Η Μ. Βρετανία "επιστρέφει"

Αντώνης Τριφύλλης 25 Αυγ 2021

 

Ο πρωθυπουργός κ. Τζόνσον επιδιώκει να επιστρέψει στην διεθνή σκηνή,  μετά την αναπόφευκτη απώλεια επιρροής τής χώρας του λόγω Brexit, στα διεθνή δρόμενα. Πώς αντιδρά όμως;

Σκοπεύει να αυξήσει την δύναμη πυρός τού πυρηνικού οπλοστασίου, την στιγμή που τα οικονομικά  δεν επιτρέπουν δαπάνες που θα έθεταν σε κίνδυνο το νόμισμά της. Σε μια εποχή που λιτότητα επιβάλλεται εκ των πραγμάτων, πολλές από τις περιοχές του “κόκκινου τείχους”, δηλαδή των περιοχών του Βορά που πλήττονταν από την ανεργία, παραδοσιακά προπύργια των Εργατικών, ψήφισαν Συντηρητικούς υποψηφίους για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Έτσι αρκετοί νεοεκλεγέντες Συντηρητικοί φοβούνται μη χάσουν τις έδρες τους.


Κύριος στόχος του είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη του προέδρου Μπάιντεν. Τόσο η υπόθεση της Βόρειας Ιρλανδίας, όσο και η ταύτισή του με τον πρώην Πρόεδρο κ. Τραμπ, αλλά και η αποκατάσταση των σχέσεων της νέας αμερικανικής διοίκησης με την Ευρώπη εμποδίζουν την  εκπληρώσει του ονείρου του.


Παραλείποντας μια σειρά από αποτυχίες στο να αποδείξει ότι “έξω πάμε καλύτερα”, δεν μπόρεσε να πείσει ακόμη και τους Αυστραλούς, Ινδούς ή τους Νεοζηλανδούς για τα αμοιβαία οφέλη για το εμπόριο θα είναι καλύτερα με τους νέους κανόνες του. Η ενιαία αγορά είναι πάντα πιο ελκυστική.

Αν περιοριστούμε όμως στα τελευταία γεγονότα που έχουν σχέση με το Αφγανιστάν είναι προφανής  η ήττα, στην οποία συμμετείχε ενεργά και η Μ. Βρετανία. Η χώρα με τις ισχυρές υπηρεσίες πληροφοριών ακολούθησε την τύφλωση των αντίστοιχων υπηρεσιών των ΗΠΑ. Εκ των υστέρων πήρε πρωτοβουλίες ανούσιες, όπως την κινητοποίηση των G7. Με ατζέντα που περιορίζεται σε θέματα δευτερεύοντα της σημασίας και χωρίς ίχνος αυτοκριτικής.


Η εξαφάνιση του υπουργού εξωτερικών κ. Ράαμπ τις ώρες της κρίσης, ο οποίος θεώρησε  ότι δεν έπρεπε να επιστρέψει από τις διακοπές του στην Κρήτη με αποτέλεσμα την “παράλειψη” να εμπλακεί από την πρώτη στιγμή στην αντιμετώπιση της κρίσης. Σύσσωμη η αντιπολίτευση ζήτησε την παραίτησή του κ. Ράαμπ και κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι έχει αποδυναμώσει την εξωτερική πολιτική της Μ. Βρετανίας.

Γιατί όμως ο κ.Τζόνσον επιμένει σε μια πολιτική που προσπαθεί να διαστρεβλώσει τα γεγονότα, ενώ παράλληλα κάνει κινήσεις (μικρομέγαλου) παράγοντα της διεθνούς σκηνής;


Ο ένας λόγος, ελέχθη ήδη, είναι η εκστρατεία γοητείας του κ. Μπάιντεν. Ουσιαστικά αυτό που επιδιώκει είναι να δώσει στο εσωτερικό μια λάμψη Τσώρτσιλ στοχεύοντας στο θυμικό των Βρετανών. Και δεν τα πάει άσχημα. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι υπέρ του ίδιου  και υπέρ του κόμματός του.


Ο δεύτερος λόγος είναι η απομάκρυνση του στενού του συνεργάτη Κάμμινγκς, πατέρα της νίκης του Brexit, δεν μείωσε τον δυναμισμό του. Και ως “τεφάλ” αντιμετώπισε την σκληρή κριτική και τις κατηγορίες  του “alter ego” του στα θέματα χειρισμού τής πανδημίας από τον Πρωθυπουργό και την εν γένει οπορτουνιστική πολιτική του.


Και ο τρίτος λόγος είναι ότι έχει τον χρόνο να ροκανίσει εκ των έσω την Ε.Ε. Πρώτα με την έμμεση στήριξη σε χώρες υποψήφιες για εκδίωξη από την Ένωση, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Δύσκολο εγχείρημα γιατί τα λεφτά είναι πολλά που θα εισρεύσουν από τα Ταμεία της  αλληλεγγύης με αφορμή την πανδημία, και αφ? ετέρου γιατί στις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται στις δυο χώρες η συντριπτική πλειοψηφία είναι υπέρ της παραμονής.


Το κύριο πολιτικό του πρόβλημα όμως είναι η εντεινόμενη απογοήτευση κυρίως στις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους που δοκιμάζουν στην πλάτη τους τα προβλήματα που δημιούργησε  το Brexit στην λειτουργία τους. Οι φωνές πληθαίνουν. Και ο δοκιμασμένος  τρόπος να συγκρατήσεις τις διαμαρτυρίες είναι η άσκηση “στιβαρής εθνικιστικής εξωτερικής πολιτικής”.


Πηγή: www.tanea.gr