Ελληνική πολιτική σκηνή χωρίς παράδοξα, δεν νοείται, όσα μακριά κι αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία.
Κι ένα από αυτά τα «παράδοξα» που κάνουν την πολιτική ζωή στην Ελλάδα να κινείται μεταξύ θεάτρου του παράλογου και χιτσκοκικού σασπένς, ζούμε τούτες τις ημέρες. Όχι μόνο εξαιτίας του νέου διχασμού που δημιουργείται γύρω από τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ, όπου ακόμη κι όσοι διατυπώνουν κάποιες ενστάσεις, κάποιο προβληματισμό, για σημεία της συμφωνίας, βρίσκονται υπό κατηγορία όχι μόνο ότι συγκαλύπτουν «εθνικιστικές απόψεις», αλλά και ότι «ταυτίζονται με την ακροδεξιά Νέα Δημοκρατία» – καθώς πλέον, εξ’ ορισμού, η Ν. Δ. είναι «ακροδεξιά», δεν το συζητάμε!
Αλλά και γιατί, την ώρα ακριβώς που με αφορμή και τη συμφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ, οι μεν ψεκασμένοι «Ανεξάρτητοι Ελληνες» του Καμμένου τελούν υπό διάλυση και το άθλιο κυβερνητικό σχήμα Σύριζα – Αν.Ελ. οδεύει στο άδοξο τέλος του, ο χώρος της κεντροαριστεράς, όπως τέλος πάντων εκφράστηκε από το νεοσύστατο Κίνημα Αλλαγής, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ακόμη κρίση που μπορεί να οδηγήσει στη διάσπασή του, στην οποία τόσοι πολλοί φαίνεται ότι έχουν επενδύσει…
Και αν μεν, για τη διάλυση του κυβερνητικού σχήματος Συριζανέλ, την οποία σχεδόν έχει προαναγγείλλει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, το σκοπιανό υπήρξε η θρυαλλίδα, για την κρίση στο Κιν. Αλ. φαίνεται ότι απλώς ήταν η σταγόνα στο ποτήρι ή και το απαραίτητο πρόσχημα… Αλλιώς, βλέπετε, είναι μια διαφωνία για το πότε ζητάει κανείς να γίνουν εκλογές – καθώς εδώ υπάρχει και ο παράγοντας της πολιτικής / κομματικής σκοπιμότητας – κι αλλιώς μια διαφωνία για ένα «εθνικό θέμα», όπως έχει βαπτιστεί εδώ και χρόνια η διαφορά με το γειτονικό κράτος για το όνομά του…
Αυτό άλλωστε φρόντισαν να καταστήσουν σαφές και τα δύο κύρια πρόσωπα της κρίσης στο Κιν. Αλ., Φώφη Γεννηματά και Σταύρος Θεοδωράκης, με τις δηλώσεις τους αλλά και με τις ομιλίες τους στη Βουλή, όπου επικαλέστηκαν το πώς αισθάνεται καθένας το «πατριωτικό του χρέος»:
* Η μεν Φώφη Γεννηματά αναφέρθηκε στην πατριωτική παράδοση της παράταξής της – «το ΠΑΣΟΚ πήγε στο 40% ως πατριωτικό κόμμα», φέρεται να είπε στην τελευταία σύσκεψη του Πολιτικού Συμβουλίου του Κιν. Αλ. στην οποία και υπήρξε ανοιχτή σύγκρουση με τον Σταύρο Θεοδωράκη
* Ο δε Σταύρος Θεοδωράκης τον πατριωτισμό επικαλέστηκε στην ομιλία του στη Βουλή, λέγοντας: «Μπορεί να έκανα και να κάνω λάθη. Ένα πράγμα, όμως, δεν έκανα και δεν θα κάνω ποτέ. Να μεταβάλω τις απόψεις μου σε μεγάλα, κρίσιμα για την πατρίδα και τον λαό, θέματα, επειδή φυσάει ο αέρας ανάποδα».
Το λεγόμενο «σκοπιανό» όμως υπήρξε η αφορμή της κρίσης. Τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν ακόμη και στην πριν τη σύσταση του νέου φορέα περίοδο.
Είναι γνωστό ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης ήταν αντίθετος με τη δημιουργία φορέα της κεντροαριστεράς, γιατί διαφωνούσε με τον προσδιορισμό «κεντροαριστερά», το ήθελε πιο «κέντρο» (!), κυρίως όμως γιατί δεν ήθελε να συνυπάρχει με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο άλλωστε θεωρούσε βασικό πυλώνα του παλαιού πολιτικού συστήματος, το οποίο και καταδίκαζε συλλήβδην ως υπεύθυνο της κρίσης αλλά και όλων των δεινών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα διαχρονικά.
Τελικά, πέρσι τον Αύγουστο, κι ενώ η Φώφη Γεννηματά είχε ξεκινήσει διαδικασίες για το νέο φορέα, και ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης είχε ήδη ανακοινώσει την απόφασή του να μετάσχει σ’ αυτές, ο Σταύρος Θεοδωράκης ανακοίνωσε κι αυτός τη συμμετοχή του στο εγχείρημα!
Εδώ, υπάρχει ένα ενδιαφέρον «παρασκήνιο» που μπορεί να εξηγεί και πολλά από όσα ακολούθησαν στην πορεία δημιουργίας του νέου κόμματος:
Λίγες ημέρες πριν ανακοινώσει ο Γιώργος Καμίνης την απόφασή του, πραγματοποιήθηκε ευρεία σύσκεψη στελεχών της Κίνησης των ΜΕΤΑρρυθμιστών της Αριστεράς, στην οποία συζητήθηκε για πρώτη φορά μετ’ επιτάσεως το ενδεχόμενο να μετάσχει στη διαδικασία εκλογής αρχηγού του νέου φορέα ο επικεφαλής της Κίνησης Σπύρος Λυκούδης. Και μάλιστα, καθώς αυτός προέβαλλε αντιρρήσεις, επικαλούμενος, κατ’ αρχήν, το γεγονός ότι ήταν αντίθετος με τη διαδικασία που είχε αποφασιστεί – πρώτα εκλογή αρχηγού, ο οποίος στη συνέχεια θα έθετε σε κίνηση τις … άλλες διαδικασίες, συνέδριο, εκλογή οργάνων κλπ – υπήρξε έντονη παρότρυνση από την πλευρά πολλών στελεχών να άρει τις αντιρρήσεις του, στις οποίες περιλαμβανόταν και το ότι ήδη είχαν ανακοινώσει ότι θα είναι υποψήφιοι επτά ή οκτώ, οπότε θα ήταν άχαρο να εμφανιζόταν και αυτός ως όγδοος ή και ένατος!
Σοβαρές ενστάσεις, χωρίς αμφιβολία, ωστόσο λόγω του ότι οι προτροπές υπήρξαν και πολλές και σοβαρές, αφέθηκε τελικά το θέμα να συζητηθεί σε άλλη σύσκεψη και αφού θα είχε προηγηθεί συζήτηση στο εσωτερικό της Κίνησης, προκειμένου να κατέληγε σε συγκεκριμένη εισήγηση στην ευρεία σύσκεψη.
Τελικά, η σύσκεψη αυτή δεν έγινε, καθώς ο Γιώργος Καμίνης ανακοίνωσε την απόφασή του να θέσει υποψηφιότητα, την οποία έως τότε απέκλειε, πράγμα το οποίο βάρυνε ακόμη περισσότερο στο δισταγμό του Λυκούδη να θέσει και αυτός υποψηφιότητα.
Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε και η απόφαση του Σταύρου Θεοδωράκη να κατέβει κι αυτός ως υποψήφιος πρόεδρος του νέου κόμματος, με αποτέλεσμα να καταστεί οριστική πλέον η απόφαση του Σπύρου Λυκούδη να μη μετάσχει στη διαδικασία για την ηγεσία του φορέα της κεντροαριστεράς.
Ο λόγος ήταν χωρίς αμφιβολία σοβαρός:
Θα ήταν αδιανόητο και στα όρια του πολιτικά ανήθικου να κατέβει αντίπαλος του Θεοδωράκη, τη στιγμή που όλους αυτούς τους μήνες που προηγήθηκαν ο Λυκούδης ήταν αυτός που πίεζε ασφυκτικά τον ηγέτη του Ποταμιού να μετάσχει στο εγχείρημα εγκαταλείποντας τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του.
Εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι πλέον ιστορία και ο καθένας μπορεί να διατηρεί τις απόψεις του, ως προς το τι θα ήταν καλύτερο να έχει γίνει για το νέο φορέα, όπως εγώ π. χ. που αν και αντιλαμβάνομαι πλήρως τους συναισθηματικούς λόγους που οδήγησαν τον Σπύρο να απόσχει από την εκλογική διαδικασία, εξακολουθώ να θεωρώ ότι τα πράγματα θα είχαν πάει καλύτερα με τον Σπύρο Λυκούδη παρόντα και όχι απλό παρατηρητή των όσων συνέβαιναν – και πάντως θα είχαν αποφευχθεί διαδικασίες και αποφάσεις που τραυμάτισαν από τα πρώτα του κιόλας βήματα το νεοσύστατο «Κίνημα Αλλαγής» – με το όνομα αυτό, επιλογή καθώς λέγεται του Σταύρου Θεοδωράκη, να είναι από τις πλέον ατυχείς αποφάσεις που πάρθηκαν.
Τα παράδοξα ωστόσο που σημάδεψαν την πορεία του Κιν. Αλ. υπήρξαν πολλά.
Οπως για παράδειγμα, η απόφαση για διορισμένους αντί για εκλεγμένους συνέδρους στο ιδρυτικό συνέδριο, όπως και στη συνέχεια για διορισμένα και όχι εκλεγμένα μέλη των οργάνων του Κινήματος – Κεντρική Επιτροπή κλπ. – απόφαση που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται ως απόδειξη της «πασοκοποίησης» του Κιν. Αλ.
Αλλά σ’ αυτή την απόφαση όχι απλώς είχε συναινέσει ο Σταύρος Θεοδωράκης, αλλά είχε επιμείνει – και μάλιστα δήλωνε παραμονές του Συνεδρίου ότι δεν θα μετείχε αν δεν οριζόντουσαν αναλογικά οι Σύνεδροι και δεν καταρτιζόντουσαν αντίστοιχα τα όργανα του Κινήματος. Σωστή απόφαση, γιατί διαφορετικά, αν γινόντουσαν εκλογές, ποιος πλην ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να εκλεγεί είτε στο Συνέδριο είτε στα όργανα του νέου Κινήματος, αλλά λάθος υλοποιημένη, χωρίς καμία προετοιμασία, χωρίς κάποιες, έστω κάποιες εξηγήσεις στον κόσμο που στήριξε την προσπάθεια και απορούσε.
Το ότι αυτή η απόφαση του διορισμού εξυπηρετούσε κατά κύριο λόγο τον Σταύρο Θεοδωράκη, φαίνεται και από το γεγονός, ότι αυτός ήταν που ανέλαβε να «μοιράσει» κατά το δοκούν τις θέσεις και τα πόστα και για λογαριασμό της Κίνησης των ΜΕΤΑρρυθμιστών! Είχε, επί παραδείγματι, πάρει για το Ποτάμι 100 συνέδρους, παραχώρησε τους 17 στους Μεταρρυθμιστές, να έχουν κι αυτοί να πορεύονται, ενώ για τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής από τους 60 που είχε το Ποτάμι «έδωσε» τους δέκα στους ΜΕΤΑ και από τους Δέκα που είχε για τη Γραμματεία της Κ. Ε. τους έδωσε, πάλι καλά, τον ένα (1) !
Βεβαίως, όλα αυτά αφορούν τον Σταύρο Θεοδωράκη και έρχονται να αναιρέσουν τις σημερινές όψιμες ενστάσεις του για την «πασοκοποίηση» του Κιν.Αλ. και τον «συντηρητισμό» του, τον οποίο τώρα τελευταία διαπιστώνει…
Υπάρχει όμως και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό και η ευθύνη της Φώφης Γεννηματά, η οποία απέκλεισε από όλες τις διαδικασίες τον Σπύρο Λυκούδη, συναινούντος ασφαλώς και του Σταύρου Θεοδωράκη, ο οποίος είναι προφανές ότι «βολεύτηκε» με τον αποκλεισμό του από το Πολιτικό Συμβούλιο, καθώς αυτό «βόλευε» και άλλους: την Γεννηματά κατ’ αρχάς, που απαλλασσόταν έτσι από την παρουσία ενός πολιτικού στελέχους με σοβαρές θέσεις, κύρος και απήχηση στην κοινωνία, αλλά και τον Θεοχαρόπουλο από την άλλη, καθώς αυτός και η ΔΗΜΑΡ θα έμεναν έτσι μόνοι να εκπροσωπούν στο Κίνημα την «ανανεωτική αριστερά»!
Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο στον Σταύρο Θεοδωράκη, γιατί οι δικές του αποφάσεις είναι που αυτή τη στιγμή μπορεί να καθορίσουν αποφασιστικά την περαιτέρω πορεία του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και γιατί θεωρώ όψιμες και εν πολλοίς προσχηματικές τις ενστάσεις του για «πασοκοποίηση» του Κιν. Αλ. καθώς, αφενός γνώριζε που έμπαινε και με ποιες διαδικασίες και αφετέρου, γιατί σ’ αυτές τις διαδικασίες πήρε μέρος χωρίς επιφυλάξεις.
Γνώριζε ότι το λεγόμενο Πολιτικό Συμβούλιο, που και με τη δική του συμφωνία με τη Φώφη Γεννηματά συγκροτήθηκε αυθαίρετα 6μελές, του εξασφάλιζε μεν να είναι το Νο 2 μιας και διέθετε κοινοβουλευτική ομάδα, δεν ήταν όμως παρά ένα όργανο συμβουλευτικό, το οποίο δεν μπορούσε να λειτουργήσει με βάση το γνωστό σχήμα, πλειοψηφία – μειοψηφία, καθώς το όποιο συγκυριακό 4-1 ή και 5-1 δεν εξέφραζε πραγματικούς συσχετισμούς, τόσο στο ίδιο το Κίνημα, όπου η Πρόεδρος – που είναι και η μόνη εκλεγμένη κατ’ ευθείαν από τη βάση – εκπροσωπεί τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Κιν. Αλ., όσο και στο επίπεδο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όπου η ΔΗ.ΣΥ. διαθέτει 20 έδρες έναντι 6 του Ποταμιού.
Κι εν πάση περιπτώσει, για να τα λέμε και όλα, ενώ το Π. Σ. είναι το ίδιο όργανο με το οποίο ο Σταύρος Θεοδωράκης εξασφάλιζε όλες τις ευνοϊκές γι’ αυτόν διευθετήσεις σε απ’ ευθείας συνεννοήσεις με την Φώφη Γεννηματά, από τις οποίες αποκλείονταν τα άλλα μέλη του 6μελούς οργάνου, έρχεται τώρα να επικαλείται «τα δικαιώματα της πλειοψηφίας» και δεν αναγνωρίζει στην Πρόεδρο, με την οποία μαζί αποφάσιζαν, το δικαίωμα να αποφασίζει. (Κι όταν λέμε, τα άλλα μέλη του 6μελούς, μεταξύ αυτών είναι ο δεύτερος των εκλογών, Νίκος Ανδρουλάκης, που συνήθως «ενημερώνεται» τηλεφωνικώς και ο 3ος Γιώργος Καμίνης, που είναι άγνωστο αν ενημερώνεται και πώς…)
Η συγχωρεμένη μητέρα μου, αυτά τα αποκαλούσε «τα καλά και συμφέροντα», αλλά πού ήξερε αυτή από πολιτική…
Ασφαλώς, το ότι αυτή ήταν – είναι – η λειτουργία του Κιν. Αλ. φυσικά και δεν απαλλάσσει των ευθυνών της την Πρόεδρο του, Φώφη Γεννηματά.
Αυτή έχει άλλωστε και την ευθύνη έναντι των 210.000 πολιτών που με την ψήφο τους συνυπέγραφαν το ιδρυτικό του νέου φορέα της κεντροαριστεράς και της έδιναν την εξουσιοδότηση να προχωρήσει στις διαδικασίες προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά αυτός ο νέος φορέας.
Και κρίνοντας από τα αποτελέσματα, την απαξίωση, δηλαδή, με την οποία περιβάλει πλέον μεγάλη μερίδα των πολιτών το Κιν. Αλ., τη δημιουργία παραοργάνων που εμφανίζονται μεν ως συμβουλευτικά, αλλά στην πραγματικότητα φαίνεται να έχουν αποφασιστικό λόγο στη λειτουργία και πορεία του Κινήματος, με πρόσωπα από την μακρά επετηρίδα του ΠΑΣΟΚ, το ότι τα διορισμένα όργανα, όχι ως «καθοδηγητικά» ούτε καν ως συμβουλευτικά λειτουργούν, ενώ σε κρίσιμα θέματα δεν συγκαλείται ούτε κοινή λειτουργία των δύο κοινοβουλευτικών ομάδων, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι έρχονται οι αποφάσεις έτοιμες από το παλιό βαθύ ΠΑΣΟΚ, τις οποίες απλώς η Πρόεδρος κοινοποιεί, όλα αυτά και ίσως πολλά άλλα, καθιστούν προφανείς τις ευθύνες της Προέδρου Φώφης Γεννηματά.
Και μια τέτοια απόφαση ως προερχόμενη από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ», καθώς ποτέ δεν συζητήθηκε έστω ως υπαινιγμός σε καμία συνεδρίαση του Π. Σ., εμφανιζόταν να είναι η θέση της κυρίας Γεννηματά για «εκλογές τώρα», που τόσες αντιδράσεις προκάλεσε όχι τόσο για το εκλογές, που είχε κάθε λόγο να ζητάει, αλλά για το «τώρα», πριν ακόμη δηλαδή οριστικοποιηθεί η έξοδος από το μνημόνιο, αυτό που ο ίδιος ο Τσίπρας επέβαλλε στη χώρα, αλλά που εν πάση περιπτώσει αυτός έχει και την ευθύνη της «εξόδου» και των όρων με τους οποίους θα γίνει.
Από την άλλη, ωστόσο, ούτε η θέση που πήρε τελικά ο Σταύρος Θεοδωράκης βοήθησε να ξεδιαλύνει η σύγχυση, καθώς μετακινήθηκε μεν από την πάγια θέση του, «όχι εκλογές πριν την ολοκλήρωση της 4ετίας», αλλά απέκλεισε οποιαδήποτε λύση από την παρούσα Βουλή και ζήτησε «πολιτική αλλαγή», η οποία όμως μόνο από εκλογές μπορεί να προέλθει!
Τα πράγματα ασφαλώς έγιναν πολύ χειρότερα όταν οι διαφορετικές απόψεις έφτασαν στο καυτό θέμα της συμφωνίας για το όνομα της γειτονικής χώρας, την οποία η μεν Φώφη Γεννηματά δήλωνε ότι αν έρθει στη Βουλή θα καταψηφίσει, ο δε Σταύρος Θεοδωράκης ότι θα ψηφίσει…
Εκείνο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς κρίνοντας τις δυο εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, είναι η βιασύνη με την οποία και οι δυο πολιτικοί έσπευσαν να τοποθετηθούν απέναντι σ’ ένα θέμα το οποίο ακόμη βρισκόταν σε εξέλιξη και ενώ ακόμη και τώρα είναι άγνωστο πότε, πώς και αν έρθει στη Βουλή η συμφωνία για κύρωση.
Η σοβαρότητα άλλωστε του θέματος, το οποίο διαπραγματεύθηκαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς, ερήμην της πολιτικής ηγεσίας, ακόμη και της κυβέρνησής του και του Κοινοβουλίου, αποβλέποντας καθαρά στο να δημιουργήσει ρήξεις στα κόμματα τα αντιπολίτευσης, την ώρα που μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης στεκόταν αντίθετη στη συμφωνία, «καπελωμένη» μάλιστα από τους έτοιμους κάθε φορά εκφραστές ενός «πατριωτικού αισθήματος» με σκληρές εθνικιστικές απόψεις, τη στιγμή ακριβώς που αυτά συνέβαιναν, βρήκαν οι δυο ηγέτες του Κιν. Αλ. να διασταυρώσουν δημόσια τα ξίφη τους και να φθάνουν να εκτοξεύουν δημόσια εκατέρωθεν κατηγορίες, προειδοποιήσεις και απειλές για αποχωρήσεις και διάσπαση.
Από τη σπασμωδικότητα με την οποία έδρασε ο επικεφαλής του Ποταμιού, να πραγματοποιήσει συσκέψεις στελεχών του και να συγκαλέσει την Μεγάλη Συνάντηση των Αντιπροσώπων, που λειτουργεί ως Κεντρική Επιτροπή, με θέμα την επικύρωση ή όχι της απόφασης να αποχωρήσει το Ποτάμι από το Κίνημα Αλλαγής, σίγουρα δείχνει ότι η απόφαση του Θεοδωράκη δεν πάρθηκε εν θερμώ, αλλά ως αποτέλεσμα διεργασιών που είχαν προϋπάρξει και τώρα βρήκαν τη στιγμή να εκφραστούν. Σαν έτοιμος από καιρό, που λένε…
Για την απόφαση του Σταύρου Θεοδωράκη να οδηγήσει τις σχέσεις του με το Κίνημα Αλλαγής στα όρια της διάσπασης, πολλά λέγονται και πολλά ακόμη μπορεί κανείς να υποθέσει, ανάλογα με το πώς τοποθετείται συνολικά απέναντι στο εγχείρημα του φορέα της κεντροαριστεράς.
Μπορεί πάντως να δει τους πανηγυρικούς τόνους με τους οποίους τοποθετείται το καθοδηγούμενο από τα υπόγεια του Μεγάρου Μαξίμου όργανο της κυβέρνησης «αυγή», που μιλάει για «γενναία στάση του επικεφαλής του Ποταμιού» και τα επαινετικά σχόλια του γνωστού ινστρούχτορα της κυβερνητικής προπαγάνδας, Καρτερού, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ποιος ευνοείται τελικά από την κρίση στο Κίνημα Αλλαγής και ποιος θα βγει κερδισμένος από μια διάσπασή του.
Ωστόσο, εκείνο που ανεξαρτήτως ευθυνών για την κρίση παραμένει χωρίς απάντηση, είναι τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει ο Σταύρος Θεοδωράκης αν αποχωρήσει τελικά από το Κίνημα. Σίγουρα σκοπεύει να διατηρήσει το Ποτάμι ανεξάρτητο ως τις εκλογές. Μπορεί ακόμη να θελήσει να διευρύνει την επιρροή του συνεργαζόμενος με άλλες πολιτικές δυνάμεις ή προσωπικότητες, που αποτέλεσαν άλλωστε και τη δύναμή του όταν εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο.
Και μετά; Θα κατέβει αυτόνομα στις εκλογές, όπως είναι και ο όρος του Μιλτιάδη Κύρκου για να παραμείνει στο Ποτάμι;
Μπορεί κι αυτό – κι ότι μαζέψει! – αν και το ζητούμενο τώρα είναι με ποιες δυνάμεις θα φτάσει τελικά στις εκλογές, ποιους βουλευτές, δηλαδή, καθώς ήδη αναπτύσσονται στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του διαθέσεις αποχώρησης προς διάφορες κατευθύνσεις. Γνωστά αυτά και καθόλου ευοίωνα για το μέλλον του Ποταμιού αλλά και του Σταύρου Θεοδωράκη.
Πέραν όμως των ερωτημάτων για το τι θα κάνει τελικά ο ιδρυτής και επικεφαλής του Ποταμιού, ερωτηματικά υπάρχουν και για το τι πρόκειται να κάνει ο συνεργαζόμενος με το Ποτάμι, Σπύρος Λυκούδης, ο οποίος εκτός από βουλευτής είναι και επικεφαλής της Κίνησης των ΜΕΤΑρρυθμιστών της Αριστεράς.
Ο ίδιος σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις του μέσω συνεντεύξεων δεν κρύβει την απογοήτευσή του για τα όσα συμβαίνουν στο Κιν. Αλ. Μόλις προχθές δήλωσε στο Ραδιόφωνο 24/7: «Εγώ, έτσι κι αλλιώς, εδώ και καιρό πιστεύω, ότι έτσι όπως συγκροτήθηκε και προχωράει, βλέπω δύσκολη τη μακροημέρευσή του», ενώ σε ότι αφορά στο κλίμα που υπάρχει στο Κίνημα των ΜΕΤΑρρυθμιστών, όπου ήδη πραγματοποιούνται συσκέψεις στελεχών του, δεν έκρυψε ότι «ο προβληματισμός που υπάρχει στο χώρο των Μεταρρυθμιστών της Αριστεράς που συνεργάζονται με το Ποτάμι είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός σε σχέση με την πορεία του Κιν.Αλ.».
Όλα αυτά να προοιωνίζουν ότι ο Σπύρος Λυκούδης και η Κίνησή του θα ακολουθήσει το Ποτάμι στην έξοδό του από το Κίνημα Αλλαγής;
Αυτή θα ήταν μια δυσάρεστη εξέλιξη, καθώς ο ίδιος ο Λυκούδης μπορεί να διαδραματίσει έναν σοβαρό ενωτικό ρόλο, όχι μόνο γιατί δεν βαρύνεται με θέσεις και κυρίως με αποφάσεις που τραυμάτισαν την πορεία του νέου φορέα, αλλά προ πάντων γιατί με το αναμφισβήτητο πολιτικό κύρος που διαθέτει μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες προς κάθε κατεύθυνση για το ξεπέρασμα της κρίσης, μέσα από την ανασύνταξη των δυνάμεων του Κινήματος Αλλαγής, με νέες οργανωτικές διαδικασίες και λειτουργίες που να ενθαρρύνουν τον πλουραλισμό και να διασφαλίζουν σύγκλιση των απόψεων.
Πρωτοβουλίες που μπορεί ακόμη να φθάσουν μέχρι τη σύγκλιση μιας εθνικής συνδιάσκεψης ή και έκτακτου συνεδρίου, στο οποίο να τεθούν προς επίλυση όλα τα προβλήματα που στιγμάτισαν την πορεία του Κιν. Αλ. και το οδήγησαν στην κρίση, αλλά και να εκλεγούν τελικά, μέσα από ανοιχτές, ενωτικές, δημοκρατικές διαδικασίες νέα όργανα που θα έχουν την ευθύνη να το οδηγήσουν συντεταγμένα στις εκλογές, που είναι προφανές ότι δεν θα αργήσουν.
Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται τόσο ο Σπύρος Λυκούδης όσο και τα στελέχη της Κίνησής του να ξεπεράσουν πικρίες και επιφυλάξεις, που δικαιολογημένα έχουν σωρευτεί όλο αυτό το διάστημα και να μπουν μπροστά, μαζί και με άλλες δυνάμεις που υπάρχουν, όπως οι Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, με τις οποίες οι ΜΕΤΑρρυθμιστές έχουν ήδη καλή συνεργασία, τις δυνάμεις που συσπειρώνονται στο πλευρό του Γιώργου Καμίνη στα πλαίσια του Κιν. Αλ., καθώς και πρόσωπα που έχουν αποτραβηχτεί αλλά που θα ήταν διατεθειμένα να συνεισφέρουν αν πειστούν ότι η ενωτική πρωτοβουλία στην οποία θα κληθούν να συμβάλουν είναι σοβαρή και κυρίως χωρίς ιδιοτελή κίνητρα.
Θα ήταν κρίμα και σίγουρα πολιτικό λάθος αν ο Σπύρος Λυκούδης, ο άνθρωπος που αγωνίστηκε όσο κανείς άλλος από όλους όσοι διαγκωνίζονται τώρα στην και περί την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, αποτραβιόταν κι αυτός και δεν έμπαινε και πάλι μπροστά για την αποσόβηση της κρίσης, πριν οδηγηθούν τα πράγματα στην ανεπανόρθωτη διάσπαση, με στόχο την ανασύνταξη του Κινήματος εν όψει και των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων που αναμένονται.