Ήδη έχει γίνει αρκετά ορατή και σαφής μια πολύ επικίνδυνη αντίφαση. Ενώ οι κοινωνίες βασίζονται όλο και περισσότερο στην γνώση και στον ορθολογισμό ως εργαλεία για τον σχεδιασμό και την διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης αλλά και την κατανόηση της πραγματικότητας, στον χώρο της πολιτικής λειτουργίας παρατηρείται αξιοσημείωτη άνοδος του λαϊκισμού.
Η πολιτική επικοινωνία στο πλαίσιο του λαϊκισμού στηρίζεται κυρίως στην λογική του καιροσκοπισμού και της δημαγωγίας, ως προς την εγγύτητα προς τον λαό, μέσα από την δραματοποίηση της πολιτικής κατάστασης με στόχο την επίτευξη της προσέγγισης και του επηρεασμού των κοινωνικών μαζών.
Η άνοδος του λαϊκισμού καταγράφεται σε αρκετές χώρες (από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μέχρι την Πολωνία και την Ουγγαρία στο κυβερνητικό επίπεδο, αλλά και στην Γαλλία με την Marine Le Pen, πρόεδρο του εθνικιστικού κόμματος Front National, να είναι «προ των πυλών» για την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης).
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ο λαϊκισμός εκφράζεται και με βίαιο τρόπο στο κοινωνικό πεδίο. Τον τελευταίο καιρό, για παράδειγμα, αυξάνονται οι πράξεις βίας από ακροδεξιούς εξτρεμιστές στο πλαίσιο της ανόδου του δεξιού λαϊκισμού. Στην Γερμανία και συγκεκριμένα στο Βερολίνο το 2019 η αύξηση κυμάνθηκε στο 20% (Zeit online, Deutlich Zunahme rechtsextremistischer Gewalt in Berlin, 22.2.2020).
Η λογική του λαϊκισμού διαμορφώνεται όχι μόνο στο πολιτικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο. Στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες των Μεγαπόλεων οι κοινωνικές αξίες δεν είναι προϊόν διεργασιών στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, αλλά διαμορφώνονται στο πλαίσιο των κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών, που προωθούνται από τα πρότυπα, τα οποία καλλιεργούνται μαζικά με βάση την λογική του θεάματος ως μέσου για την επίτευξη της κοινωνικής αποδοχής του ατόμου και την αυτοπαρουσίαση του (δηλαδή την δημιουργία της εικόνας, που θέλει να έχουν οι άλλοι για αυτό).
Παράλληλα φυσιολογικό είναι, το άτομο να λειτουργεί στο πλαίσιο των κοινωνικών ρόλων, όπως αυτοί οριοθετούνται από τα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, εργασιακό, εκπαιδευτικό, πολιτικό κ.λ.π.) σε βάθος χρόνου, χωρίς να υπάρχουν πλέον τα χρονικά περιθώρια για την δραστηριοποίηση του στο συλλογικό πεδίο.
Επίσης οι κοινωνικοί ρόλοι δεν είναι προϊόν των αναγκών, οι οποίες προκύπτουν από την ανάπτυξη συλλογικής δράσης στην τοπική κοινωνία και την ανάλογη βίωση της καθημερινότητας. Γι? αυτό και τα άτομα δεν «πλησιάζουν» τους συμπολίτες τους πέρα από συγκεκριμένα όρια, ακόμη και αν πρόκειται για τους γείτονες τους.
Αυτές οι συνθήκες διευκολύνουν την απόκτηση της λογικής της προσαρμογής της ατομικής στάσης ανάλογα με τις περιστάσεις για την επίτευξη προσωπικών στόχων χωρίς κοινωνική αναφορά και υπό προϋποθέσεις ενισχύουν την οπτική του καιροσκοπισμού.
Το αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι η μη καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, δηλαδή τα άτομα δυσκολεύονται να μπουν στην θέση του άλλου και να τον καταλάβουν, ώστε να συναισθανθούν τις ανάγκες του.
Γι? αυτό η αποξένωση βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευδοκιμεί η ανταγωνιστική λογική και ο ατομικισμός, χωρίς να ισορροπούνται με την ανάπτυξη της κοινωνικής ευαισθητοποίησης σε επαρκή βαθμό ως προς την συνοχή της κοινωνίας και την λειτουργία της ως συλλογικό υποκείμενο.
Αυτές οι συνθήκες εκτός από την έλλειψη ενσυναίσθησης και την ανταγωνιστική λογική στο πλαίσιο του ατομικισμού συχνά συμπληρώνονται με την εθνοκεντρική διαμόρφωση της προσωπικότητας και της κοινωνικής συνοχής, διότι με αυτό τον τρόπο οικοδομείται η αίσθηση της ασφάλειας σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ρευστότητα και πλανητικής εμβέλειας προβλήματα.
Εάν σε αυτό το πλαίσιο το άτομο ή μια συλλογικότητα «αισθανθούν», ότι απειλούνται, αναπτύσσεται με σχετική ευκολία ο λαϊκισμός, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και στην χρήση βίας.
Η ολοκλήρωση και ταυτοχρόνως κορύφωση της επίδρασης των παραμέτρων, οι οποίες οικοδομούν την λογική του λαϊκισμού ως τρόπου διαχείρισης της πραγματικότητας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, γίνεται στην πολιτική λειτουργία.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή την διαδικασία παίζει η επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας ο κύριος αποδέκτης των εκπεμπόμενων μηνυμάτων είναι το συναίσθημα και το θυμικό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η καλλιέργεια του εθνικισμού και η αξιοποίηση της εξιδανίκευσης του μέλλοντος στην οπτική προσέγγισης του χρόνου από τον πολίτη ως προς την προσωπική του ευημερία.
Όταν όμως υποβαθμίζεται ο ορθολογισμός και η αντικειμενική προσέγγιση και ανάλυση της σύνθετης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας στον πολιτικό και γενικότερα δημόσιο λόγο και διάλογο, τότε εύκολα οδηγείται ο πολίτης σε συνθήκες χειραγώγησης και αντιδράσεις, οι οποίες στο πλαίσιο του λαϊκισμού υπερβαίνουν την λειτουργική και ρεαλιστική προσέγγιση της ροής των γεγονότων και καταλήγουν ακόμη και σε πράξεις βίας.
Η ρητορική των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, όταν το περιεχόμενο του λόγου στοχεύει στην προσωπική υποβάθμιση των αντιπάλων. Με αυτό τον τρόπο οι πολίτες σταδιακά χάνουν την εμπιστοσύνη τόσο στην πολιτική, που στηρίζεται στην Δημοκρατία και στην έκφραση της ελεύθερης βούλησης, όσο και στο πολιτικό σύστημα και προσεγγίζουν πολιτικά μορφώματα με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά.
Επίσης η αποστασιοποίηση του πολίτη από την σύγχρονη πολιτική, επειδή δεν μπορεί, λόγω έλλειψης των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων σε προσωπικό επίπεδο, να διαμορφώσει γνώμη και στάση βασιζόμενος στην ανάλυση της πλανητικών διαστάσεων πολύπλοκης, πολυδιάστατης και ταχύτατα μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ευδοκίμηση της γενικευτικής σκέψης και εξιδανίκευσης των καλλιεργούμενων φαντασιώσεων για το μέλλον, με αποτέλεσμα να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ακροδεξιές και γενικότερα ακραίες οπτικές, που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με τον λαϊκισμό.
Αυτό το φαινόμενο είναι επίσης επακόλουθο της μη ανάπτυξης διαλόγου, ο οποίος βασίζεται σε πολυδιάστατο μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό και της μη αναζήτησης συγκλίσεων, που εγγυώνται την βιωσιμότητα των λαμβανόμενων αποφάσεων, του ανθρώπου και του οικοσυστήματος σε βάθος χρόνου.
Γι αυτό και οι πολίτες δεν συνηθίζουν να επιζητούν συγκλίσεις, αλλά σχετικά εύκολα οδηγούνται στα άκρα, επειδή νιώθουν, ότι η πορεία είναι αδιέξοδη στο πλαίσιο της ισχύουσας συστημικής πολιτικής πραγματικότητας.
Συμπερασματικά ο λαϊκισμός δεν έρχεται «εξ ουρανού», αλλά είναι προϊόν κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο της κοινωνικής δυναμικής όσο και της πολιτικής της διαχείρισης. Γι? αυτό και δεν καταπολεμάται ούτε στο κοινωνικό ούτε στο πολιτικό πεδίο με αφορισμούς για τα αρνητικά επακόλουθα, που συνεπάγεται η γενίκευση της επιρροής του.
Εκείνο, που θα βοηθούσε, είναι η ανάπτυξη συστηματικού διαλόγου τόσο στο πολιτικά κόμματα όσο και στις δομές της κοινωνίας πολιτών για τις αναγκαίες αλλαγές, που πρέπει να γίνουν στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ώστε να εκφράζεται και να πραγματώνεται το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον, χωρίς να αναζητούνται διέξοδοι σε λαϊκιστικές λογικές και πρακτικές.