπεραισιόδοξη προγραμματική συμφωνία αγνόησε τη σκληρή δημοσιονομική πραγματικότητα – αλλά τουλάχιστον κρατάει τη χώρα στις ευρωπαϊκές ράγες.

.

Εκεί που τα πράγματα γίνονται ακατανόητα, είναι όταν φτάνει στο θέμα της κυβέρνησης της χώρας. Πρώτα παραλείπει κάθε αναφορά στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Τι έκανε αυτή η κυβέρνηση; Ήταν αναγκαία; Συνέχισε τη μνημονιακή πολιτική; Συνέβαλε στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, ή ήταν ένα σημαντικό βήμα στη σωτηρία της χώρας, όπως νομίζω εγώ; Και πώς κρίνει τη στάση των πολιτικών δυνάμεων, που για εκλογικούς λόγους και ενώ ήσαν ανέτοιμες για διακυβέρνηση, επέβαλλαν την πτώση της και τη διενέργεια εκλογών; (Και με την ευκαιρία, πώς κρίνει την κυβέρνηση Μόντι και τη στάση της Ιταλικής κεντροαριστεράς απέναντί της; Και δεν έχει ανησυχητικές ομοιότητες η αντιμερκελική ρητορική τού Μπερλουσκόνι, με την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ;) Δεν μας έχει συνηθίσει ο Σ.Β. σε τέτοιες αποσιωπήσεις. Φαίνεται όμως ότι η μακρά πορεία από τον Σημίτη στον Τσίπρα, τις καθιστά αναγκαίες, αλλιώς αδυνατίζει η σφοδρότητα της επίθεσης στη σημερινή κυβέρνηση. Για την οποία, το κείμενό του βρίθει αντιφάσεων. Την ώρα που αποδέχεται την κριτική σύσσωμης της παραδοσιακής αριστεράς για την κυβέρνηση, επειδή αντιλαμβάνεται ότι η χώρα κάπως πρέπει να κυβερνηθεί, κατά παραχώρηση συγκατανεύει στη χειρότερη δυνατή λύση: θεωρεί «κατανοητή μια στάση παροχής ανοχής από μέρους της κεντροαριστεράς, ενόσω δεν διαφαίνεται εναλλακτικό φιλοευρωπαϊκό κυβερνητικό σχήμα». Μήπως αυτό το σχήμα εμφανίστηκε και εμείς δεν το μάθαμε; Δηλαδή, αν η ΔΗΜΑΡ περνούσε από την συμμετοχή στην ανοχή, θα ήταν όλα καλύτερα; Με την λογική του Σ.Β., θα καθίστατο τότε ευκολότερη η αντιμετώπιση της «βάρβαρης μνημονιακής πολιτικής» από ένα κόμμα με το μισό πόδι και όλο της το μυαλό έξω από την κυβέρνηση; Και ο πράγματι υπαρκτός κίνδυνος «νεοδημοκρατικής παλινόρθωσης στη σαμαρική εκδοχή της», θα αντιμετωπιζόταν αποτελεσματικότερα με τη στάση ανοχής; Ή μήπως, αντιθέτως, η αποστασιοποίηση θα έλυνε εντελώς τα χέρια της ΝΔ; Ήδη με το υπάρχον σχήμα, τα κρούσματα είναι πολλά και η κριτική που έχει βάση απαιτεί λύσεις στον αντίποδα της πρότασης Βαλντέν. Δηλαδή πιο ουσιαστική συμμετοχή για τη συνδιαμόρφωση της πολιτικής σε όλα τα επίπεδα και την αξιοκρατική και κομματικά αχρωμάτιστη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.

.

Επίσης προκαλεί απορία ότι ενώ σε κάποιο σημείο αναγνωρίζει «ότι μια σοβαρή κεντροαριστερά στην Ελλάδα σήμερα δεν μπορεί να αγνοεί τους τεράστιους περιορισμούς που επιβάλλει η καταστροφική μας κατάσταση», σε όλο το άρθρο κάνει ακριβώς αυτό. Τους υποτιμά επιδεικτικά. Αρνείται να αποδεχθεί το αυτονόητο, ότι η καταστροφική κατάσταση, ο κίνδυνος χρεοκοπίας και αποχώρησης από το ευρώ επέβαλε τη συνεργασία των δυνάμεων του ευρωπαϊκού δημοκρατικού τόξου. Και όμως, το δύσκολο 1989, για πολύ μικρότερο διακύβευμα τα στελέχη σύσσωμης της Αριστεράς συμφώνησαν στην κυβέρνηση με την ΝΔ. Έκτακτες συνθήκες, έλεγαν. Τώρα είναι φυσιολογικές;

.

Ποια πολιτική ενισχύει τη δεξιά; Τι κάνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ;

.

.

Ο Σ.Β θεωρεί ότι δεν υπάρχει πολιτικό κενό ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα όμως και με την αριθμητική προσέγγιση που κάνει, το πολιτικό κενό είναι οφθαλμοφανές. Η ανάγκη δε πολιτικής και κομματικής κάλυψης, προφανέστερη. Βέβαια, αν οι δυνάμεις που εκ των πραγμάτων μπορουν να επωμιστούν την ευθύνη συγκρότησης του χώρου συνεχίσουν να διστάζουν, να ομφαλοσκοπούν, να αναδιπλώνονται και να κάθονται πάνω στα μονοψήφια ποσοστά τους, τότε στις επόμενες εκλογές οι πολίτες θα βρεθούν μπροστά στην καρικατούρα του νέου δικομματισμού. Μόνο που τότε δεν θα ενισχυθεί ο αριστερός πόλος, όπως νομίζει ο Σ.Β. Η εξαφάνιση του κεντροαριστερού χώρου θα ενισχύσει τον κεντροδεξιό Σαμαρά και όχι τον αριστερό Τσίπρα. Γιατί η κεντροδεξιά συντηρητική ατζέντα, έχει μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα από την εμφανιζόμενη ως αριστερή. Η κεντροαριστερή, χωρίς να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, προωθεί και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Για να το πω με πρόσφατο παράδειγμα, αν οι Γάλλοι είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στον Μελανσόν και τον Σαρκοζί, θα επέλεγαν τον δεύτερο. Άρα, τι κάνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ; Τον ξορκίζουμε και τον δαιμονοποιούμε, όπως μας κατηγορεί ο Σ.Β; Όχι βέβαια, ούτε όμως τον χαϊδεύουμε, ούτε ελαχιστοποιούμε την κριτική μας, όπως κάνει ο Βαλντέν, νομίζοντας ότι έτσι διευκολύνει τη σύγκλιση δυνάμεων. Δεν αποκαθίσταται έτσι «μια πιο κανονική διαλεκτική αριστεράς – δεξιάς», όπως ορθά την αναζητά ο Μάνος Ματσαγγάνης (Μεταρρύθμιση, 2/ 1/2013).

.

Δεν βοηθάμε την σοσιαλδημοκρατική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ όταν υποβαθμίζουμε την κριτική «στον κρατισμό, στις συντεχνίες, τον λαϊκισμό, την αριστερόστροφη ανομία». Τόσο δευτερεύοντα για την σύγχρονη αριστερά και άσχετα με την κρίση που βιώνουμε τα θεωρεί όλα αυτά ο Σ.Β.; Με αυτές τις αντιλήψεις και αντίστοιχες πρακτικές (που παρά λίγο, για παράδειγμα, να διαλύσουν τα Πανεπιστήμια), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμπεριφέρεται ως κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης που προετοιμάζεται για την εξουσία, αλλά σαν αριστερίστικο γκρουπούσκουλο. Η ειρωνεία για τον Σ.Β. είναι ότι ο μόνος δρόμος για να υπάρξει αποτελεσματική και ευπρόσωπη για τις ιδέες και το ήθος της σύγχρονης αριστεράς συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, περνάει από την συγκρότηση της σύγχρονης κεντροαριστεράς που απεύχεται. Αυτή μπορεί να ρυμουλκήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μεταρρυθμιστικές θέσεις, το ανάποδο δεν γίνεται.

.

Πού αποσκοπούν οι αναφορές στη ΔΗΜΑΡ.

.

Ελπίζω η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ να αντιλαμβάνεται γιατί ο Σ.Β. την ενθαρρύνει στο δρόμο του «παρών» και της απόστασης από τις υπόλοιπες δυνάμεις, κινήσεις και πρόσωπα που συγκροτούν τον αστερισμό της κεντροαριστεράς. Να κατανοήσει ότι λάθος σήματα και επιλογές –όπως οι παραπάνω– θα τροφοδοτήσουν και άλλους Βουδούρηδες και άλλους Μουτσινάδες. Και ότι μόνο η φυγή προς τα εμπρός απαντά πολιτικά στην επίθεση που δέχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και που κομψά την χαρακτήρισε το Γραφείο Τύπου ως «προώθηση άλλου πολιτικού σχεδίου». Αυτό το πολιτικό σχέδιο προωθεί με την δική του οπτική και αφετηρία –με καθαρό και ευθύ τρόπο, σε αντίθεση με άλλους που καμώνονται ότι δεν έχουν σχέση με αυτό– ο Σ.Β. Και αυτή η επίθεση δεν αντιμετωπίζεται με μετέωρα βήματα. Ούτε με δήθεν κεντρίστικες πολιτικές, που υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουν και τους μεταρρυθμιστές κεντροαριστερούς και τους προσανατολισμένους για άμεση συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθαρούς «αριστερούς»… Τέτοιος δρόμος δεν υπάρχει. Στη ζωή και στη σημερινή συγκυρία, μόνο ο δρόμος της ενότητας και ανανέωσης του χώρου της σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς θα δώσει χώρο και πεδίο δράσης στη ΔΗΜΑΡ. Ήρθε η ώρα να προχωρήσει χωρίς δισταγμούς και να ξαναπάρει τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες.