Η κρίση της πανδημίας δεν πρέπει να αναστείλει τις μεταρρυθμίσεις

Ιωακείμ Γρυσπολάκης 04 Απρ 2020

Η παγκόσμια κρίση, που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό τους τελευταίους μήνες, δεν είναι μόνον κρίση της παγκόσμια υγείας. Είναι ηλίου φαεινότερο και κοινώς πλέον αποδεκτό, ότι θα επιφέρει και μία τεραστίων διαστάσεων διαρκή κρίση στους κοινωνικούς δεσμούς, στην οικονομία, στον πολιτισμό. Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και των κοινωνιών δεν θα είναι ίδιες, όπως ήσαν στην π.Κ. (προ Κορωνοϊού) εποχή. Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει από σήμερα να προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση των πολλών προβλημάτων, που θα ανακύψουν, όταν αρχίσουμε και πάλι να βγαίνουμε από τα σπίτια μας δειλά, και να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις.

Δεν είμαι οικονομολόγος ή κοινωνιολόγος, αλλά ένας απλός πολίτης. Ούτε καν προφήτης, ώστε εάν με ρωτήσει ο ποιητής «εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;», να απαντήσω: «Βλέπω τα έθνη, άλλοτε αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και . . .». Αυτό, όμως, δεν με απαλλάσσει από την ατομική ευθύνη να εκφράσω την αγωνία μου για το μέλλον και να επαναλάβω με κίνδυνο να γίνω βαρετός «Παιδείας Άρξασθαι». Η επόμενη μέρα θα πρέπει να βρει την Ελλάδα πλήρως εξοπλισμένη με τον κινητήριο μοχλό της οικονομίας, δηλαδή το Εκπαιδευτικό Σύστημα.

Αντιλαμβάνομαι πολύ καλά το άγχος και το βαρύ φορτίο, που έχει να σηκώσει ο πρωθυπουργός και η ηγεσία του υπουργείου παιδείας. Είναι σαφές ότι προέχει η υγεία των ανθρώπων και συγχρόνως η συνέχιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με το μοναδικό πρόσφορο μέσον, δηλαδή τη χρήση του διαδικτύου και της τηλεδιάσκεψης. Είναι κατανοητή η αγωνία της Νίκης Κεραμέως να φέρει εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο, τη στιγμή μάλιστα που η διαδικασία του εξοπλισμού όλων των σχολείων με διαδραστικούς πίνακες το 2010 (επί υπουργίας της Άννας Διαμαντοπούλου) καταργήθηκε το 2015 και αντικαταστάθηκαν από τους «μαυροπίνακες» του Αριστείδη Μπαλτά με την πλήρη κάλυψη του Αλέξη Τσίπρα. Αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά την προσπάθεια της κυβέρνησης να ανταπεξέλθει στα προβλήματα υγείας, παιδείας, οικονομίας, ανεργίας, ασφάλειας. Και τα καταφέρνει πολύ καλά, σε σημείο που η πολιτική της να αποτελεί πρότυπο αντιμετώπισης κρίσεων και να εξαίρεται παγκοσμίως.

Όμως, αυτό δεν φθάνει. Πρέπει από τώρα να προετοιμαστούν και να υποβληθούν στη Βουλή τα νομοσχέδια για το Νέο Σχολείο, την επανίδρυση των Πρότυπων Σχολείων, την αξιολόγηση όλων των διδασκόντων στα σχολεία και την προετοιμασία των Διδασκαλείων Μέσης Εκπαίδευσης για την μετεκπαίδευση των διδασκόντων, την κατάργηση και συγχώνευση τμημάτων, σχολών και Πανεπιστημίων, μετά από εκτενή αξιολόγηση, την ίδρυση νέων ΤΕΙ και Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης και την επαναφορά όλων των δομών και οργάνων, που προέβλεπαν οι καταργηθέντες νόμοι από τις κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα.

Η επιδιωκόμενη συναίνεση εκ μέρους της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των σημερινών κρίσεων, είναι επιβεβλημένη και αποδίδει καρπούς. Όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου οφείλει να αντιμετωπίσει ενωμένο τις σημερινές κρίσεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει και συναίνεση στα θεμελιώδη και δομικά θέματα, για τα οποία οι θέσεις ΝΔ και ΚΙΝΑΛ από την μία πλευρά και ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ από την άλλη είναι διαμετρικά αντίθετες. Έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν γραφεί εκατοντάδες άρθρων, που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα άμεσης επαναφοράς βελτιωμένων των μεταρρυθμίσεων του 2009-2012 στην Παιδεία. Έχουν υποβληθεί τεκμηριωμένες και αναλυτικές προτάσεις στην κυβέρνηση για τις αλλαγές που πρέπει να υλοποιηθούν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδεχθεί και ενστερνισθεί τις αλλαγές αυτές, αφού απετέλεσαν ένα μεγάλο μέρος του προεκλογικού προγράμματος του κόμματός του και θέσεις των προγραμματικών δηλώσεων.

Η συναίνεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων για την αντιμετώπιση των μεγάλων κρίσεων δεν σημαίνει και συναίνεση στο θεμελιώδες κεφάλαιο της Παιδείας. Ο πρωθυπουργός απολαμβάνει σήμερα ένα πολιτικό κεφάλαιο, που ουδείς άλλος είχε απολαύσει έως πρότινος. Ας το αξιοποιήσει στο έπακρο άμεσα. Δεν θα το πράξει για προσωπικό όφελος, αλλά προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας και της μελλοντικής ανάρρωσής της. Η χώρα θα του το αναγνωρίσει και θα τον τοποθετήσει ανάμεσα στις μεγάλες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής του τόπου στα διακόσια χρόνια του Ελληνικού Κράτους.