Η κρίση στον αγροτικό χώρο εκδηλώνεται μάλλον ηπιότερα, λόγω της αυτοκατανάλωσης και του σχετικά χαμηλότερου κόστους ζωής, σε σχέση με τον αστικό χώρο, αλλά φαίνεται να οξύνεται, όπως δείχνουν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών.
Η κρίση δεν αφορά μόνο την αγροτική δραστηριότητα, από την οποία προκύπτουν όλο και χαμηλότερα εισοδήματα, αλλά περιλαμβάνει και άλλες δραστηριότητες που υπάρχουν στις αγροτικές περιοχές. Οι δημόσιες και ιδιωτικές κατασκευές και κυρίως ο εσωτερικός τουρισμός βρίσκονται σε συνεχή συρρίκνωση τα τελευταία χρόνια.
Τα αίτια της συρρίκνωσης των μη αγροτικών δραστηριοτήτων στον αγροτικό χώρο μπορούν να αναζητηθούν στη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ενώ τα αίτια της μείωσης του αγροτικού εισοδήματος είναι περισσότερο σύνθετα και πρέπει να αναζητηθούν στη συνεχή μείωση των τιμών που εισπράττει ο παραγωγός-αγρότης σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών που καταβάλλει για ενέργεια, λιπάσματα, φάρμακα κ.ά.
Η μείωση των τιμών παραγωγού οφείλεται στην κατάρρευση του συνεταιριστικού κινήματος, η οποία αφήνει ελεύθερο πεδίο σε ανεξέλεγκτα εμπορικά δίκτυα, στη μείωση της στήριξης από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία από το 2005-6 εξασφαλίζει μόνο ένα εισόδημα επιβίωσης ακόμη και χωρίς αγροτική παραγωγή. Αν μάλιστα δεν υπήρχε η διεθνής διατροφική κρίση τα τελευταία χρόνια, οι τιμές του παραγωγού κυρίως των δημητριακών θα είχαν μειωθεί ακόμη περισσότερο.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση στις τιμές των βιομηχανικών εφοδίων οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου και γενικότερα της ενέργειας. Οι υψηλές τιμές των εφοδίων αυξάνουν το κόστος παραγωγής, καθώς η απόδοσή τους στην ελληνική γεωργία είναι πολύ χαμηλότερη από όσο είναι σε άλλες αναπτυγμένες χώρες, πράγμα που οφείλεται στο μικρό μέγεθος και τον πολυτεμαχισμό, στο χαμηλό τεχνολογικό και οργανωτικό επίπεδο και στον αναποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης των εκμεταλλεύσεων από την πλευρά των αβοήθητων και ελάχιστα καταρτισμένων αγροτών μας.
Θα μπορούσε να φανεί παράδοξο, αλλά τα μεγαλύτερα προβλήματα υπήρχαν και υπάρχουν στις επαγγελματικές εκμεταλλεύσεις των πεδινών περιοχών με μονοκαλλιέργειες και βεβαίως στην κτηνοτροφία, ενώ αντίθετα σε μικρότερες εκμεταλλεύσεις των άλλων περιοχών, όπου υπάρχει συνδυασμός καλλιεργειών και κυρίως εξωαγροτικές δραστηριότητες, όπως τουρισμός και κατασκευές, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Σήμερα όμως, λόγω της ύφεσης και συνεπώς της συρρίκνωσης και των μη αγροτικών δραστηριοτήτων παντού, υπάρχουν εξίσου σημαντικά προβλήματα, τα οποία εντείνονται από τη μεγάλη έλλειψη πιστώσεων.
Προφανώς υπάρχουν άμεσα μέτρα ανακούφισης, όπως χαμηλότερη φορολογία, έλεγχος των τιμών των βιομηχανικών εισροών, η εξασφάλιση περισσότερων και φθηνότερων δανείων κ.ά. Ομως το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς δομικές αλλαγές που εκκρεμούν δεκαετίες και περιλαμβάνουν την ενίσχυση της οργάνωσης των αγροτών, ώστε να μην υποκύπτουν στους εμπόρους, την αύξηση της απόδοσης των βιομηχανικών εισροών, με βελτίωση των τεχνολογικών και οργανωτικών μεθόδων για να μειωθεί το κόστος παραγωγής, την αύξηση του μεγέθους εκμεταλλεύσεων με έξυπνα φορολογικά κίνητρα και ρυθμίσεις στο κληρονομικό δίκαιο, την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας με ονομασία προέλευσης, τη συμβολαιακή σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τη μεταποίηση κ.ά.
Ολα αυτά προϋποθέτουν την οργάνωση των συμβουλευτικών δικτύων για την καθοδήγηση των αγροτών με ευθύνη των δημόσιων φορέων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο και κυρίως την εκπαίδευση και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και να οδηγήσει την ελληνική γεωργία σε καλύτερη θέση από τη σημερινή, όπου δυστυχώς η αξία των αγροτικών εξαγωγών μας έχει φθάσει να καλύπτει μόνο το 50%, περίπου, της αξίας των εισαγωγών μας.