Είναι πια φανερό ότι ένα από τα αποτελέσματα της-αρχικά- οικονομικής κρίσης ήταν και η ανάδειξη των αδυναμιών κάθε Ευρωπαϊκού κράτους ξεχωριστά. Έτσι, μιλήσαμε για φούσκα ακινήτων στην Ισπανία, τραπεζική «τοξική» κρίση στην Ιρλανδία και κρίση χρέους στην Ελλάδα. Στη συνέχεια γίναμε μάρτυρες της διαδικασίας όπου η κρίση ρευστότητας των τραπεζών κάθε χώρας μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση μέσω ανάληψης των επισφαλειών που είχαν οι τράπεζες δημιουργήσει στο ενεργητικό τους, από το δημόσιο ταμείο της κάθε χώρας.
Δεν είναι βέβαιο ότι συνειδητοποιήσαμε πως στην Ελλάδα δεν συνέβη ακριβώς το ίδιο. Στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που χτύπησε άγρια η κρίση, οι τράπεζες αποφάσιζαν μόνες τους την πιστωτική πολιτική που τις έφερε σε κατάσταση κεφαλαιακής ανεπάρκειας ή και πτώχευσης, ανεξάρτητα αν οι δανειολήπτες ήταν Ιδιώτες ή Δημόσιο.
Στη χώρα μας αποφάσιζε επί δεκαετίες ένα κατεστημένο πολιτικής εξουσίας που γιγαντώθηκε κατά τη μεταπολίτευση, ισχυρά διαπλεγμένο με τον κρατικό και κρατιστικό τραπεζικό τομέα. Χρηματοδότησε αφειδώς τα χρόνια ελλείμματα του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να στηριχθούν οι αθρόοι διορισμοί, οι υπέρογκες αυξήσεις, η προκλητική επιδοματική πολιτική, η αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού και γενικά όλες οι παθογένειες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα πια στο κοινωνικό σώμα, καταδικάζοντας μας σε συνεχή μείωση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, της προσέλκυσης εγχώριων και ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Πως απάντησε η πολιτική τάξη μας, όταν το Ελληνικό πρόβλημα έγινε γνωστό-προ κρίσης-στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της «δημοσιονομικής αναψηλάφισης» που οι μηχανισμοί της ΟΝΕ επέβαλλαν αποκαλύπτοντας τα περίφημα greek statistics;
Μα είναι γνωστό.
Με νέα greek statistics μέχρι που η αγορά χρήματος απέσυρε την εμπιστοσύνη της στα Ελληνικά ομόλογα και τα επιτόκια δανεισμού έφτασαν… στην κορυφή του Ολύμπου, οδηγώντας υποχρεωτικά στην προσφυγή της χώρας στο δανεισμό από τους ευρωπαίους εταίρους μας και το ΔΝΤ.
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη του μνημονίου άρχισε για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτικά ομαλή περίοδο της Ελληνικής Δημοκρατίας να γίνεται κατανοητό στους πολίτες ότι το πολιτικό-κομματικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στην σημερινή κατάσταση εξάντλησε τα όριά του.
Δύο και εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας με αφορμή αυτή τη συνειδητοποίηση.
Από τη μία νηφάλιες απόψεις για το ξεπέρασμα της κρίσης στο έδαφος της πραγματικότητας, με προτάσεις εκσυγχρονισμού της οικονομίας, της διοίκησης και της πολιτικής, που μερικές φορές διατυπώθηκαν με πρόλογο κάποιες οργισμένες καταγγελίες του status της «άλλης πλευράς».
Από αυτή την «άλλη πλευρά», μία άνευ προηγουμένου επιστροφή στον καθ υμάς αμυντικό κοινοτισμό, που έκφραζε τόσο τον άδολο φόβο που το νέο και το άγνωστο προκαλεί στους ανεπιτήδευτα οργισμένους από την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου πολίτες, αλλά κυρίως έκφραζε το επιθετικό κύμα επιτηδευμένου επαναστατισμού, όσων αντιλαμβάνονταν το νέο ως ενδεχόμενο τέλος των προνομίων τους. Παρατηρήσαμε μάλιστα ότι όσο πιο αντικοινωνική θεμελίωση είχαν τα προνόμια κάθε τέτοιας συντεχνίας, τόσο πιο «ασυμβίβαστοι δημοκράτες αγωνιστές» παρουσιάζονταν οι επικεφαλείς τους, τόσο πιο δημαγωγική ήταν η οργή και ο καταγγελτικός λόγος τους, τόσο πιο ηχηρή ήταν η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος εν ονόματι των ιδιωτικών τους συμφερόντων, τόσο πιο διακριτή ήταν η καπηλεία του ρόλου του έκφραστή «όλου του λαού».
Ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο αυτή η πλευρά της κοινωνίας μας να βρεί δεσμούς με εκείνο το πολιτικό κατεστημένο που υποσχόταν την ακινησία ή την ακύρωση οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, κολακεύοντας τον αμυντισμό, τον κοινοτισμό, τον εθνικισμό, τη βία, την ανομία, ακόμα και τις καταστροφές, τις λεηλασίες και την προσωπική τρομοκρατία.
Μία άνευ προηγουμένου υποχώρηση της λογικής και του ορθού λόγου έχει ήδη συντελεστεί
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η λογική της κρίσης μετατράπηκε σε κρίση της λογικής, που με τη σειρά της πριμοδότησε εκλογικά τις πιο τυχοδιωκτικές και αντιδραστικές πολιτικο-κομματικές συντεχνίες, που ανέλαβαν κατ’ ανάθεση-και πλάι στις κρατικές και κρατικοδίαιτες-να μας απαλλάξουν από τις δυσάρεστες πλευρές του συλλογικού μας βίου! Είμαστε ικανοί να προχωρήσουμε μπροστά;
Μοιάζει σαν ο ορθός λόγος να έχει στη χώρα μας μετατραπεί, από δυνατότητα του πολίτη να αποφασίσει για το μέλλον του από μία αυστηρά ανθρώπινη σκοπιά, σε αδυναμία να απαγκιστρωθεί όχι από κάποιο μνημόνιο όπως τυχοδιωκτικά του προτείνει ο εσμός της αριστεροδεξιάς «πατριωτικής ευλάβειας», αλλά από την θρησκευτικού τύπου αντίληψη ότι πίσω απ’ «όλα αυτά» υπάρχει ένα μεγάλο διεθνές σχέδιο που έχει μετατρέψει το μέλλον μας σε «αναπόδραστη μοίρα».
Θα μπορέσουμε να ματαιώσουμε την έλευση μιας εποχής ακινησίας και παραίτησης;
Η ψήφιση του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου δεν μας επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία.