Η μεγάλη ανατριχίλα

dimart 25 Ιαν 2017

Αυτό δεν είναι τραγούδι #925
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Τσακνιάς

Η Μαρίκα Τσεβά έγραφε χθες εδώ, στη στήλη του dim/art «αυτό δεν είναι τραγούδι», για τις ταινίες που βλέπαμε στα 80s — δηλαδή, στην εφηβεία μας. Από τις κατηγορίες έργων που αναφέρει, προτού εστιάσει στο «brat pack» και δη στο «Pretty in Pink» του John Hughes (1986), να πω ότι εγώ δεν είχα δει Ψάλτη παρά μία φορά καταναγκαστικά, σε ένα πούλμαν που κινείτο με μεγάλη ταχύτητα και δεν μπορούσα να πηδήξω έξω (ναι, πούλμαν με βίντεο). Επίσης, δεν είχα δει Αγγελόπουλο (συμπτωματικά σήμερα κλείνουν τέσσερα χρόνια από το τραγικό θανατηφόρο ατύχημα στη Δραπετσώνα)· πρωτοείδα τον «Μελισσοκόμο» (κι αυτή ταινία του 1986) αργότερα, μέσα στα 90s πια. Έβλεπα μανιωδώς το Γούντστοκ, όπου και όποτε το έπαιζε (ως φανατικός ροκάς), αγαπούσα τα παλιότερα σπαγκέτι γουέστερν και τα κλασικά νουάρ («Ο τρίτος άνθρωπος», «Το γεράκι της Μάλτας» κ.ο.κ.) και βέβαια τιμούσα κι εγώ την τρέχουσα ξένη παραγωγή, δηλαδή όλες τις σάχλες των 80s που αναφέρει η Μαρίκα. Να προσθέσω και άλλη μια κατηγορία: τις λιγοστές ταινίες που μπορούσαν καλύψουν κάπως την εφηβική δίψα για σεξ, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ, τα τσοντοσινεμά ήταν από ανυπόληπτα έως επικίνδυνα και τα σχετικά περιοδικά δεν μπορούσες να τα αγοράσεις από το περίπτερο της γειτονιάς σου γιατί θα το μάθαινε η μαμά σου. Έπρεπε λοιπόν να αρκείσαι σε ταινίες όπως «Η γαλάζια λίμνη» (1980) ή, αργότερα, οι «9 1/2 εβδομάδες» (1986 — άντε πάλι).

Είπα πως πήγαινα στο σινεμά και έβλεπα «τις σάχλες των 80s που αναφέρει η Μαρίκα», πρέπει ωστόσο να διευκρινίσω ότι η κατηγορία «χαζομάρες για εφήβους» δεν ήταν η πρώτη επιλογή μου — κινηματογραφικά μιλώντας. Τις έβλεπα για δύο κυρίως λόγους: α) γιατί υπήρχε πάντα η βάσιμη ελπίδα να έχουν κάτι σε σεξ (φιλί ή / και μπαλαμούτι ήταν σχεδόν βέβαιο) και β) γιατί θα τις έβλεπαν όλοι οι άλλοι και δη τα κορίτσια της τάξης. Προτιμούσα (ως αγόρι, υποθέτω;) κωμωδίες και περιπέτειες. Και στα δύο αυτά είδη, η δεκαετία του ’80 παρήγαγε αρκετά σκουπίδια ή ψιλοσκουπιδάκια: θυμίζω πρόχειρα τις Σταλονιάδες (ο Ρόκι συνέχισε την καριέρα του ενώ από το 1982 εμφανίστηκε και ο Ράμπο), την αφόρητη σειρά «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή» (Police Academy), που άρχισε το 1984 και εμπλουτίστηκε με πέντε σίκουελ προτού τελειώσει η δεκαετία, τις οριακά πιο ανεκτές ταινίες του Έντι Μέρφι («Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς» 1 και 2, 1984 και 1987 αντίστοιχα), τα διάφορα «Φονικά Όπλα» και «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» που ξεκίνησαν στα τέλη των 80s, το «Γυμνό Όπλο» με τον που-να-με-γαργαλάτε-δεν-γελάω Λέσλι Νίλσεν (1988) κ.ά. Από την άλλη, για να είμαστε δίκαιοι, τα 80s είναι η δεκαετία κατά την οποία συνεχίστηκαν τα Star Wars και γυρίστηκαν χορταστικές —περισσότερο ή λιγότερο εμπορικές— ταινίες που μια χαρά τις ξαναβλέπεις και σήμερα (προφανώς βοηθούσης και της νοσταλγίας), όπως «Η λάμψη» (1980), ο «Ε.Τ. ο εξωγήινος» (1982), ο «Σημαδεμένος» (1983), το «Κάποτε στην Αμερική» (1984), η «Επιστροφή στο μέλλον» (1985), το «Stand by me» (1986), οι «Αδιάφθοροι» (1987), ο «Μπάτμαν» του Τιμ Μπάρτον (1989) κ.ά. Ειδική μνεία στον μεγάλο σκηνοθέτη των b-movies Τζον Κάρπεντερ και στα εμβληματικά «Κριστίν» (1983, βασισμένο σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, όπως και πολλές άλλες ταινίες του Κάρπεντερ) και «They live» (1987).

Μια ταινία της δεκαετίας του 1980 που θυμάμαι με συγκίνηση και αγάπη και εξακολουθεί να μου αρέσει είναι η «Μεγάλη ανατριχίλα» (The Big Chill) του Laurence Kasdan (1983). Με αφορμή την αυτοκτονία ενός φίλου τους, τα υπόλοιπα μέλη της παρέας ξαναμαζεύονται ύστερα από δεκαπέντε χρόνια και περνάνε ένα σαββατοκύριακο παρέα. Άλλοι είναι παντρεμένοι, άλλοι χωρισμένοι, άλλοι εργένηδες, άλλοι έχουν παιδιά, άλλοι όχι, όλοι συγκρίνουν τον τωρινό με τον αλλοτινό εαυτό τους και με τους τωρινούς και αλλοτινούς εαυτούς των φίλων τους, απωθημένα και ημιτελείς ιστορίες, γκομενικές ή άλλες, αναδύονται στην επιφάνεια — και ο αυτόχειρας είναι διαρκώς παρών, αν και απών. (Από τα trivia της ταινίας, που έμαθα μόλις σήμερα, διαβάζοντας για να γράψω αυτό το κείμενο: τον νεκρό Άλεξ έπαιζε ο Κέβιν Κόστνερ, αλλά τελικά στο μοντάζ κόπηκαν όλα τα σημεία όπου φαινόταν η φάτσα του). Το soundtrack της ταινίας είναι εξαιρετικό και όταν άκουσα το I heard it through the grapevine από τον Marvin Gaye αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι είναι τουλάχιστον εξίσου καλό με την εκτέλεση των Revival.

Γιατί μια ταινία που απευθύνεται κατεξοχήν σε τριαντάρηδες άρεσε τόσο πολύ σε έναν δεκαπεντάχρονο και στα συνομήλικα μέλη της παρέας του; Πιθανόν γιατί αναρωτηθήκαμε πώς θα είναι να ξαναβρεθούμε κι εμείς μετά από δεκαπέντε χρόνια στο ίδιο σπίτι, στο οποίο πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι για διακοπές από το ’83 και για λίγα ακόμα χρόνια. Το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί, γιατί δεν ξαναβρεθήκαμε, αν και το συζητάμε κατά καιρούς (ευτυχώς, ουδείς έχει αυτοκτονήσει, γενικά είμαστε όλοι σώοι και ελπίζω να παραμείνουμε για πολύ).

Έχουν περάσει τριαντατρία χρόνια. Ποιος ξέρει, φέτος το καλοκαίρι μπορεί να ξαναβρεθούμε.