Η περασμένη εβδομάδα είχε αρκετές εξελίξεις ως προς τις σχέσεις των Θεσμών μεταξύ τους και με την ελληνική Κυβέρνηση. Αφενός με τα στοιχεία του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία και αφετέρου με όσα συνέβησαν στη Σύνοδο του ΔΝΓ στην Ουάσιγκτον.
Τα στοιχεία για την πορεία και την προοπτική της οικονομίας το 2017 όπως τα παρουσίασε το ΔΝΤ, είχαν δύο όψεις. Την ελπιδοφόρα εκτίμηση του για την ανάπτυξη του 2017 στο +2,8% που προέβλεψε, και την απαισιόδοξη εκτίμηση για τα υπόλοιπα δημοσιονομικά μεγέθη. Συγκεκριμένα το Ταμείο περιέγραψε ως μη ρεαλιστικούς τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, τόσο του προϋπολογισμού του 2017, όσο και του μνημονίου, όχι μόνο για φέτος αλλά και για τα επόμενα χρόνια, ακόμη και αν εφαρμοσθεί πλήρως το πρόγραμμα.
Το Ταμείο εκτιμά ότι φέτος η Ελλάδα θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ, (αντί πρόβλεψης για 0,6% του προϋπολογισμού), το 2017 θα βρεθεί στο 0,7% του ΑΕΠ (έναντι 1,8% του ΑΕΠ που είναι ο στόχος του ΥΠΟΙΚ) , ενώ από το 2018 και μετά εκτιμά ότι θα ανέρχεται ετησίως στο 1,6% του ΑΕΠ ( το μνημόνιο προβλέπει ότι από το 2018 και μετά θα πρέπει να βρίσκεται στο 3,5% του ΑΕΠ).
Αυτό αυτομάτως οδηγεί σε δημοσιονομικό κενό που προφανώς θα πρέπει να καλυφθούν με νέα μέτρα ύψους 3 δισ. ευρώ για το 2017 . Επίσης, το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα έσοδα του κράτους θα κινηθούν μειούμενα, και όλα αυτά παρά τις αυξήσεις φόρων που έχουν ήδη εφαρμοστεί, αλλά και αυτές που επίκειται η εφαρμογή τους.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμίσουμε τα εξής:
Εισαγωγικά να σημειώσουμε ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και η Κομισιόν τα τελευταία χρόνια έχουν επανειλημμένως κάνει λάθη στις προβλέψεις τους για τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας. Σε κάθε περίπτωση όμως, μία αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προς τα κάτω θα οδηγήσει σε αλλαγή των εκτιμήσεων για τα έσοδα του προϋπολογισμού, του ποσοστού της ανεργίας κλπ. Με δεδομένο ότι ο δημοσιονομικός στόχος για πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 δεν αλλάζει, μία μείωση του ρυθμού ανάπτυξης θα οδηγούσε στη λήψη επιπρόσθετων μέτρων. Διαφορετικά, θα ενεργοποιηθεί ο δημοσιονομικός κόφτης. Αυτό συνιστά μία απευκταία εξέλιξη και για τους Θεσμούς, αφού θα επηρεάσει αρνητικά την πορεία του προγράμματος και της πολιτικής διαχείρισης της αποτυχίας του, αλλά και την ελληνική Κυβέρνηση για ευνόητους λόγους αντίστοιχης σημασίας.
Ο μεγάλος γρίφος όμως είναι ότι ενώ το ΔΝΤ αναθεωρεί προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φέτος και του χρόνου, καταλήγει στην εκτίμηση για ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% το 2017. Ο λόγος είναι ότι το ΔΝΤ φαίνεται να συσχετίζει αρνητικά την έννοια του πρωτογενούς πλεονάσματος και της ανάπτυξης, όπως σημειώθηκε σωστά. Με άλλα λόγια το ΔΝΤ εκτιμά ότι όσο μικρότερο είναι το πλεόνασμα, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρυθμός ανάπτυξης. Και αυτό καθώς, σύμφωνα με τη λογική του ΔΝΤ, αν τα μέτρα του 2017 αποδώσουν, το μεν πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέβει, ο δε ρυθμός ανάπτυξης θα πέσει, γιατί από μόνα τους τα μέτρα χωρίς τις περιβόητες μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με το ΔΝΤ είναι υφεσιακά. Αν όμως ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα μειωθεί, τότε αυτό αυτομάτως θα συνεπάγεται λιγότερα μέτρα κάλυψης του στόχου, άρα λιγότερα υφεσιακά μέτρα.
Με λίγα λόγια οι εκτιμήσεις του Ταμείου αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του κόφτη…