Η κρίση των ανεξάρτητων αρχών και η ανάγκη επανεκίννησης

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 05 Μαρ 2016

Είναι φανερό, το τελευταίο διάστημα, ότι η πολύπλευρη κρίση που ταλανίζει εδώ και πολύ καιρό τη χώρα μας έχει πλήξει βαριά και τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές (Α.Δ.Α.), δηλαδή έναν από τους πλέον σημαντικούς θεσμούς που κατοχυρώθηκαν συνταγματικά με την αναθεώρηση του 2001.

Οι Α.Δ.Α. ιστορικά αποτέλεσαν μια πρώτη σοβαρή προσπάθεια των εθνικών κρατών αφ’ενός μεν να αντιμετωπίσουν γραφειοκρατικές και πελατειακές παρεκτροπές του κράτους αφ’ετέρου δε να καθιερώσουν ισχυρά θεσμικά αντίβαρα απέναντι σε πανίσχυρες ιδιωτικές εξουσίες, οι οποίες, διαθέτοντας μέσα πρωτοφανούς εμβέλειας και αποτελεσματικότητας, απειλούν ευθέως πλείστα όσα ατομικά δικαιώματα.

Στην χώρα μας αποτέλεσαν ασφαλώς μια βαθιά θεσμική τομή η οποία αντιμετωπίσθηκε θετικά από τους πολίτες, διότι διαφοροποιήθηκαν εξ αρχής από τις ποικίλες δημόσιες υπηρεσίες, τόσο ως προς την στελέχωση όσο και ως προς την οργάνωση και λειτουργία. Αυτό οφείλεται, ιδίως, αφ’ενός μεν στο ότι τα μέλη τους εκλέγονται με ομοφωνία ή, κατ’ελάχιστον, με τα 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής  (άρθρο 101Α Συντάγματος) αφ’ετέρου δε στο ότι και γενικότερα απολαμβάνουν υψηλού βαθμού προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, η οποία αποτρέπει κατ’αρχήν τόσο τις πελατειακές παρεμβάσεις όσο και τις ποικίλες εξαρτήσεις που ταλανίζουν το ελληνικό δημόσιο.

Ωστόσο, παρότι η αρχική στελέχωση και λειτουργία των Α.Δ.Α. ανταποκρίθηκε σε γενικές γραμμές στις συνταγματικές προδιαγραφές και συνέβαλε στο να αποκτήσουν κύρος και αξιοπιστία, τα πρώτα προβλήματα δεν άργησαν να εμφανισθούν. Ειδικότερα:

Α. Σταδιακά, στην Διάσκεψη των Προέδρων άρχισαν να επικρατούν μικροκομματικές σκοπιμότητες (ψηφίζω τον δικό σου, ψηφίζω τον δικό μου), που όχι μόνον οδηγούσαν σε αναξιοκρατικές επιλογές αλλά και άφηναν κερκόπορτες κομματικών μεθοδεύσεων. Από την άλλη μεριά, για να μην αμφισβητείται η αμεροληψία των επιλεγομένων, αυξήθηκε σε υπέρμετρο βαθμό η στελέχωση των Α.Δ.Α. από τον χώρο των συνταξιούχων δικαστικών, πολλοί από τους οποίους παρέμειναν στη θέση τους για πολλά χρόνια, ακόμα και σε πολύ προχωρημένη ηλικία, χωρίς να διαθέτουν τις απαραίτητες φυσικές δυνάμεις, την ευελιξία και το σύγχρονο πνεύμα που απαιτείται σε μια εποχή με καταιγιστικές εξελίξεις.

Β. Εξ ίσου σημαντική –και συχνά κραυγαλέα – αποδείχθηκε και η έλλειψη απαραίτητων επιστημονικών συνεργατών, η οποία, σε συνδυασμό και με την ανεπάρκεια απολύτως αναγκαίου, για ορισμένες Αρχές,  τεχνικού εξοπλισμού, οδήγησε σε μερική ή ολική αδυναμία τους να ανταποκριθούν στον συνταγματικό τους σκοπό (όπως συνέβη για παράδειγμα με την περίπτωση του σκανδάλου των υποκλοπών).

Γ. Συν τω χρόνω,  στις Α.Δ.Α. παρεισέφρησαν  ορισμένες στενόμυαλες και «ελιτίστικες» νοοτροπίες και πρακτικές (υπεροψία απέναντι στις διοικητικές υπηρεσίες, στείρος καταγγελτισμός,  απόλυτες και άκαμπτες αξιώσεις για συμμόρφωση ερήμην των πραγματικών συνθηκών,  υπερβολικές και ενίοτε αυθαίρετες ερμηνείες ως προς την προστασία των σχετικών με τις Α.Δ.Α. δικαιωμάτων), οι οποίες επέτειναν, ιδίως, τις μομφές ότι πρόκειται για πολυτελείς θεσμικές νησίδες, ουσιαστικά στεγανοποιημένες απέναντι σε δημοκρατικά νομιμοποιημένους θεσμούς (ιδίως δε απέναντι στην Βουλή, ως αναδεικνύον όργανο) αλλά και αποκομμένες από την ζέουσα  κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.

Όλα αυτά εκ των πραγμάτων τροφοδότησαν την αμφισβήτηση των Α.Δ.Α., που είχε εκφρασθεί ευθύς εξ αρχής αλλά ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια, καθώς το σαστισμένο από την κρίση και βαλλόμενο πανταχόθεν πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε ανίκανο να διαχειρισθεί με την στοιχειώδη σοβαρότητα το ζήτημα της συναινετικής ανάδειξης των ηγεσιών τους, με αποτέλεσμα να παρατείνεται συνεχώς, και συχνά παράνομα, η θητεία των παλαιών και η όλη λειτουργία τους να τελεί υπό καθεστώς παραλυτικής εκκρεμότητας.

Η παρούσα κυβέρνηση προσπάθησε μεν να αντιστρέψει το κλίμα, χωρίς όμως να διασφαλίσει προηγουμένως τις αναγκαίες συναινέσεις και συγκλίσεις  που θα επέτρεπαν την συνολική υπέρβαση της κρίσης τους.  Το αποτέλεσμα είναι οι Α.Δ.Α. να παραμένουν ακέφαλες ή ελλιπώς στελεχωμένες και να μην μπορούν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους, με αποκορύφωμα την αδυναμία συγκρότησης του νέου Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και κατ’επέκτασιν την αδυναμία να δοθούν οι νέες τηλεοπτικές άδειες.

Έχω ήδη εκφράσει σε προηγούμενο άρθρο (από κοινού με τον Π. Δημητρόπουλο) επιφυλάξεις για τον σχετικό νόμο, ο οποίος κατά την άποψή μου ναι μεν ξεκινά από καλές προθέσεις αλλά οι βασικές ρυθμίσεις του, ως προς τις προδιαγραφές των τηλεοπτικών σταθμών και ως προς τον προσδιορισμό του αριθμού τους από τον Υπουργό και όχι από το ΕΣΡ, δεν κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, που θα έπρεπε να είναι, εν όψει και των δυνατοτήτων που παρέχει η νέα ψηφιακή εποχή, η διασφάλιση του επικοινωνιακού πλουραλισμού. Κι αυτό θα σήμαινε  την προκήρυξη όσο το δυνατόν περισσότερων αδειών, με ένα ελάχιστο τεχνικών προδιαγραφών και προσωπικού  αλλά και με δρακόντειους όρους, με αφετηρία το άρθρο 15 του Συντάγματος, τόσο ως προς την απόκτηση όσο και ως προς την διατήρηση της άδειας.

Με άλλα λόγια, για να επιλυθεί το πρόβλημα τα κόμματα πρέπει να συμφωνήσουν συνολικά για μια επανεκκίνηση των Α.Δ.Α., αρχίζοντας από την συγκρότηση του ΕΣΡ. Προς την κατεύθυνση αυτήν, η μεν κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει επιτέλους τις αδικαιολόγητες, συνταγματικά προβληματικές και πολιτικά πατερναλιστικές εμμονές της, που περιορίζουν τον ρόλο του ΕΣΡ και υπονομεύουν την πολυφωνική ενημέρωση, η δε αντιπολίτευση (και ιδίως η αξιωματική) πρέπει να αναγνωρίσει επιτέλους τις ευθύνες της για την προηγούμενη κατάσταση αλλά και αποφύγει τόσο τους πολιτικούς εκβιασμούς, που τραυματίζουν τους θεσμούς, όσο και το κλείσιμο του ματιού στους σημερινούς καναλάρχες…

Δημοσιεύτηκε κι στην «Εφημερίδα των Συντακτών»