Η λογική στα χρόνια της χολέρας

21 Οκτ 2012

Σε εκτεταμένο άρθρο της κ. Παντελαίου που δημοσιεύθηκε στη «Μεταρρύθμιση», στις 17/10/2012, γίνεται μία σοβαρή προσπάθεια να τοποθετηθεί το γενικό πρόβλημα της χώρας μας σε αντικειμενικές βάσεις, ώστε να σταματήσει ή να περιορισθεί η αντιπαράθεση των «δύο Ελλάδων», μνημονιακής και αντιμνημονιακής, που κατά την αρθρογράφο είναι άγονη, αφού αναπαράγει στείρα πολεμική και εκατέρωθεν δαιμονοποίηση της αντίθετης άποψης. Αν δεν αδικώ δε τους στόχους και τις προθέσεις της αρθρογράφου, υποστηρίζεται ότι επικεφαλής αυτής της προσπάθειας πρέπει να τεθεί η αριστερά, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει προηγουμένως ξεκαθαρίσει… «ποιους ακριβώς υπερασπίζεται και εκ μέρους ποιων ακριβώς μιλάει».

.

Θα ήθελα εξ αρχής να ξεκαθαρίσω ότι δεν αισθάνομαι μέλος κάποιας από τις δύο Ελλάδες, επειδή θεωρώ ότι αυτές οι δύο Ελλάδες απλώς δεν υπάρχουν. Εκείνο που υπάρχει ως μόνη και μοναδική Ελλάδα, την οποία βιώνουμε καθημερινά εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι αυτή στην οποία   επικυριαρχεί επί ολόκληρης της κοινωνίας μία ακραία διεφθαρμένη κρατική γραφειοκρατία, με την οποία διαπλέκονται όλοι, μα όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία αν άλλα κόμματα το κάνουν αυτό επειδή είναι -ή ήταν- κυβερνητικά και άλλα επειδή είχαν βολευτεί στην εξ ίσου αμαρτωλή αντιπολίτευση της πλειοδοσίας μεγιστοποίησης των παροχών με δανεικά. Σημασία έχει ότι το αποτέλεσμα από τη γιγάντωση αυτού του κοινωνικού υβριδίου, ήταν να θεριέψουν μαζί του λογιών-λογιών παραεξουσίες, που έχουν αλλοιώσει την θεσμική υποχρέωση, δυνατότητα και ικανότητα του ελληνικού κράτους να παρεμβαίνει κυβερνώντας, νομοθετώντας και αποδίδοντας δικαιοσύνη.

.

Αυτή η μοναδική σε έκταση εγκαθιδρυμένη διαπλοκή κράτους, ασύδοτων παραεξουσιών και πελατών αντικοινωνικών παροχών, που υπονόμευσαν ή και κατάργησαν το κοινωνικό κράτος εις βάρος των πραγματικά μη προνομιούχων πολιτών, που χρεοκόπησαν τα ασφαλιστικά ταμεία, που βάσισαν χωρίς να ρωτήσουν κανέναν την ευημερία μας στα πλεονάσματα του Βορρά, μέσω τραπεζικού υπερδανεισμού, είναι η πραγματικότητα που πρέπει επειγόντως να ανατρέψουμε. Γι’ αυτό το σύμπλεγμα «σοβιετοποιημένης» συλλογικότητας, η ένταξη στην Ευρώπη σημασιοδοτούνταν διαρκώς από ένα αμιγώς βλαχομπαρόκ φαντασιακό των «προοδευτικών δυνάμεων», που μεταξύ αρπαχτής, φανταχτερής κατανάλωσης, φοροδιαφυγής και πολιτικά άγαρμπης αγραμματοσύνης, αναζητούσε λαχανιάζοντας μία αστική ευρωπαϊκή κανονικότητα. Στην ουσία, επρόκειτο γι’ αυτό που εύστοχα η λαϊκή σοφία έχει περικλείσει ως νόημα στην παροιμία   «γαϊδουρινό το πρόσωπο – ζωή χαριτωμένη». Καμία σχέση δεν είχε ποτέ με την Ευρώπη των ατομικών δικαιωμάτων, της προστασίας των μειονοτήτων, της εργασιακής υπευθυνότητας, της λελογισμένης κατανάλωσης, της παροχής υψηλής ποιότητας κοινωφελών υπηρεσιών και της απόλαυσης πολιτιστικών προϊόντων υψηλής αισθητικής. Όποιος  έχει επισκεφθεί τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία και θεώρησε σημαντικό, εκτός από τα ψώνια, να «πάρει μάτι» και την καθημερινότητα του πολίτη, καταλαβαίνει πολύ εύκολα για τι μιλάμε.

.

Σωστά η αρθρογράφος εντοπίζει στη σημερινή Ευρώπη την κυριαρχία των συντηρητικών πολιτικών και την ασυδοσία τραπεζών που ζουν παρασιτικά, αν και δεν μπαίνει στον κόπο να διαφοροποιήσει την τραπεζική πραγματικότητα μεταξύ στοχευμένου αναπτυξιακού δανεισμού και παρασιτικών χρηματιστηριακών, ή ακριβέστερα, παραχρηματιστηριακών «μπουρμπουλήθρων». Σωστά εντοπίζει την ανάγκη αντίδρασης στα προβλήματα που δημιουργεί o «καπιταλισμός»,  αν και πρόκειται ακριβώς για την παρασιτική κερδοφορία του ηλεκτρονικού κοπαδιού μιας φούχτας μεγιστάνων του χρηματιστηριακού trading.

.

Αλλά, για όνομα του Θεού… Όταν μιλάμε για τραπεζική κερδοσκοπία και κακούς τραπεζίτες, να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Γιατί οι «κακοί» Έλληνες τραπεζίτες αγόραζαν άκριτα ελληνικό κρατικό χρέος, όντας μέρος της διαπλοκής που συντηρούσε ό,τι περιγράψαμε παραπάνω, ενώ οι Ισπανοί ομόλογοί τους αποφάσισαν να υπεραγοράσουν  υπερατλαντικές χρηματιστηριακές «τοξίνες», αντί να δανείσουν την πραγματική Ισπανική οικονομία. Και οι μεν και οι δε, είδαν να εξαφανίζεται η ρευστότητά τους. Και τους μεν και τους δε, αναχρηματοδότησαν οι φορολογούμενοι πολίτες μέσω των εθνικών προϋπολογισμών. Αλλά ενώ τα διαθέσιμα Γερμανικών, Ισπανικών και Ιρλανδικών τραπεζών εξανεμίστηκαν μέσα στα computers ακατανόητων για τον φυσιολογικό άνθρωπο swaps της Wall Street, ένα τεράστιο μέρος των ελληνικών τραπεζικών διαθεσίμων μετατράπηκε σε περιουσιακά στοιχεία της κρατικής γραφειοκρατίας, της κομματικής νομενκλατούρας και του σκοτεινού κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού των Φωτόπουλων, νόμιμα ή παράνομα αποκτηθέντα, αδιάφορο για το θέμα μας.

.

Αυτά πρέπει όλοι οι παραπάνω να τα επιστρέψουν σε όσους τα στερήθηκαν ως επενδύσεις, ως θέσεις εργασίας και ως ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή στη μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών, αδιάφορα αν είναι προλετάριοι, μικροαστοί ή κεφαλαιούχοι.  Αν αυτό προϋποθέτει και την ταυτόχρονη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου μας με άλλο, συμβατό με την παγκόσμια πραγματικότητα, καλώς να ορίσει.

.

Γιατί -συγχωρήστε με για τη λέξη- τα περί προσαρμογής των αλλαγών στο παραγωγικό μας μοντέλο στην ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι μπούρδες και διαρκές άλλοθι των συμμοριών (που δεν έχουν εθνικότητα) και που ποντάρουν στη βαλκανική μας μοίρα, στη ληστεία του φυσικού πλούτου της χώρας, κυρίως μέσω της επιστροφής στην «περήφανη» δραχμή.

.

Αν το κάθε ανεγκέφαλο «λαφαζάνι», το κάθε κρυπτοφασιστικό «καζάκι» και το κάθε τηλεακιζόμενο «οικονομολογάκι» θεωρείται ότι απαρτίζουν την αντιμνημονιακή Ελλάδα, ε, τότε είμαι μέχρι τα μπούνια με την Άλλη.