Η άσκηση εξουσίας στην Ελλάδα, επί 20 μήνες, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ προσφέρει ένα πλούσιο πραγματολογικό υλικό, που μπορεί να μας βοηθήσει στην εξαγωγή ευρύτερων συμπερασμάτων.
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να συγκρίνουμε αυτό το υλικό με τις επεξεργασίες μελετητών για τα φαινόμενα του λαϊκισμού, του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού, έτσι όπως εμφανίζονται σε άλλες χώρες, προκειμένου να εντάξουμε την ελληνική εμπειρία σε μια ευρύτερη, διεθνή προοπτική.
Ο λαϊκισμός στην εξουσία
Σ’ ένα εξαιρετικά εύστοχο κείμενό του, ο Κας Μούντε (Cas Mudde) επιχειρεί μια τυπολογία του «άσχημου προσώπου» του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού, όταν ασκεί εξουσία. Γράφει χαρακτηριστικά, σκιαγραφώντας τον «οδικό χάρτη» της λαϊκιστικής εξουσίας:
Ωστόσο, η παρούσα κατάσταση στην Ουγγαρία και τη Βενεζουέλα μας δείχνει ότι ο λαϊκισμός μπορεί να τα καταφέρει όταν διαθέτει τον απόλυτο έλεγχο της χώρας. Με μια εντυπωσιακά μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία στις εκλογές, λαϊκιστές ηγέτες όπως οι Βίκτορ Όρμπαν και Ούγκο Τσάβες εισήγαγαν νέα συντάγματα τα οποία υπονομεύουν σημαντικά τους ελέγχους της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Επιπλέον, φιλοκυβερνητικοί τοποθετήθηκαν επικεφαλής σε μη κυβερνητικούς θεσμούς, όπως τα δικαστήρια και άλλες εποπτικές επιτροπές, συχνά για περιόδους που ξεπερνούν τη θητεία της κυβέρνησης. Οποιαδήποτε αντίθεση ανατρέπεται από έναν συνδυασμό νομικών και μη νομικών πιέσεων, όπως επιδρομές από φορολογικές υπηρεσίες μέχρι την απόρριψη αιτημάτων ανανέωσης αδειών λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικών μέσων[1].
Με βάση αυτή την καταγραφή, έχουμε μια δέσμη μέτρων που σκιαγραφούν τη λαϊκιστική, δηλαδή αυταρχική, μορφή διακυβέρνησης, ανεξαρτήτως δεξιού ή αριστερού προσήμου. Μία δέσμη πέντε ακτίνων, με βάση όσα καταγράφει ο Μούντε, συγκροτεί τη λαϊκιστική εξουσιαστική πράξη:
Συνταγματικές αναθεωρήσεις
Έλεγχος της Δικαιοσύνης
Ποδηγέτηση Ανεξαρτήτων Αρχών
Φορολογικές επιδρομές σε αντιφρονούντες
Εμπόδια στην αδειοδότηση ραδιοτηλεοπτικών μέσων.
Αξίζει τον κόπο να δούμε εάν, ύστερα από άσκηση εξουσίας 20 μηνών από την αριστεροδέξια λαϊκιστική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, τα όσα καταγράφει ο Mούντε ισχύουν και στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Mούντε, σε συνέντευξή του που είχε παραχωρήσει στον γράφοντα, τον Νοέμβριο του 2015, ένα σχεδόν χρόνο πριν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση παρατηρούσε ότι «συγκριτικά με τον Τσάβες και τον Όρμπαν, ο Τσίπρας είναι ένας αφοσιωμένος φιλελεύθερος δημοκράτης. […] Μέχρι στιγμής, το άσχημο πρόσωπο του λαϊκισμού (στην Ελλάδα) αφορά κυρίως τη ρητορεία, δηλαδή το γεγονός ότι κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους για προδοσία και τους παρουσιάζει ως “εχθρούς” της Ελλάδας»[2].
Από τότε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ πήρε μια σειρά από αποφάσεις που την έφεραν πολύ κοντά στον ιδεότυπο αυτού που ο Mούντε χαρακτηρίζει ως το άσχημο πρόσωπο του λαϊκισμού. Ας τις δούμε αναλυτικά.
Συνταγματική αναθεώρηση
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ εξήγγειλε τον Ιούλιο του 2016 την απόφασή της για συνταγματική αναθεώρηση. Σε σχετικές δηλώσεις του ο Αλέξης Τσίπρας, επαναλαμβάνοντας τη γνωστή διχαστική λαϊκιστική ρητορεία, αιτιολόγησε την απόφαση λέγοντας ότι «οι ευθύνες του πολιτικού συστήματος για την οικονομική και ηθική χρεοκοπία, είναι τεράστιες. Και ο μόνος τρόπος για να βγούμε από την κρίση, μια και καλή, είναι να τελειώνουμε με το παλιό. Να τελειώσουμε με αυτά που μας έφτασαν έως εδώ»[3].
Η πρόταση στοχεύει στην «ενίσχυση των θεσμών της άμεσης δημοκρατίας» και προβλέπει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση κύρωσης με δημοψήφισμα οποιασδήποτε συνθήκης μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους, καθώς και τη δυνατότητα διενέργειας δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία και συλλογή άνω των 500.000 υπογραφών για εθνικά θέματα και με συλλογή άνω του ενός εκατομμυρίου υπογραφών για ψηφισμένο νόμο, με εξαίρεση νόμους που αφορούν τα δημοσιονομικά, καθώς και για νομοθετική πρωτοβουλία από τους ίδιους τους πολίτες[4].
Στις αρχές Οκτωβρίου 2016 ανακοινώθηκε η σύνθεση της οργανωτικής επιτροπής, που θα αναλάβει να υλοποιήσει την όλη διαδικασία. Προβλέπεται ότι θα οργανωθούν «αμεσοδημοκρατικές» συζητήσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση σε όλους τους δήμους της χώρας με τη συμμετοχή κινήσεων πολιτών, μεμονωμένων ατόμων και επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, ενώ θα υπάρξει και ηλεκτρονικός διάλογος σε ειδική ιστοσελίδα.
Η διαδικασία αυτή είναι απολύτως εξωθεσμική και αντιθεσμική, δεδομένου ότι το Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει, με αυστηρή τυποποίηση, τις διαδικασίες αναθεώρησης, που διεξάγονται από τη Βουλή και όχι από την κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι πρόκειται για «επικίνδυνα και αδίστακτα παιχνίδια με τους θεσμούς που αλλοιώνουν τον πυρήνα της δημοκρατίας»[5], ενώ έντονες ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ και οι εσωκομματικές αντιδράσεις από την «αριστερή» πτέρυγα των «53+»[6].
Παραλλήλως, η σύνθεση της οργανωτικής επιτροπής προκάλεσε έντονες αντιδράσεις λόγω της συμμετοχής συνταξιούχου δικαστικού και καθηγητή πανεπιστημίου, του Πέτρου Παραρά, που είχε συμμετάσχει σε παρόμοια επιτροπή στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας. Μετά το σάλο των αντιδράσεων, ο Πέτρος Παραράς παραιτήθηκε. Αντιδράσεις προκάλεσε επίσης η συμμετοχή ενός ηθοποιού, του Γιώργου Κιμούλη, πολιτικού υποστηρικτή του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της επιτροπής, ενώ ο πρόεδρός της, ο καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολιτικός υποστηρικτής του ΣΥΡΙΖΑ, είχε παραχωρήσει αίθουσα του Πανεπιστημίου για την παρουσίαση βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα, ηγετικού στελέχους της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, που είναι φυλακισμένος ύστερα από τις δολοφονίες που είχε διαπράξει[7].
Έλεγχος της Δικαιοσύνης
Στον τομέα αυτό, οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχουν τη μορφή χιονοστιβάδας, που δεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι στόχο έχουν την κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών[8].
Απολύτως ενδεικτική αυτής της νοοτροπίας είναι η απάντηση Τσίπρα, τον Σεπτέμβριο 2016, σε ερώτηση για το ενδεχόμενο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να μην είναι αυτή που θέλει η κυβέρνηση για τις τηλεοπτικές άδειες: «η Δικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της αλλά δεν δίνω ούτε μια πιθανότητα στο ΣτΕ να ακυρωθεί ο διαγωνισμός»[9].
Η μεθόδευση ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης ξεκίνησε με τις τοποθετήσεις των ηγεσιών στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, με πρόσωπα φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση.
Αρχικά, η κυβέρνηση επέλεξε, την 29η Ιουνίου 2015, ως Πρόεδρο του Αρείου Πάγου τη Βασιλική Θάνου, συνδικαλίστρια στον δικαστικό χώρο, πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), παρακάμπτοντας την επετηρίδα. Η Θάνου είχε διαπρέψει σε αντιμνημονιακές ανακοινώσεις, είχε στείλει επιστολή στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ζητώντας του να παρέμβει στα όργανα της ΕΕ υπέρ των προτάσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, είχε χαρακτηρίσει την κυβέρνησηΣαμαρά «κυβέρνηση κράτους απολυταρχικού», ενώ είχε ηγηθεί σε απεργία των δικαστικών, με οικονομικές διεκδικήσεις, κατά παράβαση του Συντάγματος[10].
Η μεταμεσονύκτια εκλογή της στις 29 Ιουνίου είχε προφανή σκοπιμότητα, καθώς στις 27 Αυγούστου 2015 έγινε, ως μοναδική πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου δεδομένου ότι οι άλλες δύο θέσεις, στο ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο, ήσαν ακόμη κενές, υπηρεσιακή πρωθυπουργός στην κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Ακολούθησε η κυβερνητική επιλογή του Νικολάου Σακελλαρίου ως Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στις 22 Οκτωβρίου 2015. Ο κ. Σακελλαρίου είχε διακριθεί για την αντιμνημονιακή ψήφο του σε όλες τις κρίσιμες δίκες όπου είχε πάρει μέρος. Μειοψήφησε στην πρώτη Ολομέλεια ΣτΕ κρίνοντας αντισυνταγματικό το 1ο Μνημόνιο, τους πρώτους εκτελεστικούς νόμους (3845/10) και τις περικοπές που έφεραν. Συμμετείχε στην Ολομέλεια του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις τελευταίες περικοπές των συνταξιούχων (των νόμων 4051 και 4093/12), ενώ μειοψήφησε θεωρώντας αντισυνταγματικές και τις παλαιότερες περικοπές συντάξεων και δώρων θέτοντας ζήτημα «παραβίασης του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης». Έκρινε επίσης αντισυνταγματικό (μειοψηφώντας) το «χαράτσι» της ΔΕΗ στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα και το PSI («κούρεμα» του δημοσίου χρέους), ενώ προήδρευσε στην Ολομέλεια που απέρριψε τις προσφυγές κατά του δημοψηφίσματος[11].
Έχοντας επιλέξει προέδρους στα δύο ανώτατα δικαστήρια της χώρας με τα χαρακτηριστικά που σκιαγραφήθηκαν ανωτέρω, οι αντιδημοκρατικές πρακτικές, με στόχο τη φίμωση των διαφωνούντων ή των «εχθρών» είναι συνεχείς.
Την 1η Φεβρουαρίου 2016, η Βασιλική Θάνου κατέθεσε μήνυση για εξύβριση και δυσφήμιση κατά του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρου Τσακυράκη, με αφορμή επικριτικό σχόλιο στην προσωπική του ιστοσελίδα[12].
Παράλληλα, διέταξε πειθαρχική έρευνα σε βάρος ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όπως η εισαγγελέας εφετών Γεωργία Τσατάνη, η οποία κατήγγειλε κυβερνητικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο[13].
Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η πειθαρχική έρευνα και τιμωρία του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ισίδωρου Ντογιάκου. Ο κ. Ντογιάκος κατηγορήθηκε επειδή συγκάλεσε την Ολομέλεια της Εισαγγελίας Εφετών με θέμα «Εξωθεσμική παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου στο αυτοδιοίκητο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών»[14]. Τιμωρήθηκε αρχικά με την ποινή της απλής επίπληξης και στη συνέχεια, ύστερα από έφεση του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου, με στέρηση μισθού 40 ημερών. Υπέβαλε ξανά υποψηφιότητα για την εκλογή του ως προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ξανά (σε μια χειρονομία ευθείας αντίδρασης στις κυβερνητικές παρεμβάσεις), αλλά τελικά παύθηκε από τη θέση του προϊσταμένου. Δεν είναι τυχαίο ότι για όλες αυτές τις διώξεις εναντίον Ντογιάκου πανηγυρίζει η Χρυσή Αυγή με δημοσιεύματα που τιτλοφορούνται «Τελειώνει ο Ντογιάκος»[15].
Παράλληλα, πειθαρχική δίωξη άσκησε και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, κατά των τριών εισαγγελικών λειτουργών –και ειδικότερα σε βάρος του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, Ισίδωρου Ντογιάκου, του εισαγγελέα ΕφετώνΓεώργιου Γεράκη και της επίσης εισαγγελέως Εφετών Αθηνάς Θεοδωροπούλου–αναφορικά με τη μη μετάφραση, σε δύο γλώσσες (γερμανικά και γαλλικά), του βουλεύματος για τη Siemens, που είχε ως συνέπεια την επ’ αόριστον αναβολή της εν λόγω δίκης.
Κύκλοι της αντιπολίτευσης μιλούν για πραγματικό πογκρόμ σε βάρος δικαστικών που «δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις».
Πρωτοφανής είναι επίσης η παραπομπή και πάλι σε δίκη σε βαθμό κακουργήματος του πρώην προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, με την κατηγορία της ψευδούς βεβαίωσης σε βάρος του Δημοσίου, παρότι αρχικά η υπόθεση είχε αρχειοθετηθεί ως ανυπόστατη. Η δίωξη Γεωργίου προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Κομισιόν και τη λεκτική αναδίπλωση της ελληνικής κυβέρνησης, παρ’ ότι η δικαστική δίωξη Γεωργίου συνεχίζεται[16].
Εξίσου εκρηκτική είναι η κατάσταση με τα όσα συμβαίνουν στο ΣτΕ. Την 1η Οκτωβρίου 2016, ο Πρόεδρός του ανέβαλε (δηλώνοντας ότι τη «ματαιώνει») τη διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ που θα συζητούσε το θέμα των αδειών τηλεοπτικών σταθμών «εν όψει του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί». Απολύτως ακατανόητη δήλωση, η οποία προκάλεσε την παραίτηση δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ από την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ[17]. Η Ολομέλεια συνήλθε ξανά στις 12 Οκτωβρίου 2016, ημέρα κατά την οποία ανακοινώθηκε (συμπτωματικά;) από την κυβέρνηση ότι εγκρίνει την επιστροφή του 25% του φόρου εισοδήματος της τελευταίας 5ετίας στους δικαστικούς[18].
Στις 6 Οκτωβρίου 2016, ύστερα από συνάντηση των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου με τον Αλέξη Τσίπρα (όπου ο πρωθυπουργός εξήγγειλε αυξήσεις μισθών για τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς), ο Πρόεδρος του ΣτΕ δήλωσε ότι «το δικό μας καθήκον ως δικαστών είναι να πιάσουμε τον σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας». Πρόκειται για δηλώσεις που συνιστούν θεμελιώδη άρνηση του Κράτους Δικαίου και του πολιτεύματος της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας που επιβάλλει ότι οι δικαστές αποφασίζουν μόνο με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ο «σφυγμός της ελληνικής κοινωνίας», ως κριτήριο δικαστικών αποφάσεων, και η αναβολή συνεδριάσεων, «εν όψει του κλίματος», είναι μια αντιδημοκρατική ρητορεία, μια λαϊκιστική φενάκη[19].
Σάλος προκλήθηκε επίσης από τις δηλώσεις Θάνου ότι στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό που προαναφέρθηκε, συζητήθηκε το ενδεχόμενο αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των ανώτατων δικαστικών, κάτι που συνιστά αντισυνταγματική εκτροπή, δεδομένου ότι το Σύνταγμα προβλέπει ρητά το 67ο έτος ως ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών[20].
Παρ’ όλες αυτές τις εξωθεσμικές παρεμβάσεις, η κυβέρνηση υπέστη δεινή ήττα με την απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ, στις 18 Οκτωβρίου 2016, να δεχτεί να συζητήσει επί της ουσίας τις προσφυγές για τη διαδικασία αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, αντί να θεωρήσει ότι ήταν αναρμόδια να κρίνει το θέμα[21].
Είναι χαρακτηριστικό ότι, έπειτα από αυτή την απόφαση, έγιναν εμπρηστικές δηλώσεις από τον πρωθυπουργό και από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια ρητορεία που θυμίζει έντονα Ούγκο Τσάβες, κατήγγειλε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ιδιότυπο «μιντιακό πραξικόπημα»[22], ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς είπε ότι μια πιθανή γνωμάτευση του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα του νόμου του «θα είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη για τη λειτουργία της Δημοκρατίας»[23] και ο γενικός γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Λευτέρης Κρέτσος υποστήριξε ότι«οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης για τις τηλεοπτικές άδειες είναι δεσμευτικές αλλά όχι και σεβαστές»[24].
Παράλληλα, είχε εκδηλωθεί στοχοποίηση κατά αντιπροέδρου του ΣτΕ, που είχε εκφράσει την άποψη ότι ο νόμος Παππά ήταν αντισυνταγματικός[25]. Φιλικά στην κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης είχαν φέρει στη δημοσιότητα ηλεκτρονικά μηνύματά του με προσωπικό περιεχόμενο και η Αυγή, κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, δημοσιοποίησε το όνομά του, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση όχι μόνον αντιπολιτευόμενων πολιτικών[26] και μέσων ενημέρωσης αλλά και πρώην υποστηρικτών της κυβέρνησης[27].
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος, με μια πρωτοφανή απόφαση, απέστειλε παραγγελία για τη διενέργεια πειθαρχικής προκαταρτικής εξέτασης σε βάρος του αντιπροέδρου του ΣτΕ. Μόνο μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν ζήτησε να διερευνηθεί αν έχουν διαπραχθεί ποινικά αδικήματα μεταξύ των οποίων, παραβίαση και ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, παραβίαση απορρήτου επικοινωνίας και άλλα[28]. Ο Παρασκευόπουλος, σε παρέμβασή του στη Βουλή παραδέχθηκε ότι πρόκειται για «έγγραφο το οποίο προφανώς είναι προϊόν υποκλοπής, δηλαδή παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο», το οποίο ο ίδιος είπε ότι γνώριζε από το 2015, ομολογώντας τις υπόγειες σχέσεις παρακρατικών κύκλων και πολιτικής εξουσίας, αλλά αποφάσισε να αποστείλει την παραγγελία, ενώ διαρκούσε η διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες[29].
Όλα αυτά προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, που με ανακοίνωσή τους επισημαίνουν ότι
οι δικαστές της χώρας παρακολουθούμε με αποτροπιασμό και εξαιρετική ανησυχία την κατάντια στην οποία διολισθαίνουν τα δημόσια ήθη. Με δημοσιεύματα που δεν έχουν να κάνουν με το δημόσιο συμφέρον, την λειτουργία της ενημέρωσης και την εξυπηρέτηση της αλήθειας, η ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου, δικαστή εγνωσμένου κύρους, υποκλέπτεται, διαστρέφεται και προσφέρεται βορά στον καραδοκούντα κίτρινο Τύπο και το μέρος της κοινής γνώμης που διαμορφώνεται από αυτόν, φαινόμενο άκρως νοσηρό που συνδέεται με μεθόδους που μετέρχονται φασιστικά καθεστώτα.
Στην προσπάθεια εκβιασμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούν μείζονος σημασίας υποθέσεις, επιστρατεύεται το συνηθισμένο όπλο στην φαρέτρα μιας ακόμη μορφής διαπλοκής (κίτρινη δημοσιογραφία – οικονομικά ή και άλλα συμφέροντα) για την ικανοποίηση άνομων επιδιώξεών της.
Επομένως η άμεση αντίδραση της πολιτείας και κατεξοχήν της δικαιοσύνης στη δημοσιοποίηση στοιχείων της προσωπικής ζωής δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας που τυγχάνει, όλως συμπτωματικά, εν προκειμένω να συμμετέχει και στη συνεδρίαση σχετικά με τη συνταγματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων στο τηλεοπτικό τοπίο είναι αυτονόητα επιτακτική και αναγκαία[30].
Για την κατάσταση που επικρατεί στη Δικαιοσύνη, είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις της δημοσιογράφου Ιωάννας Μάνδρου ότι «είναι πλέον σαφές, πως η Δικαιοσύνη, που αποτελούσε έως πρότινος προνομιακό χώρο για την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής, με την έννοια ότι δικαστικές ενέργειες αξιοποιούνταν στο πλαίσιο του κυβερνητικού στόχου για πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, έχει πλέον μετατραπεί σε πεδίο προβλημάτων για το Μέγαρο Μαξίμου»[31].
Η κυβέρνηση υπέστη μια ακόμα, τη μείζονα μέχρι σήμερα, πολιτική ήττα με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 26ης Οκτωβρίου 2016 που έκρινε ότι ο νόμος Παππά ήταν στο σύνολό του αντισυνταγματικός και τον ακύρωσε.
Οι κυβερνητικές αντιδράσεις που ακολούθησαν ήταν πρωτοφανείς. Σε μια ανεπίτρεπτη για τα δημοκρατικά ήθη ανακοίνωση, το Γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού παρομοίασε τους δικαστικούς με «παρακράτος», δηλώνοντας ότι «αυτόν τον τόπο δεν τον κυβερνούν ούτε τα διαπλεκόμενα, ούτε το βαθύ παρακράτος. Τον κυβερνούν οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις με την βούληση του ελληνικού λαού»[32].
Παρόμοιου ύφους ήταν και η παραληρηματική δήλωση της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη, που κατηγόρησε το ΣτΕ ότι με την απόφασή του αυτή στερεί νοσηλευτές από τα νοσοκομεία και πόρους για τους παιδικούς σταθμούς[33], ενώ το εγκάλεσε επειδή είχε κρίνει, στο παρελθόν, συνταγματικό το πρώτο Μνημόνιο και το PSI («κούρεμα» χρέους), «ξεχνώντας» ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έχει επίσης υπογράψει Μνημόνιο, το 3ο, ενώ έχει υπερασπιστεί το PSI σε προσφυγή ομολογιούχων εναντίον του[34].
Ακολούθησε καταιγισμός πολιτικών επιθέσεων εναντίον της Δικαιοσύνης από στελέχη και υποστηρικτές της κυβέρνησης. Η Αυγή κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ευτυχώς, δεν κυβερνούν οι δικαστές», κάνοντας λόγο για «πρωτοφανή πολιτική απόφαση του ΣτΕ που επαναφέρει το καθεστώς ανομίας στον τηλεοπτικό χώρο»[35]. Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης μίλησε για «δικαστικό πραξικόπημα», δηλώνοντας ηρωικά ότι «έχουμε πόλεμο και η Αριστερά ξέρει να πολεμάει»[36], ενώο γενικός γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Λευτέρης Κρέτσος δήλωσε ότι η απόφαση του ΣτΕ είναι «ριφιφί»[37] και έγραψε ότι «μπορεί κάποιοι δικαστές του ΣτΕ να είναι υπεράνω χρημάτων, αλλά αυτό ενδεχομένως να συνιστά αλαζονεία και ύβρι στο 30% των πολιτών της χώρας που βιώνει συνθήκες φτώχειας και οικονομικής ασφυξίας»[38].
Η πλέον εμπρηστική δήλωση έγινε από τον αναπληρωτή Γραμματέα των ΑΝΕΛ Αθανάσιο Μπέλτσο, που προέτρεψε τον Αλέξη Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο να «τσακίσουν τη δικαιοσύνη», αναγκάζοντας τον Καμμένο να τον παύσει από τη θέση του[39].
Αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα με τη Δικαιοσύνη φαίνεται ότι θα συνεχιστεί για καιρό, κάτι που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους για την εύθραυστη Ελληνική Δημοκρατία. Αυτό έσπευσαν να επισημάνουν όλες οι Ενώσεις Δικαστών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πολλά Μέσα Ενημέρωσης και διανοούμενοι[40], ενώ ο Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε σε δραματικούς τόνους ότι «η δήλωση που με επαναστατικό οίστρο διάβασε η κυβερνητική εκπρόσωπος, συνιστά επίσημη αναγγελία κατάλυσης του Συντάγματος»[41].
Είναι χαρακτηριστικές και οι αντιδράσεις πολλών ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης, με χαρακτηριστικότερη εκείνη της γερμανικής κεντροαριστερής εφημερίδας Suddeutsche Zeitung που επισημαίνει ότι «αυτό που εντυπωσιάζει είναι η θρασύτητα, με την οποία η κυβέρνηση επιτίθεται τώρα στο ΣτΕ: ενεργεί δήθεν σε βάρος των συμφερόντων του λαού»[42].
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε, στις 29 Οκτωβρίου 2016, για πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) τον Βύρωνα Πολύδωρα, έναν παλαίμαχο πολιτικό που εκλεγόταν με τη Νέα Δημοκρατία. Ο Πολύδωρας είχε διακριθεί στο παρελθόν για τις ακραίες τοποθετήσεις του, έχοντας προτείνει τη συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή και είχε διαγραφεί από το κόμμα το 2013 επειδή καταψήφισε το νομοσχέδιο για την επιβολή φόρου στην ακίνητη περιουσία, με λαϊκιστικά επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι «δεν θα σας πληρώσω κύριοι της Τρόικας γιατί θα μου πεθάνει το παιδί και ο λαός». Επιχείρησε πολιτική επιστροφή στις ευρωεκλογές του 2014 και καταποντίστηκε, λαμβάνοντας 1,04%. Η επιλογή Πολύδωρα, γνωστού και για τις εκκεντρικές δηλώσεις του, προκάλεσε γενική θυμηδία και αντιδράσεις ακόμα και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Απορρίφθηκε αμέσως από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ενώ πολλοί αναλυτές επισήμαναν ότι η επιλογή αυτή είναι ενδεικτική της απαξιωτικής και εργαλειακής αντίληψης του ΣΥΡΙΖΑ για τους θεσμούς.
Εύλογο είναι το ερώτημα πώς απέκτησε προσβάσεις και επιρροή στη Δικαιοσύνη, που διακατέχεται γενικά από συντηρητικές αντιλήψεις, ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται ότι στο θέμα αυτό είναι πολύτιμος σύμμαχος οι ΑΝΕΛ, αλλά και μια πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας που είναι φίλα προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ (οι λεγόμενοι καραμανλικοί), που εκπροσωπείται στην κυβέρνηση από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο. Από αυτή την πτέρυγα προέρχεται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε δημόσια εμφάνισή του να καταγγέλλει τον νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα[43]. Όπως έχει υποστηρίξει ο Γιάννης Βούλγαρης, «οι δημοσιογραφικές πληροφορίες μιλούν από καιρό για έναν άξονα Παυλόπουλου – Παπαγγελόπουλου – Θάνου, με τη στήριξη της λεγόμενης καραμανλικής ομάδας της ΝΔ, η οποία θεωρείται ότι στηρίζει παρασκηνιακά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η “σιωπή” του ίδιου του κ. Καραμανλή τροφοδοτούσε τα σενάρια. Έμοιαζε με άλλα λόγια να λειτουργεί ένα “δεξιό” κέντρο στο οποίο ο αριστερός αλλά άμαθος περί τους κρατικούς μηχανισμούς ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει εργολαβία το έργο της κατάληψης της Δικαιοσύνης. Το πράγμα όμως αποδείχτηκε πιο περίπλοκο και η αριστεροδεξιά όσμωση πιο προχωρημένη»[44].
Οι ανεξάρτητες αρχές
Στην Ελλάδα, οι ανεξάρτητες αρχές απέκτησαν συνταγματική κατοχύρωση μετά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001[45]. Η συγκρότηση και λειτουργία αυτών των αρχών είναι μια μείζων κατάκτηση των Φιλελεύθερων Δημοκρατιών. Πρόκειται για θεσμικά μορφώματα που λειτουργούν ως «Independent regulatory agencies» στις ΗΠΑ, «Autorites administratives independantes» στη Γαλλία και ως QUANGOS (quasi autonomous non-governmental organizations) στη Βρετανία.
Σκοπός της ύπαρξής τους είναι η προστασία της λεγόμενης «τρίτης γενιάς δικαιωμάτων», έχουν λειτουργική αυτονομία από την πολιτική εξουσία, δεν υπάγονται στον έλεγχό της και διατηρούν ρυθμιστικό ρόλο στο πλαίσιο της παρέμβασης του Κράτους στην Κοινωνία. Επιτελούν την περίφημη λειτουργία των «θεσμικών αντιβάρων», που είναι απαραίτητη στα δημοκρατικά πολιτεύματα προκειμένου να αποτραπεί η υπερσυγκέντρωση και ο αυταρχισμός της πολιτικής εξουσίας.
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν τουλάχιστον δεκαεπτά ανεξάρτητες αρχές[46], από τις οποίες πέντε είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες. Πρόκειται για το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), τον Συνήγορο του Πολίτη (ΣΥΠ), το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), την Αρχή Διατήρησης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΕΠΧ).
Δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η θέσμιση των ανεξάρτητων αρχών πιστώνεται σε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, παρά την αντίδραση συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων που θα προτιμούσαν ένα πιο «κλειστό» και συγκεντρωτικό μοντέλο άσκησης εξουσίας[47]. Φαίνεται ότι, στην Ελλάδα, το ρόλο εκείνων που επιδιώκουν την κεντρικά ελεγχόμενη άσκηση εξουσίας και την υποβάθμιση των Ανεξάρτητων Αρχών έχει αναλάβει η λαϊκιστική αριστεροδέξια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Από την ως άνω περιγραφή είναι εμφανές ότι η ίδια η λογική της ύπαρξης και λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών είναι θεμελιωδώς αντίθετη με τις πολιτικές επιλογές της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο Αλέξης Τσίπρας, τότε εν αναμονή πρωθυπουργός, είχε εξαγγείλει προεκλογικά την υπαγωγή όλων των ανεξάρτητων αρχών στην άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού[48].
Η αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στις ανεξάρτητες αρχές εδράζεται στον «νεοφιλελεύθερο» χαρακτήρα των ανεξάρτητων αρχών και σκιαγραφείται χαρακτηριστικά σε κείμενο που συνυπογράφει ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, Χριστόφορος Βερναρδάκης:«Το θεωρητικό και πολιτικό επομένως πρόβλημα που έχει ανακύψει στο πεδίο της αριστερής πολιτικής είναι ότι αναλαμβάνοντας την “Κυβέρνηση” αναλαμβάνεις ουσιαστικά την εποπτεία και το συντονισμό μιας “κλειδωμένης” νεοφιλελεύθερης δομής. Μιας δομής δηλαδή που έχει διαμορφώσει ένα ασφυκτικά δομημένο μοντέλο κρατικής διοίκησης (πολυδιάσπαση διοικητικών αρμοδιοτήτων, Ανεξάρτητες Αρχές, πρότυπα διοίκησης, κ.λπ.)»[49]. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο πρέπει να δημιουργηθούν «θεσμοί ελέγχου της εξουσίας όχι σαν ανεξάρτητες αρχές, αλλά θεσμοί με δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία»[50].
Σε συνέντευξή του ο Βερναρδάκης υποστήριξε ότι «ο φιλελευθερισμός επιχείρησε και κατόρθωσε να αποκόψει αρμοδιότητες από τη Δημόσια Διοίκηση. Όσο το κράτος αναλάμβανε και ρόλο κοινωνικών πολιτικών ή ενσωμάτωνε τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, ο φιλελευθερισμός επιχειρούσε να κατακερματίσει ή να απαξιώσει τη Δημόσια Διοίκηση, διαμορφώνοντας αυτοτελές πεδίο άσκησης κρατικής εξουσίας με τη θεσμοποίηση των ανεξάρτητων αρχών»[51].
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν επανειλημμένα κατηγορήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ ότι έχει «αλλεργία» στις ανεξάρτητες αρχές, επιδιώκοντας τον με κάθε τρόπο έλεγχό τους, ή οδηγώντας τες στην αδρανοποίηση και την αχρήστευση εάν δεν μπορούν να ποδηγετηθούν[52]. Κορυφαία εκδήλωση αυτής της «αλλεργίας» είναι η υπόθεση που κυριαρχεί στην επικαιρότητα στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες: Πρόκειται για την αφαίρεση της δικαιοδοσίας αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και τη μεταφορά της στις αρμοδιότητες του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά, παρά τη ρητή συνταγματική πρόβλεψη ότι η αδειοδότηση ανήκει στις αρμοδιότητες του ΕΣΡ, στην οποία θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια.
Παράλληλα, όπως έχει καταγγείλει η αντιπολίτευση, Ανεξάρτητες Αρχές, όπως η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), αποψιλώνονται από αρμοδιότητες, που μεταβιβάζονται στο υπουργείο Υποδομών και επιχειρείται να αλλάξουν όρια ηλικίας προκειμένου να εκδιωχθούν μη αρεστά στην κυβέρνηση μέλη στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Σε άλλες αρχές, όπως στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, ψηφίζονται τροπολογίες που ορίζουν ασυμβίβαστο συζύγων βουλευτών και εξαδέλφων εξ αγχιστείας και ότι συνιστά πλέον πειθαρχικό παράπτωμα η μη συμμόρφωση με απόφαση ή πράξη του αρμόδιου Υπουργού. Συχνά εισάγονται φωτογραφικές προβλέψεις για διορισμούς ημετέρων, ενώ έχει καταγγελθεί και ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού με τη σύντμηση της τετραετούς θητείας τού εν ενεργεία γενικού Διευθυντή, αλλά και των προϊσταμένων Διευθύνσεων σε τρία μόλις έτη, με στόχο να ελεγχθεί και η διοικητική ιεραρχία[53]. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η καρατόμηση της Αικατερίνης Σαββαΐδου από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ)[54].
Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι ο απόλυτος έλεγχος, ή άλλως η κατάργηση των ανεξάρτητων αρχών, είναι μια από τις επείγουσες προτεραιότητες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, προκειμένου να κατακτηθεί η εξουσία, δεδομένου ότι τα στελέχη της ακολουθούν τη λενινιστική διδαχή περί δυαδικής εξουσίας, τονίζοντας ότι δεν αρκεί να είμαστε κυβέρνηση, σημασία έχει να κατακτήσουμε την εξουσία[55].
Σε αυτό το πλαίσιο δεν διστάζουν να επιτίθενται σε θεσμούς που υπάγονται απ’ ευθείας στο Ευρωσύστημα, και κατά συνέπεια δεν ελέγχονται από την κυβέρνηση, όπως η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και η Τράπεζα της Ελλάδος. Η δικαστική δίωξη του τέως Προέδρου στην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ανδρέα Γεωργίου που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Κομισιόν και στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω, καθώς και η διαρκής στοχοποίηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, τον οποίο κατηγορούν ως «υπονομευτή» της κυβέρνησης, είναι ενδεικτικά της διαρκούς προσπάθειας για τον κεντρικό έλεγχο κάθε ανεξάρτητης δομής και της εξουδετέρωσης οποιουδήποτε διαφωνεί με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ[56].
Φορολογικές επιδρομές σε αντιφρονούντες
Θα μπορούσε να είναι και σκηνή από κινηματογραφική ταινία. Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, στα γραφεία της εταιρείας Mindwork Business Solutions, στην Κηφισιά, υπήρχε μόνον η καθαρίστρια. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας εισαγγελέας, με συνοδεία αστυνομικών, ενώ η περιοχή είχε κατακλυστεί από τηλεοπτικά συνεργεία που σε διαρκείς ζωντανές μεταδόσεις διέκοπταν τη ροή του συνηθισμένου προγράμματος για να μεταδώσουν τα νεότερα.
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Τα γραφεία ήταν της εταιρείας που ανήκει στη Λίνα Νικολοπούλου, σύζυγο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα. Χωρίς να έχει απαγγελθεί κάποια κατηγορία, οι εισαγγελείς διαφθοράς συγκέντρωσαν στοιχεία στο πλαίσιο έρευνας για διαφθορά σε σχέση με παλαιότερα διαφημιστικά προγράμματα του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) που είχε αναλάβει η εταιρεία της Λίνας Νικολοπούλου[57].
Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν οι Financial Times, λίγες ώρες πριν είχε υπάρξει αντιπαράθεση ανάμεσα στον κ. Στουρνάρα και την κυβέρνηση σχετικά με τον διορισμό μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο της Attica Bank, η οποία έχει «στενές σχέσεις με το κυβερνών κόμμα». Δεδομένου ότι ο κ. Στουρνάρας έχει συγκρουστεί επανειλημμένα με την κυβέρνηση Τσίπρα, οι Financial Times επισημαίνουν ότι «για πολλούς στην Αθήνα, η επιδρομή στην εταιρεία (Mindwork Business Solutions) έδειξε πώς ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εκφοβίσει τους πολιτικούς αντιπάλους του, περιλαμβανομένης της χρήσης δικαστικών αξιωματούχων φίλα προσκείμενων προς το κόμμα»[58].
Ακριβώς η ίδια μεθοδολογία χρησιμοποιήθηκε και με την περίπτωση του Γιάννη Αλαφούζου, ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, που η οικογένειά του έχει στην κατοχή της και την εφημερίδα Καθημερινή, προσκείμενη στην ευρύτερη συντηρητική παράταξη. Δεδομένου ότι η ειδησεογραφία των μέσων του Ομίλου Αλαφούζου δεν είναι αρεστή στην κυβέρνηση, πριν από λίγο καιρό, με αιτιολογία «πιθανολογηθείσα φοροδιαφυγή», έγινε δέσμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Γιάννη Αλαφούζου από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογίας Μεγάλου Πλούτου. Μια τέτοια απόφαση, που ανατρέπει το βασικό τεκμήριο αθωότητας το οποίο ισχύει σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του κ. Αλαφούζου, που σε δήλωσή του ανέφερε: «έχω επανειλημμένα δηλώσει και το υπογραμμίζω και τώρα ότι όλα τα έσοδά μου προέρχονται από ναυτιλιακές δραστηριότητες στο εξωτερικό […] Το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή προαναγγέλθηκε και ενεργοποιείται στην σημερινή συγκυρία, παραμονές του Δεκαπενταύγουστου και, προφανώς, λίγες μέρες πριν τη διαδικασία δημοπράτησης για τις τηλεοπτικές άδειες, το αφήνω στην ελεύθερη κρίση κάθε καλόπιστου πολίτη»[59].
Ενδεικτική είναι εξάλλου και η περίπτωση του επιχειρηματία Δημήτρη Κοντομηνά, ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA. Ο σταθμός αυτός υποστήριζε στο παρελθόν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον στήριξε προεκλογικά και μετεκλογικά. Πήρε μέρος στις διαδικασίες αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, και παρά το ότι προσέφερε υψηλό τίμημα, δεν έλαβε άδεια, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με «μαύρο». Ο σταθμός άρχισε να κατηγορεί έντονα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ και, λίγες ημέρες μετά την αντιπολιτευτική στροφή του, ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ιδιοκτήτη του για φοροδιαφυγή και για βαρύτατα αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα[60].
Εμπόδια στην αδειοδότηση ραδιοτηλεοπτικών μέσων
Η κυβερνητική πολιτική στο θέμα αυτό έχει υπερβεί κάθε όριο και δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι παραβιάζει κατάφωρα όλες τις συνταγματικές προβλέψεις[61].
Αρχικά, προκάλεσε τη γνωμοδότηση του «Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Φλωρεντίας» που αποφάνθηκε ότι οι διαθέσιμες τηλεοπτικές συχνότητες εθνικής εμβέλειας είναι μόνον τέσσερις. Παρά τις αντιδράσεις πολλών ειδικών[62], με βάση αυτή τη γνωμάτευση προκήρυξε διαδικασίες αδειοδότησης, σύμφωνα με τις οποίες οι υποψήφιοι «υπερθεματιστές» κλείστηκαν σε ελεγχόμενους χώρους για τρία 24ωρα και υπέβαλαν προσφορές με βάση ένα πολύπλοκο σύστημα πλειοδοσίας.
Για να γίνει αυτό δυνατό, η κυβέρνηση αφαίρεσε την αρμοδιότητα αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών από την ανεξάρτητη αρχή του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, στην οποία συνταγματικά ανήκει, και την υπήγαγε στον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά[63]. Για μια ακόμα φορά αρμοδιότητες ανεξάρτητων αρχών, και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένες, μεταβιβάζονται στην κεντρική κυβέρνηση με το σκεπτικό περί «δικαίου της ανάγκης».
Υπερθεματιστές σε αυτή την αμφιλεγόμενη διαδικασία, που τελικά ακυρώθηκε από το ΣτΕ, ήταν οι Αλαφούζος, Μαρινάκης, Καλογρίτσας και Κυριακού. Ο πρώτος και ο τελευταίος είναι ιδιοκτήτες εν λειτουργία σταθμών ενώ οι δύο άλλοι, φίλα προσκείμενοι στην κυβέρνηση, δεν έχουν στην κατοχή τους τηλεοπτικό σταθμό και πρέπει να τον δημιουργήσου εξαρχής ή να συμβληθούν με κάποιους από τους ιδιοκτήτες εν λειτουργία σταθμών. Πολύ σύντομα είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για τα περιουσιακά στοιχεία του Καλογρίτσα υιού, που ο πατέρας του είναι εργολάβος δημοσίων έργων. Ο υιός Καλογρίτσας είναι κουμπάρος του υπουργού Σπίρτζη και ο πατέρας του κουμπάρος του προέδρου των ΑΝΕΛ Πάνου Καμμένου. Οι εξελίξεις οδήγησαν στην έκπτωσή του ως υπερθεματιστή, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να καταβάλει το ποσόν της πρώτης δόσης. Στη θέση του επελέγη, ως πρώτος αναπληρωματικός ο Ιβάν Σαββίδης, επιχειρηματίας ελληνικής καταγωγής από τη Ρωσία, με προνομιακές σχέσεις με το καθεστώς Πούτιν, που στο παρελθόν είχε προβεί σε ιδιαίτερα εθνικιστικές δηλώσεις[64].
Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει αναφερθεί πολλές φορές σε αυτή τη διαδικασία, την οποία θεωρεί ιδιαίτερα επιτυχημένη, με το περίεργο σκεπτικό κοινωνικής μνησικακίας ότι «χάρηκα πιο πολύ γιατί αυτοί οι ογκόλιθοι (σ.σ. καναλάρχες) πήραν τη βαλιτσούλα τους και κλείστηκαν για τρία μερόνυχτα μέσα στα καμαράκια της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και δεν βγήκε κανείς. Γιατί τηρείται ο νόμος! Αυτό είναι το μήνυμα. Εδώ τηρείται ο νόμος. Το νταβατζηλίκι τελείωσε κανονικά»[65].
Παρά τη χαρά του πρωθυπουργού, η όλη διαδικασία προκάλεσε αλλεπάλληλες προσφυγές στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό του νόμου Παππά από το ΣτΕ ως αντισυνταγματικού, όπως αναφέραμε ανωτέρω[66].
Παράλληλα, οι τηλεοπτικοί σταθμοί που δεν αδειοδοτήθηκαν αντιμετώπιζαν την απειλή για άμεσο κλείσιμο, κάτι που θα οδηγούσε χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία. Η απειλή αυτή έγινε περισσότερο απτή με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή ο Παππάς στις 14 Οκτωβρίου 2016, όπου προβλεπόταν ότι τα κανάλια που δεν πήραν άδεια υποχρεούνται να κλείσουν σε πέντε ημέρες. Η κυβέρνηση προέβλεψε ακόμη και ειδικό κονδύλι στον προϋπολογισμό για τα έξοδα φυλάκισης όσων δεν θα συμμορφωθούν με την υπουργική απόφαση και θα συνεχίσουν να εκπέμπουν, καθώς και μια σειρά από άλλες κυρώσεις[67]. Η τροπολογία αυτή, μπροστά στη γενική κατακραυγή που προκάλεσε, αποσύρθηκε ύστερα από λίγες ώρες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη διαδικασία αδειοδότησης αποκλείστηκε ο πρώτος σε θεαματικότητα τηλεοπτικός σταθμός MEGA. Στον σταθμό αυτό, που είναι μέτοχοι ιδιοκτήτες εντύπων μέσων ενημέρωσης, είχε προκύψει αδιέξοδο στις διαδικασίες αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές[68] αυτό οφείλεται στην άρνηση συμμετοχής στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ενός από τους βασικούς μετόχους, του Φώτη Μπόμπολα, που είναι εργολήπτης δημοσίων έργων και ιδιοκτήτης της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Έθνος, στο πλαίσιο συμφωνίας με την κυβέρνηση, με αντάλλαγμα τη συνέχιση της χρηματοδότησής του από τα δημόσια έργα[69]. Είναι αναμφισβήτητο πάντως ότι το Έθνος έχει κάνει φιλοκυβερνητική στροφή, με αποτέλεσμα ορισμένες ημέρες οι κύριοι τίτλοι να είναι πανομοιότυποι με εκείνους της Αυγής, που είναι κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα όσα έγιναν με τις τηλεοπτικές άδειες είναι δείγμα γραφής για τη γενικότερη στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ απέναντι στα αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης[70]. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της στάσης είναι η πλήρης δυσανεξία σε κάθε κριτική. Περισσεύουν οι χαρακτηρισμοί, με προεξάρχοντα τον πρωθυπουργό που μίλησε για «μεταμοντέρνας μορφής μιντιακό πραξικόπημα, με όπλα το ψεύδος, με όπλα τη συκοφαντία, με όπλα την προπαγάνδα»[71], με δηλώσεις υπουργών όπως εκείνη του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη που μίλησε για «βοθροκάναλα»[72] και της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη που εγκάλεσε τα μέσα ενημέρωσης επειδή δεν διέκοψαν τη ροή του προγράμματός τους για να μεταδώσουν τις δηλώσεις μετά την, αδιάφορη από άποψη αποτελέσματος, συνάντηση των ηγετών του ευρωπαϊκού Νότου, που έγινε στην Αθήνα[73].
Εκτός από τις λεκτικές επιθέσεις, ο υπουργός Άμυνας και πρόεδρος των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος έκανε αγωγή εναντίον του αρθρογράφου και γελοιογράφου Ανδρέα Πετρουλάκη, ζητώντας ένα εκατομμύριο ευρώ για συκοφαντική δυσφήμιση[74]. Τον ακολούθησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης που απαίτησε αποζημίωση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ από δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης[75].
Από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση έχει ανοίξει μέτωπο ευθείας αντιπαράθεσης με την πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης που την αντιπολιτεύονται. Σε αυτό το πλαίσιο, χρησιμοποιεί έμμισθα «τρολ» στο διαδίκτυο, προκειμένου να επιτίθενται σε όποιον ασκεί κριτική[76]. Όπως επισημαίνει ο Γεωργακόπουλος, «αν κάνετε το φρικτό λάθος να συμμετάσχετε σε πολιτικές “συζητήσεις” στο ελληνικό Twitter, παρακολουθώντας τα δημοφιλή hashtags (πολλά εμφανίζονται με εντυπωσιακά συντονισμένο και στρατηγικό τρόπο) και ακολουθώντας δημοφιλή φιλοκυβερνητικά μέλη αλλά και μέλη που αυτά ακολουθούν, εύκολα θα συμπεράνετε ότι ακριβώς η ίδια στρατηγική ακολουθείται και εδώ, χωρίς να χρειάζεται καν να γνωρίζετε από πού κινητοποιούνται, πώς είναι οργανωμένοι και ποιος τους πληρώνει (πιθανότατα εσείς)»[77].
Αυτή την οργουελική στο ελληνικό πολιτικό διαδίκτυο ατμόσφαιρα περιγράφει η Λώρη Κέζα επισημαίνοντας ότι «η εκπρόσωπος της κυβέρνησης, κυρία Όλγα Γεροβασίλη, μίλησε δημόσια για μια συνεργασία, για την πρόσληψη ατόμου που έκανε λαμπρή θητεία γράφοντας αναρχικά ευφυολογήματα στο Twitter. Το Γραφείο του Πρωθυπουργού προσέλαβε το άτομο που εξύβριζε όσους είχαν αντίθετη άποψη, που ανέπτυσσε εμμονές με τους εχθρούς του, που έκανε άγριο μπούλινγκ σε όποιον τολμούσε να είναι ιδεολογικά απέναντι»[78]. Αυτό αποκαλύφθηκε μετά τον τραγικό θάνατο αυτού του νέου ανθρώπου σε τροχαίο δυστύχημα.
ΣΥΡΙΖΑ και σοσιαλδημοκρατία
Το βάρος του πραγματολογικού υλικού που αναπτύχθηκε ανωτέρω είναι πολύ δύσκολο να αντικρουστεί. Η συνολική εικόνα είναι συντριπτική. Πρόκειται κυριολεκτικά για «Μαύρη Βίβλο».
Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με την κυβερνητική πρακτική του, και στα πέντε κριτήρια που θέτει ο Mούντε για να περιγράψει το άσχημο πρόσωπο του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού όταν ασκεί εξουσία, έχει αξιοζήλευτες επιδόσεις. Δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα αρχετυπικά καθεστώτα του Όρμπαν και του Μαδούρο, και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στα θέματα της Δικαιοσύνης και των Μέσων Ενημέρωσης, τα συναγωνίζεται, αν όχι τα ξεπερνά σε αυταρχισμό.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η στάση διανοουμένων και πολιτικών αναλυτών που διατυπώνουν την άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας απαλλαγεί από την ακροαριστερή πτέρυγά του, πραγματοποιεί μια στροφή προς μετριοπαθείς θέσεις που τον φέρουν εγγύτερα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Όπως διατύπωσε αυτή την άποψη ο Νίκος Μουζέλης, «είναι κασσανδρική φαντασίωση ότι ο Τσίπρας φτιάχνει αυταρχικό καθεστώς […] η ιδέα πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σαν στόχο να καταστεί μόνιμα το κυρίαρχο κόμμα δημιουργώντας ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Πούτιν ή Ερντογάν είναι λανθασμένη […] Πιστεύω πως ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλα τα λάθη που έχει κάνει, είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί σε αυτή τη συγκυρία να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που άρχισε από την στιγμή που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο»[79].
Παρόμοιες απόψεις έχουν διατυπώσει διανοούμενοι που παλαιότερα ήταν φίλα προσκείμενοι στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αντώνης Λιάκος), αλλά και κάποια στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς που αποφάσισαν, με επικεφαλής τον Φώτη Κουβέλη, να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ[80], από τον οποίο είχαν αποχωρήσει το 2010[81].
Εκείνο που είναι σημαντικό είναι να επισημανθεί η πολιτική αστοχία μιας τέτοιας προσέγγισης. Η άποψη ότι ένα λαϊκιστικό κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη συγκεκριμένη ανθρωπογεωγραφία και τις λενινιστικές καταβολές, στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω, μπορεί να ασπαστεί τις αρχές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι Contradictio in terminis, αντιφατική καθ’ εαυτή. Είναι σαν να υποστηρίζει κανείς ότι υπάρχει τετράγωνος κύκλος. Και αυτό επειδή ανάμεσα στον βασικό ιδεολογικό και πολιτικό πυρήνα των ιδεών της σοσιαλδημοκρατίας και εκείνον του λαϊκισμού, υπάρχει πλήρης ασυμβατότητα. Η διαφορά των δύο προσεγγίσεων ιδεολογικά συμπυκνώνεται στο χάσμα ανάμεσα σε μια πλουραλιστική ιδεολογία, όπως είναι η σοσιαλδημοκρατική, και σε μια μονιστική ιδεολογία, όπως είναι ο λαϊκισμός. Ακόμα και όταν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υιοθετούν έναν ήπιο λαϊκισμό (soft populism) αυτό πολύ απέχει από την αρχετυπική εικόνα του λαϊκισμού που έχει παρουσιάσει, εν τοις πράγμασι, ο ΣΥΡΙΖΑ ασκώντας πολιτική εξουσία.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιώργος Σιακαντάρης, σ’ ένα (αυτο)κριτικό κείμενό του, «το ολιστικό κόμμα μπορεί να παραστήσει το σοσιαλδημοκρατικό και κάποιοι άλλοι (εντός και εκτός) μπορούν να παριστάνουν ότι το πιστεύουν. Δεν μπορεί όμως και να γίνει σοσιαλδημοκρατικό. Το πιθανότερο είναι να γίνει ένα ολοκληρωτικό κόμμα. Η κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών (ολισμός – δεσποτισμός) μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα προς την κατάργηση του ιδεολογικού και πολιτικού πλουραλισμού (ολοκληρωτισμός)»[82].
Πολιτικά, η σοσιαλδημοκρατία, με όλα τα προβλήματα και τις αδυναμίες της, επιδιώκει τη συναίνεση (χωρίς να αποκλείει σε εξαιρετικές περιπτώσεις και τις συγκρούσεις). Οι λαϊκιστές στόχο έχουν τη διαρκή ρήξη, την επινόηση εχθρών[83]. Πρόκειται για θεμελιώδη διαφορά.
Μια ακόμα σημαντική πολιτική διαφορά είναι ανάμεσα σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα που έχουν υιοθετήσει όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε σχέση με τις επικίνδυνες λαϊκιστικές και ριζοσπαστικές ακροβασίες, που βιώνουμε καθημερινά στην Ελλάδα και τις οποίες επιχειρήσαμε να συμπυκνώσουμε στο κείμενο αυτό.
Εξίσου αξιοπερίεργη είναι η στήριξη που φαίνεται ότι δίνουν πολλά ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στον ΣΥΡΙΖΑ προσκαλώντας τον Αλέξη Τσίπρα ως παρατηρητή στις συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ παράλληλα αρκετοί ηγέτες ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχουν εκφραστεί θετικά για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα[84].
Μια πρώτη εξήγηση είναι ότι λόγοι πολιτικού τακτικισμού επιβάλλουν αυτή τη στάση. Καλύτερα να ενσωματώνει κανείς ένα ριζοσπαστικό μόρφωμα, παρά να είναι απέναντι. Παράλληλα, σ’ ένα εσωτερικό ακροατήριο με αριστερές προδιαθέσεις, όπως στη Γαλλία, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα αριστερών μεταρρυθμίσεων, η στήριξη Ολάντ στον Τσίπρα, έστω και απλώς λεκτική, φιλοτεχνεί ένα αριστερό προφίλ για τον Ολάντ, επί ματαίω, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες εκλογές στη Γαλλία για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας[85].
Όλα αυτά, εάν συνδυαστούν και μ’ έναν οριενταλισμό σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που πάντοτε αναζητούσε ένα ίνδαλμα, εκτός των χωρικών της υδάτων, που παλαιότερα ήταν ο Τσάβες και πρόσφατα ο Τσίπρας[86], δίνουν την εικόνα μιας ανοχής που αγνοεί την πλήρη ασυμβατότητα των δοξασιών του ΣΥΡΙΖΑ με τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές επιλογές.
Δυστυχώς, αυτό είναι ένα δομικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Αποφεύγει να αντιπαρατίθεται ιδεολογικά και πολιτικά, εγκαταλείπει την ιδεολογική μάχη στο όνομα του κακώς νοούμενου πολιτικού ρεαλισμού και επιτρέπει σε ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές ιδέες να δημιουργούν το εύφορο έδαφος για τα λαϊκιστικά κόμματα.
Είναι ακριβώς το ίδιο λάθος που κάνουν οι ευρωπαίοι συντηρητικοί με την περίπτωση του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία[87]. Αποδέχονται την παρουσία τυύ κόμματός του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα στο Ευρωκοινοβούλιο και αντιδρούν με μισόλογα στις πολιτικές του επιλογές που έχουν μετατρέψει την Ουγγαρία σε αρχετυπικό λαϊκιστικό και αυταρχικό κράτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται στο έπακρο αυτή την ανεκτικότητα των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών και των ευρωπαϊκών θεσμών. Προβάλλοντας προς τα έξω ένα μετριοπαθές πρόσωπο, συναινεί στη λήψη σκληρών μέτρων, τα οποία στη συνέχεια δεν εφαρμόζει, καταγγέλλοντας στο εσωτερικό ότι δεν τα ήθελε αλλά υπέκυψε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Παράλληλα, οικοδομεί στο εσωτερικό της Ελλάδας τη δική του αυταρχική εξουσία, θυμίζοντας σε πολλά τη λενινιστική επιλογή για τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ[88]: Παραχωρούμε χώρο, για να κερδίσουμε χρόνο και να εδραιωθούμε.
Τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ; Λαϊκισμός, Αυταρχισμός και Ολοκληρωτισμός
Η εννοιολόγηση του τι ακριβώς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι θεωρητικός σχολαστικισμός. Είναι επείγουσα πολιτική προτεραιότητα προκειμένου να κατανοηθεί η φύση του φαινομένου και να παρθούν οι δέουσες αποφάσεις των πολιτικών υποκειμένων.
Οι σκέψεις που ακολουθούν, ας θεωρηθούν ως εισαγωγικές παρατηρήσεις σε μια θεωρητική συζήτηση που είναι επείγουσα ανάγκη να γίνει στην Ελλάδα. Αναγκαστικά διατυπώνονται ελλειπτικά και χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης, που πιστεύουμε ότι σύντομα θα γίνει δυνατό να διατυπώσουμε.
Ας ξεκινήσουμε με την έννοια του λαϊκισμού. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη βιβλιογραφία, «Λαϊκισμός είναι μια ιδεολογία ισχνού πυρήνα (thin-centered ideology)[89]που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον “αγνό λαό” ενάντια στις “διεφθαρμένες ελίτ”, και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonte generale, (γενικής βούλησης) του λαού»[90].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμπίπτει πλήρως στον ορισμό αυτό. Ειδικά δε στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ενυπάρχει το επιπρόσθετο στοιχείο του εθνικισμού, που συγκροτεί τον εθνικολαϊκιστικό ιδεότυπο[91], όπως έγκαιρα και εύστοχα έχει επισημάνει ο Ανδρέας Πανταζόπουλος[92].
Ελάχιστοι αναλυτές διαφωνούν ως προς τον λαϊκιστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στη «λαϊκιστική δημοκρατία»[93], μια ανώτερη μορφή δημοκρατίας, αλλά υπό το φως των γεγονότων που προαναφέρθηκαν, δύσκολα θα υποστήριζαν και σήμερα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχει βελτιώσει το επίπεδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Ο λαϊκισμός είναι εχθρός της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Απεχθάνεται τον πλουραλιστικό της χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, εκδηλώνει διαρκώς την αντίθεσή του για κάθε τι που διαφωνεί μαζί του. Είναι μια ιδεολογία που παράγει πηγαία τον πολιτικό αυταρχισμό, έτσι ακριβώς όπως τον βλέπουμε να εκδηλώνεται στην Ελλάδα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Τι είναι ο Αυταρχισμός; Όπως τον ορίζει ο Heywood, ο αυταρχισμός «έχει ως κύριο στόχο του την καταστολή του αντιλόγου και της πολιτικής ελευθερίας, και όχι τόσο τον πιο ακραίο στόχο της απάλειψης των διακρίσεων μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών»[94].
Κατά συνέπεια, εκτός από τον λαϊκιστικό, και ειδικότερα εθνικολαϊκιστικό, χαρακτήρα του, ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αυταρχικής πολιτικής εξουσίας[95], σε πλήρη αντίθεση με τα ελάχιστα προαπαιτούμενα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας[96].
Σε συμπληρωματική συνάφεια, αλλά και με διακριτές διαφορές, με τον Αυταρχισμό, ο Ολοκληρωτισμός δεν αρκείται στην εχθροπάθεια προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Είναι εχθρός της Δημοκρατίας ως πολιτεύματος, perse.
Ο Ολοκληρωτισμός, σύμφωνα και πάλι με τον Heywood, «είναι ένα σύστημα πολιτικής εξουσίας που περιστοιχίζει τα πάντα και εγκαθιδρύεται μέσα από ιδεολογική χειραγώγηση και απροκάλυπτο τρόμο και κτηνωδία […] Υποδηλώνει την απόλυτη κατάργηση της κοινωνίας των πολιτών: την κατάργηση του “ιδιωτικού”»[97].
Σημαντικοί αναλυτές έχουν επισημάνει και άλλες κρίσιμες διαφορές, όπως η πρόθεση των ολοκληρωτικών καθεστώτων να έχουν μαζική υποστήριξη «κινητοποιώντας» τον λαό, ενώ τα αυταρχικά καθεστώτα αρκούνται στη σιωπηλή ανοχή του[98] καθώς και τον κεντρικό ρόλο που παίζει η ιδεολογία στα ολοκληρωτικά καθεστώτα σε αντίθεση με την αδιαφορία των αυταρχικών καθεστώτων στο θέμα αυτό[99]. Είναι γνωστή η διφυής φύση των ολοκληρωτικών καθεστώτων κατά τον 20ό αιώνα, στη ναζιστική και την κομμουνιστική εκδοχή τους, όπως πολύ εύστοχα έχει περιγράψει η Χάννα Άρεντ[100].
Το ερώτημα που τίθεται, μετά τις εννοιολογικές διασαφήσεις, είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική εξουσία την οποία ασκεί μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Στην Ελλάδα διεξάγεται μια παθιασμένη συζήτηση ανάμεσα σε φιλοευρωπαίους μεταρρυθμιστές για το θέμα αυτό.
Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρόπο που ασκεί την εξουσία, είναι εκτός δημοκρατικού τόξου[101] δεδομένου ότι πρόκειται για θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό και αντιευρωπαϊκό κόμμα με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά[102].
Σε αντίθεση, άλλοι υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποβλέπει στην αυταρχική εκδοχή του «κυρίαρχου κόμματος» (dominant party)[103], κάτι που είναι αποτρόπαιο αλλά όχι ολοκληρωτικό, ή ότι έχει μεταβληθεί σ’ έναν μηχανισμό στελεχών που αποβλέπουν μόνο στην άσκηση και νομή της εξουσίας, εκτιμώντας πως «το μείζον χαρακτηριστικό του είναι ο λαϊκισμός και το έλασσον η αριστερή κουλτούρα»[104]. Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο Νικόλας Σεβαστάκης υποστηρίζοντας ότι «δεν θεωρώ ως κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ κάποια λενινιστική κληρονομιά ή τη συντήρηση της κομμουνιστικής μυθολογίας. Δίνω, αντίθετα, πολύ μεγαλύτερη σημασία στην επιπόλαιη μίξη όλων των αντιστασιακών στιγμών που εμφανίζονται, κατά το δοκούν, ως ένα απόθεμα ιδεαλισμού με ηθική ρητορεία»[105].
Πραγματολογικά, η άποψη περί ολοκληρωτικού χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν επαληθεύεται, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Μπορεί πολλά από τα μέτρα που έχει πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ να τα λάμβανε και ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς «απροκάλυπτο τρόμο και κτηνωδία», όπως ορίζει τον ολοκληρωτισμό ο Heywood, ενώ οι απόπειρες «λαϊκών κινητοποιήσεων» υπέρ της κυβέρνησης, που πράγματι έγιναν, κατέληξαν σε καρικατούρα. Αντίθετα έχουμε συστηματικές προσπάθειες ιδεολογικής χειραγώγησης και κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών.
Αρκούν τα παραπάνω για να υποστηρίξουμε ότι το αυταρχικό καθεστώς που οικοδομεί στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με τον ολοκληρωτισμό και ότι δεν εγκυμονεί κινδύνους για μελλοντική ολοκληρωτική εκτροπή; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Και αυτό γιατί ο αυταρχικός λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξετασθεί, ως αβαθής ιδεολογία, σε συνάρτηση με την υπέρτερη ιδεολογία που λειτουργεί ως ξενιστής του λαϊκισμού, ως το εύφορο έδαφος που τον μετατρέπει από ρητορεία σε πολιτική πράξη.
Η ιδεολογία αυτή για την πλειοψηφία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άλλη από τον κομμουνισμό, δηλαδή μια από τις μορφές του Ολοκληρωτισμού. Την περιγράφει με ενάργεια ο Αριστείδης Μπαλτάς, κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, υπουργός Πολιτισμού, που διετέλεσε και υπουργός Παιδείας: «Και το έβδομο Κ; Ας το αφήσουμε προσωρινά ασχολίαστο. Γιατί είναι αυτό που διέπει και συνενώνει όλα τα παραπάνω. Είναι το Κ του Κομμουνισμού, όπως η ιδέα του έχει ήδη αρχίσει να ανανεώνεται και να εμπλουτίζεται από τη δράση και τη σκέψη αμέτρητα πολλών. Σε ολόκληρο τον κόσμο»[106].
Τις απόψεις αυτές ασπάζεται και ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε στο κομματικό ραδιόφωνο, «Στο Κόκκινο», μετά τον συμβιβασμό του Ιουλίου του 2015, στις 29 Ιουλίου, επικαλέστηκε για την αναγκαιότητα του συμβιβασμού με τους δανειστές ρήσεις του Λένιν, αποκαλύπτοντας τις ιδεολογικές καταβολές του. Ο Τσίπρας αναφέρθηκε στο έργο του Λένιν Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, όπου γράφεται ότι αν στην απειλή ενός ληστή «τα λεφτά σου ή τη ζωή σου» δώσεις τα λεφτά σου, αυτό είναι θεμιτός συμβιβασμός[107]. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με υποδειγματική λενινιστική ορολογία, εξομοιώνεται με ληστή που ο στόχος του είναι να κλέψει τα λεφτά των Ελλήνων, θέτοντας «ένα κυνικό εκβιαστικό δίλημμα». Τις επόμενες ημέρες, το κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, η Αυγή, είχε πλημμυρίσει από αναλύσεις για μια τακτική υποχώρηση, αναγκαία στην πορεία για τον τελικό στόχο, που ήταν, είναι και θα είναι ο σοσιαλισμός. Το επανέλαβε πρόσφατα ο Αριστείδης Μπαλτάς, αιτιολογώντας την υπογραφή της ιδιωτικοποίησης του Ελληνικού, λέγοντας ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει εκ γενετής για μία έννοια που λέγεται δημοκρατικός δρόμος του σοσιαλισμού», ένας δρόμος που, όπως εξήγησε, είναι μακρύς και όχι στιγμιαίος και έχει υποχωρήσεις, συμβιβασμούς, νίκες και ήττες[108].
Εάν τα παραπάνω χαρακτηρίζουν τις απόψεις της μεγάλης πλειονότητας του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, τότε είναι σαφές ότι την πολιτική εξουσία στην Ελλάδα ασκούν φορείς ολοκληρωτικών απόψεων που μετέρχονται αυταρχικών μεθόδων. Βρισκόμαστε στην οριογραμμή. Η απόσταση από τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού είναι ελάχιστη. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν οι ιδεότυποι της θεωρίας. Υπάρχει μια «γκρίζα ζώνη», ένας κοινός τόπος ανάμεσα στον αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό[109]. Σε αυτήν την γκρίζα ζώνη βαδίζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Η μετάβαση στον ολοκληρωτισμό μπορεί να ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, και φαίνεται να έχουν βάση όσα υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές ότι εάν αυτό δεν έχει γίνει ακόμα, οφείλεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και την εποπτεία που υπάρχει για την Ελλάδα.
Οι κυβερνητικές αντιδράσεις στην απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά δείχνουν ότι η διάκριση των εξουσιών είναι αδιανόητη για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ιδεολογικός τους πυρήνας είναι έμφορτος με ολοκληρωτικές, κομμουνιστικές δοξασίες. Δεν θα διστάσουν να τις εφαρμόσουν όταν βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
***
Υπάρχουν δύο ενστάσεις στα ανωτέρω. Η πρώτη είναι ότι οι ιδεοληψίες της συντριπτικής πλειονότητας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ έχουν εξατμισθεί μπροστά στην επιθυμία άσκησης και νομής της εξουσίας. Η δεύτερη είναι ότι το λενινιστικό μείγμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει σημαντικά αραιώσει με την είσοδο των πασοκογενών στελεχών, που δεν διακρίνονται από τέτοιες ιδεολογικές ευαισθησίες. Άρα, πρέπει να μην παίρνουμε σοβαρά τους λεκτικούς λεονταρισμούς και να αντιμετωπίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα πλήρως ενσωματωμένο σε μια συστημική λογική.
Η δεύτερη ένσταση εύκολα καταρρίπτεται από τα αριθμητικά δεδομένα. Στο σύνολο των 144 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, μόνον 15-20 είναι πασοκογενείς (ανάλογα με τα κριτήρια). Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, σε σύνολο 151 μελών, μόνον 4 προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ[110]. Στην Πολιτική Γραμματεία, που απαρτίζεται από το Πολιτικό Συμβούλιο (13 μέλη, κανένας πασοκογενής) και το Εκτελεστικό Συμβούλιο (16 μέλη, μόνον ένας πασοκογενής, ο Αντώνης Κοτσακάς) οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ είναι ανύπαρκτοι[111]. Στο σύνολο του Υπουργικού Συμβουλίου, με 46 υπουργούς, αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς, μόνον 9 προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ[112]. Στο πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, η συντριπτική πλειονότητα των συνέδρων προέρχονταν από τον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στο 4%. Οι πασοκογενείς, είτε δεν υπέβαλαν υποψηφιότητα για σύνεδροι είτε καταψηφίστηκαν[113]. Οργανωτικά, στα καίρια σημεία λήψης αποφάσεων, η συμμετοχή πασοκογενών στελεχών είναι σημειακή και ασήμαντη[114]. Οι σκληροπυρηνικοί του ΣΥΡΙΖΑ ασκούν έντονη κριτική στους πασοκογενείς υποστηρίζοντας ότι «στο πρόσφατο παρελθόν, το κόμμα μας πλήρωσε ακριβά προσχωρήσεις “παραγόντων” που ελάχιστη σχέση είχαν με την Αριστερά, έπληξαν την αξιακή μας ταυτότητα, πρόσβαλαν τον κόσμο της Αριστεράς με τις θεωρίες για την “Αριστερά του τίποτα”, αγνόησαν τη συλλογική έκφραση, υποτίμησαν την ανιδιοτελή προσφορά χιλιάδων αριστερών πατώντας πάνω τους και παριστάνοντας τους ηγέτες, που τους χρωστάμε κιόλας…»[115].
Το ΠΑΣΟΚ έχει εισφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ πάνω από το 80% της εκλογικής βάσης που το υποστήριζε, προ κρίσης, αλλά η κομματική και κυβερνητική δομή ελέγχεται από ένα ερμητικά κλειστό σύστημα στελεχών, με συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η «διαλεκτική σύνθεση» μεταλλαγμένων «κνιτομπανιάδων» και του λαϊκιστικού βαθέος ΠΑΣΟΚ, την οποία έχει ειρωνικά επισημάνει ο Κώστας Αναγνωστόπουλος[116], έχει επιτευχθεί στη βάση, αλλά όχι στην κορυφή.
Το άλλο επιχείρημα, ότι οι ιδεοληψίες υποχωρούν μπροστά στο δέλεαρ της εξουσίας, έχει σοβαρή βάση. Το έχουμε δει να συμβαίνει πολλές φορές στα πολιτικά πράγματα, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Όμως, πολλές φορές ξεχνάμε ότι ο διακαής πόθος για την εξουσία, υποχρεώνει τους ασκούντες να πάρουν κάποιες αποφάσεις. Με βάση ποιο σύστημα αξιών θα πάρουν αυτές τις αποφάσεις; Με ποια διανοητική σκευή; Ακόμα και όταν υπαγορεύονται οι αποφάσεις από τους δανειστές, οι αντιστάσεις στην υλοποίησή τους από ποιον αξιακό κώδικα εκπορεύονται; Προφανώς από αυτά που έχουν στο μυαλό τους, τα τόσα χρόνια που άσκησαν πολιτική εκ του ασφαλούς[117]. Ανέξοδη καταγγελία, εύκολη συνθηματολογία, περιφρόνηση στη δημοκρατία, αυταρχισμός και λενινιστικός ολοκληρωτισμός.
Μοιάζει με το ανέκδοτο με τον σκορπιό και τον βάτραχο. Ο σκορπιός ζητάει από τον βάτραχο να τον πάρει μαζί του για να περάσουν το ποτάμι. Ο βάτραχος συμφωνεί, και στα μέσα της διαδρομής ο σκορπιός τον δαγκώνει, θανατηφόρα. «Γιατί το έκανες», ρωτάει ο βάτραχος τον σκορπιό, «θα πεθάνουμε και οι δύο». «Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ», απαντάει ο σκορπιός, «τέτοια είναι η φύση μου».
[1] Cas Mudde, ΣΥΡΙΖΑ: Η Διάψευση της Λαϊκιστικής Υπόσχεσης, Πρόλογος – Επιμέλεια Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Επίκεντρο, 2015, σελ. 46-47.
[3] Δες Δώρα Αντωνίου, «H πρόταση Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση», Η Καθημερινή, 25 Ιουλίου 2016.
[5] «Σκληρές κόντρες στη Βουλή εν όψει της ψηφοφορίας για την εξεταστική», Τα Νέα,
26 Ιουλίου 2016.
[7]Απόστολος Λακασάς, «Κόντρα πρεσβείας ΗΠΑ – κοσμήτορα ΕΚΠΑ για βιβλίο Κουφοντίνα», Η Καθημερινή, 19 Ιουλίου 2014.
[8] Δες και Editorial στο Books’ Journal, τεύχος 70, Οκτώβριος 2016.
[11] Αλέξανδρος Αυλωνίτης, «Νέοι πρόεδροι σε ΣτΕ και Ελεγκτικό», Το Έθνος, 23 Οκτωβρίου 2015.
[12] Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες ημέρες αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου 2016, δεκατέσσερις καθηγητές συνταγματικού δικαίου, με κοινή τους δήλωση, κάλεσαν την πρόεδρο του Αρείου Πάγου να ανακαλέσει τη μήνυσή της υποστηρίζοντας παράλληλα τον Τσακυράκη.
[15] «Τελειώνει ο Ντογιάκος: Νέα δίωξη εις βάρος του για σωρεία παραβάσεων και παρανομιών»,Χρυσή Αυγή,21 Φεβρουαρίου 2016, στο http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/kai-nea-diwjh-kata-ntogiakou#ixzz4MchDOYdk
[17] «Διαφωνία και παραίτηση δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ ΛΟΓΩ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ», Το Έθνος, 5 Οκτωβρίου 2016, στο
http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/diafonia_kai_paraitisi_2_antiproedron_tou_symbouliou_tis_epikrateias-64553892/. Επίσης Νίκος Αλιβιζάτος, «Οι δύο αντιπρόεδροι και το κύρος της Δικαιοσύνης», Η Καθημερινή, 9 Οκτωβρίου 2016.
[20] Ιωάννα Μάνδρου, «Αύξηση του ορίου ηλικίας πέραν των 67 ετών συζήτησαν Τσίπρας – δικαστικοί, Η Καθημερινή, 11 Οκτωβρίου 2016.
[22] «Τσίπρας: “Μιντιακό πραξικόπημα” από το σύστημα διαπλοκής», AthensVoice, 23 Οκτωβρίου 2016, στο
http://www.athensvoice.gr/politiki/tsipras-mintiako-praxikopima-apo-systima-diaplokis
[25] Λίνα Παπαδοπούλου, «Ισχυρό πλήγμα στο κράτος δικαίου», Το Έθνος, 23 Οκτωβρίου 2016.
[26] Λάμπρος Σταυρόπουλος, «Βενιζέλος: Κάτω τα χέρια από την Δικαιοσύνη και τους Θεσμούς – Θεσμική εκτροπή η οργανωμένη επιχείρηση εκβιασμού του ΣτΕ», Το Βημα, 18 Οκτωβρίου 2016, στο http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=837468, όπου ο Βενιζέλος υποστηρίζει ότι «το μείζον θέμα θεσμικής εκτροπής είναι αυτό που συμβαίνει στην Δικαιοσύνη με την συστηματική προσπάθεια άσκησης εκβιασμών και με την οργανωμένη επιχείρηση απαξίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας με ευθύνη της κυβέρνησης και μικρού τμήματος της ηγεσίας της Δικαιοσύνης που εσωτερικεύει τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης».
[31] Ιωάννα Μάνδρου, «Σκληρή γλώσσα και καταγγελίες από τους δικαστές», Η Καθημερινή, 23 Οκτωβρίου 2016.
[34] «Απερρίφθη η προσφυγή 6.320 ομολογιούχων κατά του PSI τo 2012», Η Καθημερινή, 22 Ιουλίου 2016.
[37] Κρέτσος: Ριφιφί η απόφαση του ΣτΕ για τις άδειες, ΣΚΑΙ, 27 Οκτωβρίου 2016, http://www.skai.gr/news/politics/article/329079/kretsos-rififi-i-apofasi-tou-ste-gia-tis-adeies/#ixzz4OO9Hag3d
[44] Γιάννης Βούλγαρης, «Η κατάντια των δημόσιων ηθών», Τα Νέα, 22 Οκτωβρίου 2016.
[46] Ήβη Μαυρομούστακου, «Ανεξάρτητες αρχές. Η δυστοκία επίτευξης της συναίνεσης του άρθρου 101Α του Συντάγματος», στο https://www.eap.gr/images/stories/doc/2013_deo10_dp_series_34.doc Της ιδίας, Μία Συγκριτική & Ευρωπαϊκή Προσέγγιση των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013.
[47] Δες Ιωάννης Ε. Νικολάου, Αλέξανδρος Στεφανάκης, «Ανεξάρτητες Αρχές και Δημοκρατία: Γάμος αλά Ελληνικά», nprees.gr, 13 Αυγούστου 2016, στο http://www.npress.gr/apopseis/anexartites-arches-ke-dimokratia-gamos-ala-ellinika/
[50] Χρήστος Ρίσβας, «Να επικαιροποιήσουμε τις δομικές – διαρθρωτικές αλλαγές με αριστερή κατεύθυνση και ταξικό προσανατολισμό», στο http://www.syriza.gr/article/Na-epikairopoihsoyme-tis-domikes—diarthrwtikes-allages-me-aristerh-kateythynsh-kai-taksiko-prosanatolismo.html#.V_rHivTp04k
[51] Δημήτρης Ν. Μανιάτης, «Η Αριστερά, το κράτος και τα κλειδιά της εξουσίας», Τα Νέα, 22 Οκτωβρίου 2016.
[54] Άγγελος Στάγκος, «Οι ανεξάρτητες αρχές δεν αντέχονται…», Η Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2015.
[56] Γιάννης Αγουρίδης, «Θέμα υπονόμευσης της κυβέρνησης από τον Στουρνάρα θέτουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ», Η Αυγή, 13 Μαΐου 2015.
[57] «Έρευνα των εισαγγελέων στο γραφείο της συζύγου του Γιάννη Στουρνάρα – Λίγες ώρες αφού η ΤτΕ δεν ενέκρινε τη νέα ηγεσία της Attica Bank», Πρώτο Θέμα, 15 Σεπτεμβρίου 2016, στο http://www.protothema.gr/greece/article/610962/ereuna-ton-eisaggeleon-sto-spiti-tis-suzugou-tou-gianni-stournara/
[58] Kerin Hope, “Raid on office of central banker’s wife raises concerns in Greece – Some see Syriza revenge behind prosecutors’ action on central banker’s wife”, Financial Times, 16 Σεπτεμβρίου 2016,στο https://www.ft.com/content/583ff546-7c1d-11e6-b837-eb4b4333ee43.
[59] Η δήλωση του Γ. Αλαφούζου για την παραγγελία δέσμευσης της περιουσίας του:
http://www.skai.gr/news/greece/article/322266/i-dilosi-tou-g-alafouzou-gia-tin-paraggelia-desmeusis-tis-periousias-tou/?utm_source=rss_news_top&utm_campaign=skai200905190000&utm_medium=rss
[65] Xρήστος Μπόκας, «Τσίπρας: Έγιναν μόνο 500 πλειστηριασμοί φέτος – “Είναι μύθος ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση έχουμε αύξηση πλειστηριασμών”», Το Πρώτο Θέμα, 10 Οκτωβρίου 2016.
[66] Είναι χαρακτηριστικές οι διαπιστώσεις της έγκυρης γερμανικής εφημερίδας FAZ: «Το σύστημα Τσίπρα εκμεταλλεύεται τα ΜΜΕ, τις τράπεζες και τη Δικαιοσύνη», iefimerida, 19 Οκτωβρίου 2016, στο http://www.iefimerida.gr/news/295451/arthro-katapeltis-tis-faz-systima-tsipra-ekmetalleyetai-ta-mme-tis-trapezes-kai-ti#ixzz4NZ4JllOG
[67] «Έντονη αντίδραση της ΝΔ: Το πραξικόπημα κορυφώνεται. Τροπολογία Παππά: Σε πέντε μέρες κλείνουν τα κανάλια που δεν πήραν άδεια», iefimerida, 14 Οκτωβρίου 2016, στο http://www.iefimerida.gr/news/294660/tropologia-pappa-se-pente-meres-kleinoyn-ta-kanalia-poy-den-piran-adeia-pdf#ixzz4NHkETBSp
[68] Χρήστος Παναγιωτόπουλος (aixmiradio), «Φώτης, Αλέξης και “μαύρο” στο Mega», aixmi.gr, 15 Σεπτεμβρίου 2016, στο http://www.aixmi.gr/index.php/xrhstos-panagivtopoylos-aixmiradio-fotis-alexis/
[69] «Φ. Μπόμπολας: Ο “Πήγασος” έλαβε δάνειο 80 εκατ. μέσα στην κρίση», Η Καθημερινή, 2 Αυγούστου 2016.
[76] Στάθης Καλύβας, «Όταν η χολέρα γίνεται καριέρα», Η Καθημερινή, 9 Οκτωβρίου 2016.
[77] Θοδωρής Γεωργακόπουλος, «Η φατρία των 50 σεντς», Η Καθημερινή, 21 Οκτωβρίου 2016.
[83] Για περισσότερα, δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Ευρωπαϊκή Αριστερά και λαϊκισμός», στο Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, Επίκεντρο 2012, σελ. 171-182.
[84] Αντώνης Γκιόκας, «Οι λόγοι που οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές φλερτάρουν με τον Τσίπρα», Newpost, 27 Φεβρουαρίου 2016, στο http://newpost.gr/politiki/518627/oi-logoi-poy-oi-eyrwpaioi-sosialistes-flertaroyn-me-ton-tsipra
[86] Σε ορισμένα, βαρύτερης μορφής περιστατικά, η ηρωοποίηση Τσίπρα έχει αντικατασταθεί με τη θεοποίηση του Γιάνη Βαρουφάκη.
[87] Cas Mudde, “The Hungary PM made a ‘rivers of blood’ speech … and no one cares”, The Guardian, 30 Ιουλίου 2015,στο https://www.theguardian.com/commentisfree/2015/jul/30/viktor-orban-fidesz-hungary-prime-minister-europe-neo-nazi
[89] Ο όρος «thin-centered ideology» έχει αποδοθεί σε άλλα έργα του Mούντε που μεταφράστηκαν στα ελληνικά, ως «αβαθής ιδεολογία». Δες CasMudde, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Πρόλογος – Επιμέλεια Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Επίκεντρο 2011.
[90]CasMudde, CristobalRoviraKaltwasser, Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική – Απειλή ή Διόρθωση για τη Δημοκρατία, μετάφραση – πρόλογος Πάρις Ασλανίδης, Επίκεντρο 2013, σελ. 44. Επίσης, Margaret Canovan, “Trust the people! Populism and the two faces of Democracy”, Political Studies, 47 (1), 1999.
[91] Pierre-Andre Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, Μετάφραση – Επιμέλεια Αναστασία Ηλιαδέλη, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Επίκεντρο 2013.
[92] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013, Επίκεντρο 2013. Το επιχείρημα αναπτύσσεται αναλυτικότερα στο υπό έκδοση βιβλίο του Ανδρέα Πανταζόπουλου, Αριστερός εθνικολαϊκισμός,από την αντιπολίτευση στην εξουσία, Επίκεντρο 2016.
[93] Chantal Mouffe, “In defence of left-wing populism”, The Conversation, 29 Απριλίου 2016, στο http://theconversation.com/in-defence-of-left-wing-populism-55869
[94] AndrewHeywood, Πολιτικές Ιδεολογίες, Πρόλογος – Επιμέλεια Νίκος Μαραντζίδης, Επίκεντρο 2007, σελ 167.
[95]Γιάννης Σιδέρης, «Ο κ. Τσίπρας στο δρόμο του αυταρχισμού, εν μέσω τριγμών», Liberal, 24 Οκτωβρίου 2016, στοhttp://www.liberal.gr/arthro/87913/politiki/2016/o-k-tsipras-sto-dromo-tou-autarchismou-en-meso-trigmon.html
[96] Νίκος Τέλλης, «Κινδυνεύει η δημοκρατία;», Καρφίτσα, 8 Οκτωβρίου 2016, στοhttp://www.karfitsa.gr/2016/10/08/kindyneyei-i-dimokratia/
[97] Heywood,όπ. παρ.,σελ. 403.
[98] Juan Jose Linz, Totalitarian and Authoritarian Regimes, Lynne Rienner Publishers, 2000· καιγιαμιασυνολικότερηθεώρηση, Giovanni Sartori, Parties and Party Systems: A Framework for Analysis,
ECPR Press, 2005.
[99] Jerzy W. Borejsza – Klaus Ziemer (επιμ.), Totalitarian and Authoritarian Regimes in Europe: Legacies and Lessons from the Twentieth Century, Berghahn Books, 2006 και Hans Maier, Totalitarianism and Political Religions, Psychology Press, 2004.
[100] Hannah Arendt, Το Ολοκληρωτικό Σύστημα, Ευρύαλος, 1988.
[104] Κώστας Αναγνωστόπουλος, «Περί ΣΥΡΙΖΑ», 5 Οκτωβρίου 2016, στοhttps://kpanagnostopoulos.wordpress.com/2016/10/05/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1/
[105] Περιλαμβάνεται στον πρόλογο του Νικόλα Σεβαστάκη στο υπό έκδοση βιβλίο του Σταύρου Κωνσταντινίδη, Ο έρωτας στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, Επίκεντρο 2016.
[106] Αριστείδης Μπαλτάς, «Τα επτά Κ», Η Αυγή, 4 Ιανουαρίου 2015.
[116] Αναγνωστόπουλος, όπ. παρ.