Στο δημόσιο διάλογο καλλιεργείται η εντύπωση πως η συμφωνημένη περικοπή των συντάξεων είναι ζήτημα δημοσιονομικών στόχων. Άρα, εφόσον μπορούμε να επιτύχουμε τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς περικοπή των συντάξεων, το μέτρο θα μπορούσε να ακυρωθεί.
Τέτοια σενάρια υποβαθμίζουν το γεγονός ότι η περικοπή των συντάξεων, όπως και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δεν είναι δημοσιονομικά αλλά διαρθρωτικά μέτρα δημοσιονομικού τύπου. Και το ΔΝΤ, όταν τα επέβαλλε, ήταν ξεκάθαρο: ακόμα κι αν τα μέτρα δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, πρέπει να εφαρμοστούν κι ας προβλεφθούν αντίμετρα για την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών στόχων.
Πόση σημασία αποδίδουν οι δανειστές και στη διάρθρωση των δημοσιονομικών μέτρων; Ας θυμηθούμε, μέρες που ‘ναι, τον Ιούνιο του 2015. Τότε που η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι είχε βρει δημοσιονομικά ισοδύναμα έναντι των μέτρων που ζητούσαν οι εταίροι αλλά εκείνοι επέμεναν ότι το κυβερνητικό μείγμα μέτρων ήταν ακατάλληλο για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Και οδηγηθήκαμε στη γνωστή καταστροφική εξέλιξη.
Επειδή όμως το 2018 δεν είναι 2015, το ερώτημα παραμένει: Είναι η περικοπή των συντάξεων ένα επείγον διαρθρωτικό μέτρο;
Οπωσδήποτε, πρέπει να υπάρχει δημοσιονομική ισορροπία στην κατανομή πόρων και βαρών στην οικονομία. Δυσανάλογα υψηλή δαπάνη για συντάξεις επιβαρύνει δυσανάλογα την εργασία με φόρους και εισφορές. Δυσανάλογα χαμηλή ανταπόδοση των εισφορών παράγει διαγενεακή αδικία. Ζητείται, λοιπόν, ισορροπία, δικαιοσύνη και αναπτυξιακή προοπτική. Και στο βαθμό που η χώρα εξακολουθεί να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό ΑΕΠ εντός ΕΕ για συνταξιοδοτική δαπάνη, η περαιτέρω προσαρμογή είναι απαραίτητη.
Ωστόσο, ανατρέχοντας στο μεσοπρόθεσμο διαπιστώνουμε ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη τα επόμενα χρόνια μειώνεται με δύο τρόπους:
- Ενεργητικά, με απευθείας μειώσεις το 2019
- Παθητικά, μέσω του πληθωρισμού και της ανάπτυξης (πάγωμα των συντάξεων).
Με τη μείωση του 2019 η δαπάνη για συντάξεις μειώνεται άμεσα κατά 1,5% του ΑΕΠ.
Με το πάγωμα των συντάξεων η δαπάνη για συντάξεις μειώνεται έμμεσα κατά 2,8% του ΑΕΠ στην 5ετία 2018-2022.
Κι έτσι, από την Ελλάδα του 2015 που δαπανά για συντάξεις το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, φτάνουμε στην Ελλάδα του 2022 που δαπανά ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ΑΕΠ για συντάξεις! Και είναι άξιο απορίας τι ακριβώς διαπραγματευόταν η κυβέρνηση, καθώς πρόκειται για πολύ βαριά, πολύ βιαστική προσαρμογή σε μια χώρα που έχει ήδη υποστεί θυσίες 8 ετών και τεράστιες περικοπές.
Θέσαμε το συνταξιοδοτικό ζήτημα υπό έλεγχο μετά από τόσα χρόνια προσαρμογής, με την έννοια ότι η δαπάνη δεν έχει πια εκρηκτικά αυξητική τάση αλλά μετρίως πτωτική. Σαφώς χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή, δηλαδή μείωση της δαπάνης ως % ΑΕΠ. Μόνο που η προσαρμογή μπορεί πλέον να επιτευχθεί με παθητική μείωση της δαπάνης, «παγώνοντας» τις συντάξεις για περισσότερα χρόνια, εφόσον είναι απαραίτητο.
Μόνο με την εφαρμογή του μέτρου παθητικής μείωσης των συντάξεων, το 2022 η δαπάνη θα έχει περιοριστεί στο 13,9% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης το 2014 ήταν 13,6% του ΑΕΠ. Δεδομένης, λοιπόν, και της κοινωνικο-οικονομικής συγκυρίας, το μέτρο της περικοπής των συντάξεων το 2019 δεν είναι μονόδρομος1. Υπάρχουν εναλλακτικές, υπάρχει χρόνος για ηπιότερη προσαρμογή αλλά δεν υπάρχει κανένα περιθώριο λάθους, αυταπάτης και μονομερούς ενέργειας.
Αν προχωρήσουμε σε μονομερείς ενέργειες, επειδή τα δημόσια οικονομικά και το ταμειακό απόθεμα επιτρέπουν προσωρινή απεξάρτηση από τα εμβάσματα των δανειστών, θα πυροδοτήσουμε νέο κύκλο αμφισβήτησης και κρίσης εμπιστοσύνης εκ μέρους των αγορών και των επενδυτών. Άρα, μόνο συναινετικά θα μπορούσε να ακυρωθεί το μέτρο.
Διαβάστε την συνέχεια στο protagon.gr