Τις προάλλες, σε μια τράπεζα, η ηλικιωμένη κυρία ήθελε να ανοίξει έναν λογαριασμό και να ορίσει ως συνδικαιούχο το γιο της, γύρω στα 40, αλλά να βεβαιωθεί ότι ο γιος της δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε ευρώ χωρίς να τη ρωτήσει, θα έχει πλήρη δικαιώματα στο λογαριασμό όταν εκείνη φύγει από τη ζωή. Της εξηγούσε ο υπάλληλος πώς μπορεί να προστατευθεί από τον κίνδυνο, το παιδί της δηλαδή, αλλά δεν ησύχαζε με τίποτα, έβλεπε παντού κάποια παγίδα στην οποία θα έπεφτε.
Ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος μπορούν να περιγράψουν τις επαγγελματικές τους εμπειρίες από τη δύσκολη συνεννόηση με πελάτες που θέλουν να μεταβιβάσουν στην κόρη το ακίνητο, αλλά κρατώντας την κυριότητα, προκειμένου να είναι σίγουροι ότι θα τους φροντίσει όταν χρειαστεί, ότι θα τους επισκέπτεται τακτικά, θα τους πηγαίνει τα εγγόνια, θα ζητάει τη γνώμη τους και εν πάση περιπτώσει θα είναι χρήσιμη και ευχάριστη προκειμένου κάποτε να περάσει από την επικαρπία στην κτήση.
Είναι η γενιά που έζησε σε βάρος της επόμενης. Ξεκίνησε από χαμηλά και ανέβαινε διαρκώς, είχε μεγάλη αγάπη για την ακίνητη περιουσία και αποταμιευτική διάθεση, της αρέσει να διηγείται ιστορίες από τις δυσκολίες που συνάντησε τη δεκαετία του 40, να καταγγέλλει τους νέους για έλλειψη προτύπων, να διαφημίζει τις θυσίες της για το καλό των παιδιών τα οποία θέλει να ελέγχει και όταν έχουν ρυτίδες, κάτι όχι ιδιαίτερα δύσκολο λόγω της οικονομικής εξάρτησής τους.
Είναι οι αγαπημένοι του πολιτικού συστήματος γιατί είναι και οι συνεπέστεροι ψηφοφόροι. Πάνε στις κάλπες βρέξει-χιονίσει, δεν το χάνουν με τίποτα. Τα αποτελέσματα των επιλογών τους, άλλωστε, δεν τα πληρώνουν τόσο οι ίδιοι, γιατί ο λογαριασμός πηγαίνει στους νεότερους.
Στο 64% έφτασε η ανεργία στις ηλικίες κάτω των 25, δύο στους τρεις βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, το ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με την ανεργία σε μεγαλύτερες ηλικίες. Έχουν επίσης πιο περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα, απολύονται ευκολότερα γιατί δουλεύουν με ελαστικές συμβάσεις της νέας εποχής. Πολλοί αναζητούν μοίρα στον ήλιο φεύγοντας από την πατρίδα τους για οπουδήποτε, οι περισσότεροι συντηρούνται από τους γονείς τους, τα λεγόμενα “παιδιά-μπούμερανγκ”, και η ευκαιρία που τους προσφέρει το σύστημα βρίσκεται στα stage. Οι τυχεροί που βρίσκουν δουλειά, έχουν μισθό 586 ευρώ μεικτά, που σημαίνει ότι δεν έχουν προοπτική να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία, φυσικά να κάνουν οικογένεια ή να ζήσουν σε δικό τους σπίτι. Ούτε συζήτηση για απόκτηση περιουσίας και σύνταξη, άγνωστη λέξη το εφάπαξ.
Με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία, καταβάλλονται 4.328.548 συντάξεις που αντιστοιχούν σε καταβολές 2.347.173.168 ευρώ το μήνα και αφορούν 2.952.082 δικαιούχους. Το ασφαλιστικό είναι η μεγάλη φούσκα της μεταμνημονιακής εποχής, που επωάστηκε επί δεκαετίες με την αδράνεια, τον αντιμεταρρυθμιστικό οίστρο και τα ψέματα.
Ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται κάθε χρόνο και των εργαζόμενων μειώνεται, το προσδόκιμο ζωής ανεβαίνει, η αναλογία μεταξύ ενεργού και μη ενεργού πληθυσμού επιδεινώνεται, οι εισφορές δεν καταβάλλονται και τα ταμεία οδηγούνται σε κατάρρευση. Το έτσι κι αλλιώς άδικο ασφαλιστικό σύστημα, όπου αυτοί που δουλεύουν τώρα πληρώνουν για τις σημερινές συντάξεις, δεν είναι βιώσιμο και θα σκάσει πάνω σε εκείνους που συνιστούν αυτό που λέμε παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Από το πρώτο μνημόνιο και μέχρι τώρα, έγινε μεγάλη προσπάθεια για να προστατευθούν οι συντάξεις, διατηρήθηκαν -με κούρεμα- μέχρι και αυτές των άγαμων θυγατέρων, στη βάση ενός άτυπου κοινωνικού συμβολαίου που θέλει τη νέα γενιά πρώτη στο απόσπασμα.
Η πλειοψηφία έχει συμφιλιωθεί με τον παραλογισμό να είναι υψηλότερες οι περισσότερες συντάξεις από τους μισθούς, όταν οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα λύσουν ή θα αποτρέψουν την επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής κρίσης. Δεν είναι λογικό να πληρώνεται ένας 30άρης με 700 ευρώ το μήνα και με καθυστέρηση στον ιδιωτικό τομέα και να παίρνει ένας 65άρης 1500, απολαμβάνοντας μάλιστα τον κοπετό όλου του κοινοβουλίου για τις περικοπές που υπέστη. Έχουμε συντάξεις που δόθηκαν σε 50άρηδες και 55άρηδες, άλλους που δεν κατέβαλαν τις εισφορές που αναλογούν στη σύνταξή τους, μαϊμούδες διαφόρων τύπων, διπλές και τριπλές συντάξεις που παραμένουν σε ισχύ, ασφαλώς έχουμε και πολύ χαμηλές συντάξεις των 500 ευρώ, αλλά είναι προφανές ότι ένα ζευγάρι συνταξιούχων που έχει δικό του σπίτι, μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς με 1.000 ευρώ, ενώ ένα ζευγάρι που έχει παιδί ή θέλει να κάνει παιδί, προφανώς δεν μπορεί.
Φυσικά ποτέ δεν έχει γίνει λόγος για σύνδεση της περιουσιακής κατάστασης με το ύψος της σύνταξης, αφού θεωρείται ηθικά επιτακτική η διασφάλιση των δικαιωμάτων των απόμαχων, ενώ δεν εντάσσεται στις συστημικές αξιακές αναζητήσεις κάτι αντίστοιχο για τους νέους.
Μια χώρα γερόντων δεν έχει έτσι κι αλλιώς μέλλον, ακόμη και να επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα, να γίνει νέα απομείωση του χρέους και να εκδοθεί ευρωομόλογο. Μια χώρα συνταξιούχων βγαίνει εκ των πραγμάτων εκτός παιχνιδιού, πεθαίνει.
Οι Baby Boomers, εκείνοι που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1946 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν οι γεννήσεις είχαν αυξηθεί εξαιτίας της μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης, πέρασαν καλά. Είναι αυτοί που έπαιρναν σωρηδόν στεγαστικά δάνεια, με τα γνωστά αποτελέσματα της φούσκας ακινήτων.
Η ισότητα μεταξύ των γενεών είναι ιδιαίτερα ασθενής στον ευρωπαϊκό Νότο. Σε μια μελέτη του 2011, που διενήργησε το Bertelsmann Foundation ανάμεσα σε 31 χώρες, η Ελλάδα βρέθηκε στην τελευταία θέση. Ίσως οι νέοι τελικά πρέπει να θυμηθούν το σύνθημα των 60’s: «Trust no one over 30!» έγραψε το Spiegel, σε μια πολύ σκληρή ανάλυσή του για το θέμα της σύγκρουσης των γενεών.
Το βρετανικό θεατρικό έργο «Love, Love, Love» του Μάικ Μπάρτλετ, περιγράφει τη ζωή ενός ζευγαριού που συνδέθηκε τη δεκαετία του 60 ακούγοντας Beatles και τις φωνές του Μάη. Κατέληξαν χωρισμένοι, εύποροι, τακτοποιημένοι και αντιμέτωποι με το θυμό των παιδιών τους, που ωστόσο είναι αναγκασμένα να τους ζητούν οικονομική βοήθεια. «Δεν αλλάξατε τον κόσμο», τους λένε κάποια στιγμή, «Τον αγοράσατε». Στην περίπτωσή μας, με δανεικά.