Η δήλωση της προέδρου του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά για όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ΔΕΘ δεν ήταν ένα σχόλιο για τις θέσεις του αλλά μια προσπάθεια να επαναλάβει -γιατί μας το έχει πει ήδη τόσες φορές- ότι το κόμμα της “δεν θα γίνει δεκανίκι ούτε του ΣΥΡΙΖΑ ούτε της ΝΔ” και θέλει -όπως μας έχει πει ήδη τόσες φορές- να συγκυβερνήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα. Ετσι, αντί να ασκήσει κριτική όπου διαφωνεί με τις εξαγγελίες του προέδρου της ΝΔ και να σημειώσει τις συγκλίσεις όπου υπάρχουν, έκανε “πακέτο” την καταγγελία και του Κ. Μητσοτάκη και του Α. Τσίπρα (για την ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ), λέγοντας μάλιστα σε κάποιο σημείο ότι εναλλάσσουν τους ρόλους τους στις υποσχέσεις.
Το παράδειγμα είναι πολύ ενδεικτικό της αμηχανίας πολλών στον ενδιάμεσο χώρο που εκκινεί από διαφορετικές αφετηρίες: Αλλοι βασικά αδημονούν να έρθει η ώρα του Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία αλλά δεν το λένε ανοιχτά γιατί δεν τους αρέσει να δηλώνουν δεξιοί, άλλοι περιμένουν ένα νεύμα για να προσχωρήσουν και μετά να εκδηλωθούν, κάποιοι κοιτάζουν προς τα αριστερά αλλά δεν ξέρουν πώς να το υποστηρίξουν, ορισμένοι είναι παγιδευμένοι στη λογική ή την τρέλα της πόλωσης και πιστεύουν ότι αν πουν κάτι αρνητικό για τον έναν είναι σαν να επιδοκιμάζουν τον άλλο.
Ο βουλευτής Αρκαδίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και επικεφαλής του Τομέα Ανάπτυξης Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος έδωσε το καλό παράδειγμα αντιπολιτευτικού λόγου και έδειξε ισχυρά πολιτικά ανακλαστικά διατυπώνοντας πέντε συγκεκριμένες απορίες για πέντε συγκεκριμένες αναφορές του Κ. Μητσοτάκη. Με τον τρόπο αυτό ανέδειξε αντιφάσεις και ανακολουθίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποκάλυψε απόσταση μεταξύ ρητορείας και κοινοβουλευτικής πράξης, ενώ έθεσε ερωτήματα τα οποία θα δυσκολευόταν πολύ να απαντήσει ο πρόεδρος της ΝΔ αν τα δεχόταν ενώπιος ενωπίω.
Αυτό που απέδειξε ο Κωνσταντινόπουλος με την πρωτοβουλία του να πάει στο βάθος και να φύγει από τη σφαίρα της συνθηματολογίας και της πομπώδους αοριστίας είναι ότι υπάρχει τρόπος να ακουστεί συγκροτημένος και πειστικός λόγος από τον ενδιάμεσο χώρο, υπάρχει τρόπος να φανούν τα πλεονεκτήματα στην πολιτική σκέψη όχι μόνο έναντι της κυβέρνησης αλλά και έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αν αυτό που έκανε ο Κωσταντινόπουλος για τον τομέα ευθύνης του το είχε κάνει το ΠΑΣΟΚ, κεντρικά, για όλα τα θέματα στα οποία αναφέρθηκε και δεν αναφέρθηκε ο Κυρ. Μητσοτάκης, βγάζοντας ένα γενικό πολιτικό συμπέρασμα και διατυπώνοντας ένα κριτικό σχόλιο επί της αρχής, αλλά παρουσιάζοντας στη συνέχεια τις δικές τους παρατηρήσεις για μία προς μία τις θέσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ίσως θα αποκτούσε μεγαλύτερο ακροατήριο.
Το πέρασμα από το διακηρυκτικό στο συγκεκριμένο έχει μεγάλη σημασία για να πείσουν οι “ενδιάμεσοι”. Και για να πείσουν πρέπει πρώτα να ακουστούν. Και για να ακουστούν πρέπει να επιμείνουν στη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, στον ενδιαφέροντα λόγο, στην δημιουργική πολιτική σκέψη, στην εγκατάλειψη των κλισέ, των παραδόσεων και της ρουτίνας του παλιού πολιτικού συστήματος. Στον ανταγωνισμό της ατάκας και του εξυπνακισμού είναι a priori χαμένοι. Η μόνη μάχη που τους μένει είναι η μάχη της ουσίας. Αλλά για να δοθεί αυτή η μάχη πρέπει και να είναι και να φαίνονται προσηλωμένοι στην ουσία. Τι είπα τώρα;