Εξαρχής ήταν βέβαιο όσο και αναπόφευκτο, πως ετούτη η Κυβέρνηση μ’ ένα μόνον πράγμα θα καταπιανόταν, δηλαδή με το πώς θα υλοποιήσει καλές και κακές ντιρεκτίβες, με τις οποίες, υπό άλλες, λιγότερο ασφυκτικές συνθήκες, δεν επρόκειτο να ασχοληθεί. Για να είμαστε δίκαιοι, στις κυβερνητικές εμπλοκές πρέπει να ξεχωρίσουμε την αζέρικη συμφωνία για τον ΤΑΡ, τις προσπάθειες αλλαγής και απαλλαγής από καθηλώσεις του κρατισμού, την σχετικώς επιτυχή ενεργοποίηση του ΤΑΙΠΕΔ, την αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση εκβιαστικών κρίσεων που προκάλεσαν κλάδοι όπως αυτοί των εκπαιδευτικών, ή των εργαζομένων στα ΜΜΜ, αν και στα όρια του Συντάγματος, καθώς και μια διαμορφούμενη οικονομική και εξωτερική διπλωματία, που κυρίως εστιάζεται στις επαφές με Ομπάμα, Μέρκελ, Σόιμπλε, Ντοβούτογλου, κ.ά. Ίσως με μιαν ενδελεχέστερη νοητική περιήγηση, να βρίσκαμε άλλα τόσα κι άλλα τόσα για να της πιστώσουμε. Βέβαια, άλλες χρόνιες παθογένειες, όπως η υστέρηση στις δομές του Κράτους Πρόνοιας, η άναρχη πολιτική εισφορών των Ασφαλιστικών Ταμείων και άλλες, παρέμειναν εκεί που ήταν, σκέτοι Λεβιάθαν. Ας μην τανύσουμε όμως τα πράγματα ίσαμε το προπατορικό αμάρτημα, έτσι ώστε θυμικά, να της προσάψουμε τα προβλήματα πασών των γενεών.
Αυτή η Κυβέρνηση ειδικού σκοπού, όμως, δεν μπόρεσε να εμπεδώσει στέρεα και αποφασιστικά στους πολίτες ως πολιτική παιδαγωγική της, την αληθή επιθυμία συνεργασίας, όχι εκ καθήκοντος και ανάγκης, αλλά ως προϊόν τεκμηρίωσης των αλλαγών της χώρας. Έτσι, η συνεργασία Σαμαρά – Βενιζέλου – Κουβέλη, αν και από καιρό πιθανολογούμενη, δομήθηκε άτσαλα και ευκαιριακά από όλους. Πηγαίνετε στη δεκαετία του 1970 στην Ιταλία, θυμηθείτε τις κοπιώδεις προετοιμασίες συνεργασίας των Μόρο – Μπερλινγκουέρ και ορίστε τα συμπεράσματά σας.
Η αποφυγή ενός στερεοτυπικού πολιτικού λόγου, που καθορίζει τα τωρινά με ανεπίκαιρες παλιές διακρίσεις, μπορεί να οδηγήσει στο πεδίο του περιεχομένου ενός ουσιαστικού ελληνικού και ευρωπαϊκού εκσυγχρονιστικού στάτους, εις βάθος γενεών. Η παιδεία της πολιτικής σύγκλισης, ουδόλως ταυτίζει τα πολιτικά υποκείμενα, το κάνει όμως στη βάση επίκαιρων και προφανών αναλύσεων. Εξίσου λογικό φαίνεται και το ότι οι αλλαγές συντελούνται προνομιακά στο χώρου του Κέντρου- Κεντροαριστεράς, παρά οπουδήποτε αλλού. Αρκεί να δει κανείς τον Ανδρέα του 1980 και τον ύστερο του 1993, τις άτσαλες μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως δια των Σταθάκη, Δραγασάκη, αλλά και Τσίπρα και την παλιότερη, μάλλον επιτυχή απεμπόληση από τον πρεσβύτερο Καραμανλή, των αποκρουστικών συνιστωσών της ΕΡΕ και της ΝΔ και την διολίσθηση των κομμάτων του προς το συντηρητικό Κέντρο. Να σκεφτεί δε κανείς πως την προοδευτική αλλαγή του Συντάγματος εις βάρος των προνομίων της Βασιλείας, περί το 1960, την πρότεινε ο Καραμανλής και την απέρριψε ο Παπανδρέου. Και μην ξεχνάμε την μετατόπιση του Βραζιλιάνου Λούλα, προς απόψεις ταυτόχρονα μετριοπαθείς και προοδευτικές.
Παρακολουθώ τις προσπάθειες του Α. Σαμαρά, μη γνωρίζοντας αν ο παλιός εθνολαϊκιστής, στην μακρά απομόνωσή του, μελέτησε και κατενόησε τις καινούργιες πολιτικές και οικονομικές διακυβεύσεις. Ο Ε. Βενιζέλος, δεν υπήρξε παλιά ιδιαίτερα πούρος εκσυγχρονιστής, χωρίς όμως να θέλγεται κι από τα σήμαντρα του ακραιφνούς λαϊκισμού. Ήταν ένας ακόμα ευφυής, φέρελπις πολιτικός με φιλοδοξίες, παρά οτιδήποτε άλλο. Παρατηρώ την βίαιη μετάλλαξή του και τη σταδιακή ένταξή του, έστω και με αναιτιολόγητη καθυστέρηση, στην υπό διαμόρφωση μεταρρυθμιστική πολιτική ελίτ.
Η ΔΗΜΑΡ, με την φωτεινή εξαίρεση της σύνταξης αντιρατσιστικού νόμου, που με ευθύνη Σαμαρά δεν υλοποιήθηκε, δεν μας έφερε κάτι καινούργιο που να θυμίζει τις ευρηματικότητες του Κύρκου, του Παπαγιαννάκη, αλλά και των συνοδοιπόρων Πασαλίδη και Ηλιού. Ο πληθυντικός τρίτος πόλος, ναι μεν θα είναι προς την κατεύθυνση μιας κεντρώας – κεντροαριστερής εκδοχής, αλλά ταυτόχρονα θα λειτουργεί συγκεραστικά ως προς τις ιεραρχήσεις στόχων και προτεραιοτήτων της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Αρθούρος Σοπενάουερ, στους Αφορισμούς του, έγραφε πως η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν δεινό σκοπευτή και σ’ έναν μεγαλοφυή ομότεχνο, είναι πως ο δεινός στοχεύει επιτυχώς αυτό που βλέπουν όλοι, ενώ ο μεγαλοφυής στοχεύει επιτυχώς αυτό που μόνο ο ίδιος για την ώρα βλέπει και όχι οι άλλοι, παρόλο που όπου να ’ναι θα είναι ορατό σε όλους.
Αναζητείστε τους μεγαλοφυείς, δεν είναι και πολλοί από το 1825 ως το 2004. Κάποιοι αναγνωρίστηκαν, άλλοι πετροβολήθηκαν. Οι χρήσιμοι μεγαλοφυείς των νέων καταστάσεων είναι παρόντες και αν η γεραίρουσα παρακμάζουσα πολιτική ελίτ δεν παραχωρήσει κάποια στασίδια, θα τα πάρουν μόνοι τους, σύμφωνα πάντοτε με τους κανόνες της Αστικής Δημοκρατίας.