Καθώς καταλαγιάζει το σοκ από την κρίση, και υποχωρεί η αίσθηση της έκτακτης ανάγκης, πολλοί είναι αυτοί που προτείνουν να γυρίσουμε στις παλιές διαχωριστικές γραμμές της πολιτικής. Να επιλέξουν οι πολίτες δεξιά/αριστερά, ή έστω κεντροδεξιά/κεντροαριστερά, και ειδικότερα για την οικονομία, φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές συνταγές. Και να αφήσουν κατά μέρος τις εκκλήσεις για την πολιτική του «αυτονόητου» ή της «κοινής λογικής». Οσο κι αν φαίνονται εύλογα τα επιχειρήματα, η εμμονή σε αυτές τις σταθερές διαχωριστικές κρύβει μια μεγάλη παγίδα. Οτι δηλαδή, όπως στο παρελθόν, οι διαμάχες για το «πρόσημο» των πολιτικών θα είναι προπέτασμα καπνού για να κάνουν τη δουλειά τους οι ομάδες συμφερόντων που καρπώνονται τα χρήματα και τα προνόμια, ανεξάρτητα από διακηρύξεις και νόμους.
Ας το πούμε άλλη μια φορά: Η Ελλάδα δεν είναι ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος. Στη Δυτική Ευρώπη, όσο έντονες κι αν είναι οι πολιτικές διαμάχες, το κράτος λειτουργεί σε γενικές γραμμές ως εργαλείο που εφαρμόζει τη βούληση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται από το νομοθετικό έργο. Φυσικά υπάρχουν κοινωνικά συμφέροντα που συγκρούονται στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, αλλά όταν ψηφιστεί ένας νόμος μια «βεμπεριανή» γραφειοκρατία κινείται για να τον κάνει πράξη περίπου όπως τον σχεδίασε η Βουλή. Με αυτή την έννοια, το δυτικό κράτος λειτουργεί λογικά. Τίθενται ρητά ορισμένοι στόχοι από την πολιτική ηγεσία. Ψηφίζονται νόμοι σχεδιασμένοι για να τους υπηρετήσουν. Βρίσκονται χρήματα και άνθρωποι, και ορίζονται οι ρόλοι τους. Οι αρμόδιοι κάνουν τις καθημερινές ενέργειες που χρειάζονται να εφαρμοστεί ο νόμος. Τα αποτελέσματα των ενεργειών μετριούνται και αξιολογούνται. Αν υπάρχουν αστοχίες ή απρόβλεπτες παρενέργειες, λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα.
Το ελληνικό κράτος δεν λειτουργούσε ποτέ έτσι. Το ξέρουμε από την καθημερινή εμπειρία, προκύπτει και από σωρεία δεικτών. Τα αποτελέσματα των δημόσιων πολιτικών είναι εντελώς αναντίστοιχα με τις ρητές διακηρύξεις των πολιτικών και με τις εισηγητικές εκθέσεις των νόμων. Είναι συνήθως αναντίστοιχα και με τα χρήματα που δαπανώνται για αυτές. Δαπανούσαμε για κοινωνικά επιδόματα όσο οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με στόχο δήθεν τη στήριξη των αδύναμων, αφού τα περισσότερα θεσπίστηκαν από το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ. Αλλά αυτά δεν πήγαιναν στους αδύναμους, με αποτέλεσμα ο αριθμός των φτωχών να μην επηρεάζεται από τις κοινωνικές δαπάνες. Δαπανούμε σε συντάξεις, ακόμα και τώρα, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά του ΑΕΠ (17%), αλλά έχουμε σχεδόν τους περισσότερους φτωχούς ηλικιωμένους. Εχουμε τους περισσότερους καθηγητές γυμνασίου (125 για κάθε 1.000 μαθητές), αλλά τα χειρότερα αποτελέσματα στις διεθνείς εξετάσεις μαθηματικών και γραμματικής. Εχουμε τους πιο αυστηρούς νόμους για τις άδειες των επιχειρήσεων, την πολεοδομία, τα φορολογικά, τα εργασιακά, και το χαμηλότερο ποσοστό συμμόρφωσης προς αυτούς. Ο Γενικός Γραμματέας που υλοποιεί κατά γράμμα τους νόμους αποπέμπεται.
Αυτά δεν συμβαίνουν από λάθος, δεν είναι ένας «θόρυβος» που μολύνει το καθαρό σήμα, δεν είναι ατέλειες σε ένα κατά τα άλλα λογικό σύστημα. Οι ατέλειες είναι το σύστημα. Οι υπηρεσίες του κράτους λειτουργούν είτε για τους υπαλλήλους τους, είτε για συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, είτε για διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, και μόνο παρεμπιπτόντως για τον γενικό πληθυσμό, ή έστω για μια ολόκληρη τάξη. Ετσι οι δημόσιες πολιτικές, ό,τι «πρόσημο» κι αν έχουν όταν ψηφίζονται, υφαρπάζονται από επιμέρους συμφέροντα. Καμιά συλλογική στρατηγική δεν υπερισχύει, και το αποτέλεσμα είναι συνήθως η ακούσια συνισταμένη των διαφορετικών παρεμβάσεων που αλλοιώνουν τους διακηρυγμένους στόχους.
Σοσιαλδημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς προϋπολογισμούς που τηρούνται, αξιολόγηση και αναμόρφωση υπηρεσιών, και κοινωνικές παροχές είτε ίσες είτε στοχευμένες στους αδύναμους. Φιλελεύθερη οικονομία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς δικαστήρια που αποφασίζουν σε λογικό χρόνο, ξεκάθαρες χρήσεις γης, σαφές διευθυντικό δικαίωμα, σταθερή φορολογία, και γενικά κανόνες που τηρούνται. Το πρόβλημά μας στην Ελλάδα δεν είναι ποιο από τα δύο θα διαλέξουμε, αλλά ότι δεν μπορούμε να έχουμε κανένα από τα δύο.
Η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού, σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, χειρίζεται καλά την εξουσία της υποκρισίας και της υφαρπαγής: άλλα να λένε, άλλα να νομοθετούν, και άλλα να συμβαίνουν. Δίπλα τους υπάρχουν μερικοί «χρήσιμοι ηλίθιοι», που ειλικρινά νομίζουν ότι η πολιτική εξουσία, με αυτούς τους θεσμούς, μπορεί να εφαρμόσει κάποιο συνεκτικό πρόγραμμα, είτε σοσιαλιστικό είτε φιλελεύθερο. Και τέλος υπάρχουν οι λίγοι πραγματιστές με σχέδιο, που ξέρουν ότι το μεγάλο ζητούμενο δεν είναι ένα ιδεολογικό πρόσημο, αλλά το να έχουμε κράτος που μπορεί να σχεδιάζει και να εφαρμόζει με συνέπεια τις δημόσιες πολιτικές. Μόνο αυτοί εργάζονται πραγματικά για κάποιο γενικό συμφέρον, όπως κι αν το ορίζουν.
Πολιτική της λογικής είναι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στις διακηρύξεις, στα μέσα, και στο αποτέλεσμα. Πολιτική της υφαρπαγής είναι αυτή που υπερισχύει σήμερα σε όλα σχεδόν τα κόμματα. Η αντίθεση αυτή είναι πιο ουσιαστική στη σημερινή Ελλάδα από την ιστορική, και συχνά ψευδεπίγραφη, αντίθεση δεξιάς-αριστεράς. Εχουμε ανάγκη από ένα συγκροτημένο, διακομματικό, μέτωπο της λογικής. Και από έναν φορέα στο κέντρο του πολιτικού φάσματος που συμπυκνώνει αυτά τα προτάγματα.