Ο Ιανουάριος θα είναι ένας εξαιρετικά κρίσιμος μήνας για το κυπριακό. Στις 9-12 Ιανουαρίου, στην Γενεύη, θα πραγματοποιηθούν συνομιλίες Αναστασιάδη-Ακιντζί που θα καταλήξουν σε πολυμερή διάσκεψη με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων. Ο Κύπριος πρόεδρος Αναστασιάδης δέχεται ήδη κριτική ότι αποδέχθηκε τους τουρκικούς όρους να συζητηθούν μαζί το εδαφικό και το θέμα της διακυβέρνησης (εκ περιτροπής προεδρία κοκ)με το κεφάλαιο της ασφάλειας (κατοχικός στρατός) και των εγγυήσεων (επεμβατικά δικαιώματα). Εχει, όμως, τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΑΚΕΛ) και τη βεβαιότητα ότι, αν χαθεί αυτή η ευκαιρία, θα ανοίξει ο δρόμος για μια “λύση” τύπου Κριμαίας (απόσχιση και προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία) με την ΕΕ πιο αδύναμη πολιτικά και διπλωματικά από ποτέ, τις ΗΠΑ στην εποχή Τραμπ και τα Ηνωμένα Εθνη να έχουν χάσει ακόμη και το συμβολικό τους βάρος.
Το κλισέ λέει ότι το κλειδί των εξελίξεων κρατά η Αγκυρα. Η προοπτική ενεργειακής συνεργασίας στην ανατολική Μεσόγειο αποτελεί ισχυρό πειρασμό για τον Ρ.Τ.Ερντογάν μαζί με την επιθυμία του για μια υπέρβαση που θα δώσει στη χώρα του την αίγλη της μεγάλης περιφερειακής δύναμης σταθερότητας αντί της εικόνας του ταραξία που βρυχάται χάνοντας (στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ, στη σχέση με την Αμερική, στο κουρδικό). Ο όλο και αυταρχικότερος Ερντογάν είναι απρόβλεπτος και ασυνάρτητος, δεν αποκλείεται όμως να κάνει κάποιο βήμα μπροστά. Η Τουρκία δεν πρόκειαι ποτέ να αποδεχθεί πλήρη και άμεση απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Μόνο μεταβατικές περιόδους και ποσοτικό περιορισμό μπορεί να συζητήσει γιατί ό,τι κερδίζεται στον πόλεμο δεν χάνεται στη διαπραγμάτευση.
Η Λευκωσία θα αποφασίσει πόσες υποχωρήσεις αντέχει συνεκτιμώντας και τι θα σημαίνει ενδεχόμενη αποτυχία της νέας προσπάθειας για την επανένωση του νησιού. Θα σταθμίσει τους διεθνείς συσχετισμούς, τις δυνητικές συμμαχίες, την οικονομική δυναμική, τις επιπτώσεις της επισημοποίησης της διχοτόμησης.
Το δόγμα “η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται” είναι σωστό. Το καλύτερο που έχει να κάνει η ελληνική πλευρά είναι να κρατήσει αποστάσεις και να στηρίξει. Καθόλου εύκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι ήδη φτιάχνεται μέτωπο “σκληρών” και οι “απορροιπτικοί” προσβλέπουν στους ΥΠΕΞ και ΥΠΑΜ Κοτζιά και Καμμένο ότι θα βάλουν βέτο αν κρίνουν ότι γίνονται εθνικές εκπτώσεις.
Πατριωτισμός δεν είναι η καταγγελία του αντιπάλου ούτε η μάχη για τη διατήρηση του status quo, είναι κάτι πιο δύσκολο, η ειλικρινής προσπάθεια για λύση και άρση του αδιεξόδου. Δεν είμαστε πιο πατριώτες από τους Κύπριους και δεν βλέπουμε εμείς κάθε μέρα την τουρκική σημαία στον Πενταδάκτυλο.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει να θυμηθεί τις ιστορικές ευθύνες της χώρας μας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και να αισθανθεί ότι, αν το 1974 θεωρήθηκε ότι “η Κύπρος κείται μακράν”, 42 χρόνια μετά βρίσκεται ακόμη μακρύτερα.