Η προοπτική μιας απομείωσης του ονομαστικού χρέους με πρωτοβουλία των δανειστών, θα διευκόλυνε πάρα πολύ την προσπάθεια της Ελλάδας να βγει από την κρίση και είναι θεμιτή. Εμφανίζει όμως δυσκολίες, με δεδομένη την αντίδραση που θα καταγραφεί στα εθνικά Κοινοβούλια άλλων χωρών, να πάρουν μια απόφαση που θα διαγράφει το ελληνικό χρέος και θα αυξάνει το δικό τους χρέος.
.
Επιπρόσθετα, μια δεύτερη απομείωση του χρέους μετά από αυτή του PSI θα είχε οριακό όφελος, αφού αυτό θα αφορά μόνο το κομμάτι του διμερούς χρέους που ανέρχεται στα 52,9 δισ. και στο κομμάτι που είναι στα χέρια ιδιωτών και είναι συνολικού ύψους 35 δισ. Η διαγραφή αυτή θα αύξανε το ρίσκο στα επιτόκια της μελλοντικής χρηματοδότησης έναντι οριακού οφέλους σε ετήσια βάση ως προς τους τόκους.
.
Τα ίδια προβλήματα για τη μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους, χωρίς σημαντικό όφελος, θα προκύψουν ακόμη και αν τεθεί ως στόχος διαγραφή μέρους του χρέους που διακρατεί το EFSF.
.
Τρεις προτάσεις
Στην Ευρώπη, μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, διατυπώθηκαν πολλές προτάσεις για την απομείωση του χρέους των χωρών της Ευρωζώνης. Η πρώτη πρόταση είναι η απομείωση του χρέους μέσω της αμοιβαιοποίησης, που όμως είναι δύσκολο να εφαρμοσθεί, εξαιτίας των αντιδράσεων που σημειώνονται κυρίως από τη Γερμανία περί ηθικού κινδύνου. Μια δεύτερη πρόταση που έχει διατυπωθεί, είναι να περάσει μέρος του χρέους που συσσώρευσαν οι χώρες για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος στο ESM και να μειωθεί το χρέος, είτε ισόποσα είτε κατά ένα μέρος μικρότερο της τρέχουσας χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζικών μετοχών που θα περάσουν στο ESM.
.
Πέρα από τις πολιτικές δυσκολίες που εμφανίζει και αυτή η πρόταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το όφελος για το χρέος στην περίπτωση της Ελλάδος δεν μπορεί να υπερβεί τα 25 δισ. ή 14% του ΑΕΠ.
.
Μια πιο ενδιαφέρουσα και πολιτικά αποδεκτή πρόταση, που οδηγεί σε ονομαστική απομείωση του χρέους, είναι η δημιουργία ενός οχήματος ειδικού σκοπού, στο οποίο οι χώρες θα εκχωρήσουν τα μελλοντικά έσοδα από την έκδοση χρήματος από την ΕΚΤ. Αυτό με τη σειρά του θα αγοράζει, με κεφάλαια που θα δανείζεται έναντι αυτών των εσόδων, χρέος που έχουν εκδώσει οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Η άποψη αυτή, στον βαθμό που θα γίνει αποδεκτή, μπορεί να οδηγήσει υπό προϋποθέσεις σε μείωση του ονομαστικού χρέους των χωρών της Ευρώπης κατά 50% κατά μέσο όρο. Σύμφωνα με τη μελέτη, το χρέος της Ελλάδας μπορεί να μειωθεί μετά από την εφαρμογή αυτής της πρότασης στο 105% του ΑΕΠ.
.
Τι μπορεί να διεκδικήσει η Ελλάδα
Με βάση τα προαναφερθέντα, σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα που υπάρχει στα Κοινοβούλια των άλλων χωρών να λάβουν αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει:
.
Α) Την περαιτέρω επιμήκυνση του χρέους, με γνώμονα όχι τη μείωσή του σε όρους παρούσας αξίας, αλλά για να μειωθεί ή να μηδενιστεί το ρίσκο αναχρηματοδότησής του, και
.
Β) να κλειδώσει τα επιτόκια στα παρόντα χαμηλά επίπεδα.
.
Συνολικά τα δάνεια από την Ευρωζώνη ανέρχονται στα 188 δισ. ευρώ. Τα διμερή δάνεια η Ελλάδα θα αρχίσει να τα αποπληρώνει από το 2020 και η τελευταία προγραμματισμένη δόση είναι το 2041. Ωστόσο, ο μέσος χρόνος αποπληρωμής τους είναι 17 χρόνια, ενώ οι προγραμματισμένες δόσεις αποπληρωμής είναι άνισα κατανεμημένες. Τα δάνεια από τον EFSF έχουν μέση διάρκεια τα τριάντα έτη και η δομή του προγράμματος αποπληρωμών είναι πιο συγκεκριμένη.
.
Η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των διμερών δανείων και εκείνων από τον EFSF στα εβδομήντα χρόνια. Αυτό θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των ετήσιων αναγκών αποπληρωμής των δανείων.
.
Είναι σαφές ότι οι χαμηλότερες ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες καθιστούν καλύτερα διαχειρίσιμο το ελληνικό χρέος. Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού, περιθώρια παρεμβάσεων υπάρχουν μόνο σε εκείνα των διμερών δανείων, καθώς το EFSF δανείζει την Ελλάδα σχεδόν με το επιτόκιο που δανείζεται ο ίδιος ο Μηχανισμός.
.
Σήμερα, η Ελλάδα, καταβάλλει κυμαινόμενο επιτόκιο για τα διμερή δάνεια ίσο με το Euribor τριμήνου συν 0,50%. Όμως, μετά την πάροδο 3-5 ετών, εκτιμάται ότι τα επιτόκια αυτά θα αυξηθούν και έτσι θα αυξηθούν και οι δαπάνες για τόκους. Γι? αυτό πρέπει να ζητήσουμε τη μετατροπή του χαμηλού κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό, για τα επόμενα 15 χρόνια.
.
Με αυτήν την κίνηση διασφαλίζονται οι χαμηλές μελλοντικές δαπάνες για τόκους. Πέρα από την προαναφερθείσα στόχευση για την ελάφρυνση του χρέους, η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα πρέπει να επεξεργαστεί περαιτέρω και να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα της πρότασης Paris – Wyplosz που οδηγεί σε απομείωση του χρέους των χωρών κατά μέσο όρο κατά 50% μέσω της τιτλοποίησης των εσόδων από το εκδοτικό προνόμιο της ΕΚΤ και να συνεργαστεί με άλλες χώρες για την προώθησή της και την αποδοχή της.
.
Αναπτυξιακά προγράμματα έναντι διεκδίκησης απομείωσης του χρέους. Ο πλέον καθοριστικός τρόπος για τη μείωση του χρέους είναι μέσω της επιτάχυνσης της αναπτυξιακής διαδικασίας. Γι? αυτό είναι αναγκαίες οι διαρθρωτικές αλλαγές που αλλάζουν το παραγωγικό πρότυπο και αυξάνουν την παραγωγικότητα και το δυνητικό προϊόν της χώρας.
.
«Κλειδί» η ανάπτυξη
Η ανάπτυξη οδηγεί ταχύτερα σε απομείωση του χρέους σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αντί, λοιπόν, η χώρα να θέτει ως διεκδικητικό πλαίσιο την ονομαστική μείωση του χρέους, κάτι το οποίο φαντάζει δύσκολο να ικανοποιηθεί από άλλα Κοινοβούλια, πρέπει να διεκδικήσει ένα επενδυτικό πρόγραμμα στήριξης από τις χώρες της Ευρώπης, ένα σχέδιο Μάρσαλ, που θα της επιτρέψει να επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
.
Συμπληρωματικά, ένας άλλος μοχλός ελέγχου του υψηλού χρέους θα μπορούσε να είναι η άσκηση διακριτικής και ενεργητικής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, προκειμένου να αποφύγουμε τον αποπληθωρισμό και να περάσουμε στη φάση του ελεγχόμενου και χαμηλού πληθωρισμού.
.
Τέλος, η πολιτική ελέγχου της δυναμικής του χρέους πρέπει να αποσυνδεθεί από την άποψη των θεσμικών πιστωτών ότι πρέπει να στηριχτεί κυρίως στη δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 4,5% του ΑΕΠ.
.
Πέρα από την αντικειμενική δυσκολία να παράξεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα τόσο ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ανεξάρτητα από την πορεία της οικονομίας, σε συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα έχει κάνει τη μεγαλύτερη προσαρμογή στο διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο.
.
Επομένως, η Ελλάδα, πρέπει να δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει τις διαρθρωτικές αλλαγές και τη δημοσιονομική προσαρμογή με πιο μικρά πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να μπορέσει η οικονομία να αναπτυχθεί και η υπόλοιπη δημοσιονομική προσαρμογή να γίνει μέσω της ανάπτυξης.
.