Σήμερα κόσμος πάει και έρχεται από το ένα κόμμα στο άλλο. Αν κανείς ρίξει μια ματιά στην κοινοβουλευτική σύνθεση των κομμάτων, δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει πως είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Το ίδιο συνέβαινε και στη Βουλή του 2013-2014. Σήμερα ο μεγάλος χαμένος αυτών των μετακινήσεων είναι Το Ποτάμι και ο «μεγάλος κερδισμένος» η Δημοκρατική Συμπαράταξη. Πριν από δύο χρόνια συνέβαινε το αντίθετο. Πέντε χρόνια πριν, το 2012, στη θέση της πολύφερνης νύφης ήταν η ΔΗΜΑΡ. Βεβαίως οι πολιτικές μετακινήσεις είναι δείγμα υγείας, όταν είναι εντός των ίδιων πολιτικών οικογενειών και «κουμπώνουν» με ιδεολογικές αφηγήσεις και όχι με όρους «βολέματος».
Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό ούτε αποκλειστικά ελληνικό. Συνδέεται με μια μακρόχρονη διαδικασία αποϊδεολογικοποίησης της πολιτικής. Μια μακρόχρονη διαδικασία που οδηγεί στην κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική. Ο James Burnham, κατά τη διάρκεια ακόμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναδείκνυε την άνοδο των «managers» στον έλεγχο της βιομηχανίας και της πολιτικής. Γι’ αυτόν οι τεχνοκράτες ήσαν ό,τι και η «γραφειοκρατική ελίτ» του σοβιετικού κράτους. Αυτή την ταύτιση των συστημάτων διαπίστωνε την ίδια περίοδο και ο Joseph Schumpeter στο «Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία» (1942). Ο C. Wright Milis θα συνεχίσει το 1959, «Η κοινωνιολογική φαντασία», τονίζοντας εμφατικά τον ρόλο του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος και τη διαπλοκή μεταξύ των πλουσίων και των ανώτατων διευθυντών και αυτών των δύο με τον κόσμο των πολιτικών προνομίων.
Στη συνέχεια ο Robert Dall, με τα έργα του «Ποιος κυβερνά;» (1961) και «Πολυαρχία, συμμετοχή και αντιπολίτευση» (1971), περιγράφει τους συνασπισμούς συμφερόντων που επηρεάζουν τη δημόσια πολιτική και οδηγούν στην αποϊδεολογικοποίηση. Στο μεταγενέστερο έργο του «Πρόλογος στην οικονομική δημοκρατία» (1985) επιτίθεται στον «εταιρικό καπιταλισμό», ο οποίος «γεννά τόσο μεγάλες ανισότητες ως προς τους κοινωνικούς και οικονομικούς πόρους, ώστε να προκαλούνται σοβαρές παραβιάσεις της πολιτικής ισότητας» (Cambridge: Polity Press, σελ. 60). Κατάληξη όλων η πολιτική και οι πολιτικοί χωρίς ιδέες.
Ξανά στα δικά μας τώρα. Ο Σταύρος Θεοδωράκης διαμαρτύρεται για το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά τού «κλέβουν» τους βουλευτές. Θα αφήσω στην άκρη ότι Το Ποτάμι συνέβαλε αρκετά στην αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής με την απομόνωση, από άλλα κριτήρια, του διαχωρισμού «νέοι κατά παλαιών». Εκ των πραγμάτων όμως αυτές οι μετακινήσεις, που δικαίως καταγγέλλει ο κ. Θεοδωράκης, είναι ασπόνδυλες και αποϊδεολογικοποιημένες και δεν βοηθούν όποιον τις καλωσορίζει.
Οταν η πολιτική επιλογή περιορίζεται σε μάστορες του πολιτικού τακτικισμού, όταν οι πολίτες βλέπουν τα ίδια πρόσωπα επί σαράντα χρόνια, όταν τους ζητούν τη ψήφο τους άνθρωποι που θεωρούν το διάβασμα και τις ιδέες φύρα και των οποίων η βιβλιοθήκη πίσω τους είναι άδεια ή γεμάτη με «άγιες εικόνες», όταν πολιτική είναι το ποστάρισμα «ποδοσφαιρικών» ή «μπασκετικών» ικανοτήτων ή κρασοκατανύξεων, τότε εκεί προκύπτει η κυριαρχία των «ασπόνδυλων» και των χωρίς ιδεολογία μετακινούμενων πολιτικών.