Πριν από τρία χρόνια ένα φρικτό πράγμα συνέβη στην αμερικανική και ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Αν και το χειρότερο μέρος της οικονομικής κρίσης είχε παρέλθει, οι οικονομίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού παρέμεναν σε βαθιά ύφεση, με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας. Και όμως οι παγκόσμιες ελίτ αποφάσισαν μαζικά ότι η ανεργία δεν αποτελεί πια κρίσιμο ζήτημα και ότι η μείωση των ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών ήταν η πρωταρχική προτεραιότητα.
Οι υπέρμαχοι της λιτότητας προσπαθούν τώρα απεγνωσμένα να βρουν παραδείγματα όπου η λιτότητα έπιασε τόπο: διότι υποσχέθηκαν ότι αυτή πολιτική περικοπών θα ανέκοπτε την πορεία της κρίσης και θα οδηγούσε σε ευημερία.
Η έρευνα ξεκίνησε με τον φλερτ μεταξύ των υπέρμαχων της λιτότητας και της Ιρλανδίας. Η οποία προέβη σε σκληρές περικοπές όταν έσκασε η φούσκα με τα στεγαστικά της δάνεια και η οποία για λίγο καιρό θεωρούνται κορυφαίο παράδειγμα.
Σύμφωνα με τον Ζαν Κλοντ Τρισέ, η Ιρλανδία ήταν πρότυπο για όλα τα χρεωμένα κράτη της Ευρώπης. Οι αμερικανοί συντηρητικοί πήγαν και παραπέρα, λέγοντας ότι ίσως η Ιρλανδία να αποτελεί παράδειγμα και για την Αμερική. Οταν έκανε αυτή τη δήλωση ο Τρισέ η ανεργία της Ιρλανδίας ήταν στο 13,3%, όμως σήμερα βρίσκεται στο 14,6%, έχοντας πέσει ελαφρά από πέρυσι.
Μετά την Ιρλανδία ήρθε η Βρετανία, όπου μια κυβέρνηση των Συντηρητικών στράφηκε στη λιτότητα στα μέσα του 2010, επηρεασμένη εν μέρει από τη θεώρηση ότι οι ιρλανδικές πολιτικές ήταν τεράστια επιτυχία.
Αντίθετα με την Ιρλανδία, η Βρετανία δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να επιβάλει λιτότητα: όπως κάθε άλλο ανεπτυγμένο κράτος που εκδίδει το εθνικό του νόμισμα, είναι ακόμη ικανό να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Παρ? όλα αυτά ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον επέμεινε ότι μόνο μια γερή δημοσιονομική συρρίκνωση θα καθησύχαζε τους δανειστές και θα τόνωνε την οικονομία.
Αυτό που συνέβη ήταν ένα οικονομικό τέλμα. Πριν από τη στροφή στη λιτότητα, η Βρετανία ανέκαμπτε λίγο πολύ συντονισμένα με τις ΗΠΑ. Εκτοτε η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, αν και πιο αργά από ό,τι θα θέλαμε – αλλά η οικονομία της Βρετανίας δεν κινείται καθόλου.
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να περιμένει τους υπέρμαχους της λιτότητας να εξετάσουν την πιθανότητα κάτι να πηγαίνει στραβά με την ανάλυση και τις οικονομικές τους συνταγές. Ομως, όχι. Αρχισαν να ψάχνουν για νέους ήρωες και τους βρήκαν στις μικρές χώρες της Βαλτικής, συγκεκριμένα τη Λετονία, ένα κράτος που φαντάζει εξαιρετικά μεγάλο στην φαντασία των υπέρμαχων ης λιτότητας.
Σε ένα επίπεδο αυτό είναι κάπως αστείο: οι πολιτικές λιτότητες έχουν εφαρμοστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη ωστόσο το καλύτερο παράδειγμα επιτυχίας που μπορεί να βρεθεί βρίσκεται σε ένα κράτος με λιγότερους κατοίκους από ό,τι για παράδειγμα το Μπρούκλιν. Και όμως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξέδωσε δύο εκθέσεις για την λετονική οικονομία και βοηθούν πραγματικά να δούμε την όλη ιστορία με την κατάλληλη προοπτική.
Για να είμαστε δίκαιοι με τους Λετονούς, έχουν κάτι για να υπερηφανεύονται. Αφότου βίωσαν μια οικονομική κατάπτωση παρόμοια με της Μεγάλης Υφεσης, η οικονομία τους σημειώνει δύο χρόνια συνεχούς ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας. Ωστόσο, παρά την ανάπτυξη, έχουν ανακτήσει μόνο μέρος του χαμένου εδάφους όσον αφορά το ΑΕΠ τους ή τα ποσοστά ανεργίας – που βρίσκονται περίπου στο 14% ακόμη. Αν αυτή είναι η ιδέα που έχουν οι υπέρμαχοι της λιτότητας για ένα οικονομικό θαύμα, τότε πράγματι είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Α, και αν είναι να αναφέρουμε τις περιπτώσεις μικρών κρατών ως απόδειξη για το ποιες οικονομικές πολιτικές λειτουργούν, ας μην ξεχνάμε το πραγματικό οικονομικό θαύμα της Ισλανδίας – ένα κράτος που βρισκόταν στο επίπεδο του μηδενός της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το οποίο όμως χάρη στην υιοθέτηση ανορθόδοξων πολιτικών έχει ανακάμψει σχεδόν πλήρως.
Τι διδασκόμαστε λοιπόν από αυτή την μάλλον αξιοθρήνητη αναζήτησης για ιστορίες επιτυχίας της λιτότητας; Διδασκόμαστε ότι το δόγμα που έχει κυριαρχήσει στους διάλογους της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ τα τελευταία τρία χρόνια είναι λάθος από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς.
Οχι μόνο μας εξουσιάζουν φόβοι ανύπαρκτων απειλών, μας έχουν υποσχεθεί και ανταμοιβές που δεν έχουν έρθει και δεν θα έρθουν ποτέ. Είναι καιρός να αφήσουν στην άκρη την εμμονή για την μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και να επανέλθουμε στην αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος – δηλαδή της των απαράδεκτα υψηλών ποσοστών ανεργίας.