Έχει αποδειχθεί ότι η προκήρυξη των δημοψηφισμάτων είναι πολύ πιο εύκολη από την διαχείριση των αποτελεσμάτων τους. Διαχείριση που μπορεί να οδηγήσει και στην ουσιαστική απόρριψή τους. Τη ζήσαμε ζωντανά αυτή την εμπειρία και στην Ελλάδα, το 2015.
Μια τέτοια δύσκολη διαχείριση ανέλαβε να κάνει και η Τερέζα Μέι στη Μ. Βρετανία και προφανώς τα βρήκε μπαστούνια, τόσο γιατί αντιλαμβάνεται το βαρύ κόστος της διαπραγμάτευσης, όσο και τους κινδύνους της διάλυσης του Ενωμένου Βασιλείου.
Προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές, ζητάει προφανώς μια νέα, ξεκάθαρη εντολή για το Brexit, εντολή που δεν ήταν αρκετά ισχυρή μετά από μια επιπόλαιη προεκλογική λαϊκίστικη υπόσχεση του παραιτηθέντος προκατόχου της.
Είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία, οι εκλογές αυτές να αμφισβητήσουν επί της ουσίας το αποτέλεσμα του καταστροφικού δημοψηφίσματος. Να μην δοθεί λευκή επιταγή στην Μέι – ακόμα και από τους ίδιους τους συντηρητικούς – και να αποδοκιμαστούν ταυτόχρονα και οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας που ένιψαν τας χείρας τους προκλητικά σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για το μέλλον της Μ. Βρετανίας και της Ευρώπης.
Ένα ισχυρό χαστούκι σε όσους προετοίμασαν το Brexit και μια διαφορετική στο θέμα αυτό διακομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να βάλει τις βάσεις για την επανάληψη του δημοψηφίσματος.