Η κρίση με τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις: Τουρκία-Συρία

Αγγελική Σπανού 09 Οκτ 2012

Είναι ίσως δύσκολο να φανταστεί κανείς, δεδομένων όλων αυτών που ζούμε τα τελευταία χρόνια, και ειδικότερα τις τελευταίες μέρες, ότι κάπου όχι πολύ μακριά μας, στην ευρύτερή μας περιοχή, συμβαίνουν γεγονότα, που αν και ασύνδετα με το μέλλον της Ελλάδας και το μέλλον του ευρώ, ενδεχομένως έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το παγκόσμιες εξελίξεις. Από τις 20 Σεπτεμβρίου, λίγο πολύ κάθε μέρα, η τουρκική μεθόριος πλήττεται από όλμους των Συριακών καθεστωτικών δυνάμεων με την Άγκυρα να ανταποδίδει βάλλοντας κατά στρατιωτικών στόχων εντός της Συριακής επικράτειας, με πυρά πυροβολικού.

Αποκορύφωμα των συγκρούσεων, απετέλεσε ο θάνατος από Συριακό βλήμα, δύο γυναικών και τριών παιδιών στις 3.10.2012, στην μεθοριακή τουρκική πόλη Akcakale. Το καταδικαστικό ψήφισμα του ΣΑ/ΟΗΕ, η επίκληση από την Τουρκία, του άρθρου 4 του Χάρτη του ΝΑΤΟ (αίτημα για σύγκληση Συμβουλίου από κράτος-μέλος που θεωρεί ότι απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα ή η ασφάλειά του) αντί του άρθρου 5 (συντονισμένη αντίδραση Συμμαχίας) για δεύτερη φορά σε τρείς μήνες (μετά το περιστατικό Ιουνίου κατάρριψης τουρκικού F-4 Phantom από την Συρία), οι διστακτικές παρεμβάσεις του Ειδικού Απεσταλμένου του ΟΗΕ και του Αραβικού Συνδέσμου κ.Brahimi, όλα προδίδουν τη γενικότερη παγωμάρα που επικρατεί.

.

Η πρόταση μάλιστα του Τ/ΥΠΕΞ για εγκαθίδρυση μεταβατικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Σύρο Αντιπρόεδρο Faruq Al Shara (στενό συνεργάτη πατέρα και υιού Assad και επί 15 έτη ΥΠΕΞ καθεστώτος) αποτελεί (ειδικά δεδομένου ότι έγινε προφανέστατα σε συντονισμό με τις ΗΠΑ) την πιο τρανταχτή απόδειξη της ΝΑΤΟικής υποχώρησης από παλαιότερες μαξιμαλιστικές θέσεις για απομάκρυνση του καθεστώτος.

Είναι σαφές σε μεγάλο βαθμό ότι το νέο-οθωμανικό πλαίσιο προβολής της τουρκικής ισχύος στην περιοχή δοκιμάζεται για πρώτη φορά από την ανάπτυξή του-μετά τον πόλεμο στο Ιράκ- με τέτοια σφοδρότητα. Το τμήμα της θεωρίας του, που βασίστηκε στο δόγμα Νταβούτογλου περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» και ανάπτυξη ήπιας ισχύος, έχει αποτύχει, συμπαρασύροντας μεγάλο μέρος του κύρους του Τ/ΥΠΕΞ, εντός Τουρκίας αλλά και στο εξωτερικό: Οι σχέσεις με την Αρμενία παραμένουν παγωμένες καθώς η τουρκική διπλωματία ποτέ δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από το Καραμπαχικό και τις υποχρεώσεις της έναντι του αδελφού Αζερικού λαού, ενώ σε διάφορες στιγμές φάνηκε να υπερφαλλαγίζεται από το Αρμενικό λόμπυ στο θέμα της γενοκτονίας (βλ. νομοσχέδιο Sarkozy Μαρτίου). Μην δυνάμενη να αποφύγει την εμπλοκή της στην σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών στο Ιράκ, η Άγκυρα παρακολουθεί τις σχέσεις της με την σιιτική Ιρακινή κυβέρνηση να δυσκολεύουν όλο και περισσότερο και τη Βαγδάτη να εκφράζει ολοένα και περισσότερο τη δυσφορία της για την προστασία που συνεχίζει να παρέχει η Άγκυρα στον Σουνίτη αντιπρόεδρο al- Hashimi που διώκεται στη χώρα του για συντονισμό επιθέσεων παραστρατιωτικών ομάδων κατά πολιτικών αντιπάλων.

Στις σχέσεις με την Κύπρο, δεν διαφαίνεται φως στο τούνελ, όχι μόνο λόγω της εξασθένισης της ενταξιακής διαδικασίας (όποιες ελπίδες και αν δημιουργούσε ακόμα και στην μετά-Σχέδιο Ανάν εποχή, ότι θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για την επίλυση του Κυπριακού), αλλά και επειδή η Τουρκία δεν φαίνεται να έχει βρει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τις αποτελεσματικές Κυπριακές κινήσεις στον ενεργειακό τομέα. Οι σχέσεις με το Ισράηλ είναι χειρότερες από ποτέ, όχι μόνο λόγω τις περιστασιακής υποστήριξης Ερντογάν στην Χαμάς και το περιστατικό του Στολίσκου της Γάζας, αλλά και επειδή το γενικότερο ύφος του ισλαμικού ηγέτη που επιλέγει να προβάλει ο Ερντογάν στην περιοχή, βασίζεται ανοιχτά στον αντι-σιωνισμό, παρά τις πιέσεις προς το αντίθετο του «δεύτερου πιο ισχυρού άντρα της Τουρκίας»: του εξ Αμερικής ορμώμενου Fetullah Gulen. Την ίδια στιγμή, η σύγκρουση με την Συρία οδηγεί στην αναζωπύρωση του Κουρδικού, όχι μόνο λόγω της υλικής και οικονομικής στήριξης που παρέχει το καθεστώς στο PKK σε απάντηση για την Τουρκική στήριξη στους αντικαθεστωτικούς, αλλά και λόγω της ανανεωμένης αυτοπεποίθησης που παρέχει στους αυτονομιστές Κούρδους η γνώση ότι τα αδέλφια τους στο Ιράκ και την Συρία επωφελούνται τα μέγιστα από την κατάρρευση των εν λόγω χωρών. Όσο για τις συνεχώς βελτιούμενες σχέσεις της Άγκυρας με τους Κούρδους του Βόρειου Ιράκ και ειδικά τον Πρόεδρο Barzani που καταχειροκροτήθηκε στο πρόσφατο Συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, μένει ακόμα να διαφανεί αν θα πεισθούν να παίξουν τον ρόλο που εμμέσως πλην σαφώς τους επιφυλάσσει η Άγκυρα: του υπονομευτή της Κουρδικής αυτονομίας στην Τουρκία και την Συρία. Δεδομένων των ανωτέρω, δεν είναι τυχαίο ότι σε ιδιωτικές συζητήσεις μέλη της Τουρκικής ελίτ- παραβλέποντας τις εντεινόμενες παραβιάσεις ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, ειδικά στην θάλασσα- αφήνουν ολοένα και περισσότερο να εννοηθεί ότι «με τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών και τον τουρισμό να έχουν εκτοξευθεί, η Ελλάδα είναι ο καλύτερός μας γείτονας».

Το μεγάλο διακύβευμα, όμως, δεν είναι αυτοί οι γείτονες. Το μεγάλο διακύβευμα ήταν και είναι το Ιράν και η Ρωσία. Η υποχώρηση της Σαουδικής Αραβίας αλλά κυρίως της Αιγύπτου, από την δεκαετία του ’70 και μετά, τόσο στο Παλαιστινιακό, όσο και σε σχέση με τα ευρύτερα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, άφησαν ένα μεγάλο κενό εξουσίας σε σχέση με την ηγεσία των ισχυρών Ισλαμιστικών/Αραβικών εθνικιστικών, ριζοσπαστικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής. Ο Σαντάμ πίστευε ότι αν καταλάμβανε το Κουβέιτ θα μπορούσε να γεμίσει αυτό το κενό. Η αποτυχία του, η κατάρρευση της χώρας του και η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων του Όσλο για το Παλαιστινιακό, άφησαν ελεύθερο το πεδίο στο Ιράν να επεκτείνει την σφαίρα επιρροής του. Ασχέτως του ζητήματος των πυρηνικών, λοιπόν, η επιρροή του Ιράν μέχρι πρότινος περιλάμβανε την Συρία, το (κατά πλειοψηφία σιιτικό) Ιράκ, τον Λίβανο (μέσω της Χεζμπολάχ), την Γάζα (μέσω της Χαμάς), ενώ η Τεχεράνη απειλούσε να βάλει πόδι και στο (σουνιτικό προπύργιο) του Κόλπου μέσω των σιιτικών εξεγέρσεων στο Μπαχρέιν. Είτε θεωρήσουμε ότι η Τουρκία προσπάθησε να ανεξαρτητοποιηθεί εν μέρη από τις ΗΠΑ όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική, είτε θεωρήσουμε ότι οι κινήσεις της (π.χ. αποδοχή εγκατάστασης ΝΑΤΟικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας) απλώς αποσκοπούσαν (για μια ακόμη φορά στην ιστορία της) στην αναβάθμιση του ρόλου της σε σχέση με του Αμερικανικούς σχεδιασμούς, στόχος της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν σίγουρα ο (μερικός) εκτοπισμός του Ιράν στην ηγεσία των Αραβικών/Ισλαμικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής (ρόλος μεσολαβητή στο Ιράκ, ισχυρός ρόλος στην μετα-Ασάντ Συρία κυρίως όσον αφορά την τύχη των Κούρδων, ρόλος στο Παλαιστινιακό κλπ).

.

Το ερώτημα είναι, κατά πόσο σε αυτήν την φάση είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει τους στόχους της στην λογική τους κατάληξη και να παρέμβει δυναμικά στην Συρία, ασφαλώς με ΝΑΤοική υποστήριξη.

Προφανώς η Άγκυρα γνωρίζει την εφεκτικότητα των ΗΠΑ (που βρίσκονται εν μέσω προεκλογικής περιόδου με ακόμα νωπές τις αποτυχίες τους στο Ιρακ και το Αφγανιστάν) και των Ευρωπαίων (που βρίσκονται εν μέσω μιας σφοδρότατης οικονομικής κρίσης και έχοντας μόλις ολοκληρώσει δαπανηρότατες στρατιωτικές επιχειρήσεις-με αμφίβολα βραχυπρόθεσμα οφέλη- στην Λιβύη), ενώ έχει ξεκάθαρη αντίληψη των εκρηκτικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει ένας τέτοιος (μάλλον μακροχρόνιος) πόλεμος για το Κουρδικό. Επίσης, ξέρει πολύ καλά ότι οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις που υποστηρίζει είναι στην καλύτερη περίπτωση ανοργάνωτες και αναξιόπιστες και στην χειρότερη περιέχουν άκρως επικίνδυνα για την σταθερότητα της περιοχής στοιχεία (λίγες ώρες πριν από το περιστατικό του Akcakale, εξερράγη βόμβα σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο στο Χαλέπι που σκότωσε 40 άτομα- μέθοδος που σύμφωνα με όλους τους ειδικούς παραπέμπει σε εισχώρηση της AlQaeda στους αντικαθεστωτικούς) . Παράλληλα, ξέρει πολύ καλά το εκρηκτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τους 100.000 (κυρίως αντικαθεστωτικούς) Σύρους που έχουν περάσει τα σύνορα και βρίσκονται σε κέντρα προσφύγων στην – κατοικημένη κυρίως από φιλο-ασαντικούς Αλεβίτες Αντιόχεια: oι συγκρούσεις αποφεύγονται μόνο με ισχυρή παρέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων.

Καλύτερα όμως από όλους, ξέρει και την ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία. Μια Ρωσία που όχι μόνο έχει αποδείξει ότι είναι έτοιμη να καθορίσει η ίδια της εξελίξεις στο Συριακό (προστατεύοντας το καθεστώς, της μόνης χώρας στην οποία διαθέτει βάση στην Μεσόγειο) και – σύμφωνα με πολλούς- έδωσε ξεκάθαρο μήνυμα στην Τουρκία για τις προθέσεις της με την κατάρριψη του F-4 το καλοκαίρι , αλλά μια Ρωσία που-με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση- επαναπροωθείται στις σφαίρες επιρροής της. Μετά από μια μακρά περίοδο υποχώρησης (1989-2003) η Ρωσία σταθεροποίησε σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στον Βόρειο Καύκασο (Τσετσενία), ανέτρεψε τα Αμερικανικά ενεργειακά σχέδια για τον Νότιο Καύκασο και την Κεντρική Ασία, κατέλαβε την Αμπχαζία και την Ν.Οσσετία από την Γεωργία, ανέτρεψε τις πολύχρωμες επαναστάσεις στην Ουκρανία, Κιργιζία και, προσφάτως, Γεωργία, την ηγεσία των οποίων ανακατέλαβαν ρωσόφιλα κόμματα, προστάτευσε το ρωσόφιλο καθεστώς στην Λευκορωσία και περιμένει την αποχώρηση των ΝΑΤΟικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν το 2014 για να επανεπιβάλει ανενόχλητη τον ρόλο της στην Κεντρική Ασία και, ενδεχομένως, νοτιότερα.

Επανερχόμενοι λοιπόν στο πρότερο ερώτημα περί τουρκικών προθέσεων, πρέπει να αναλογιστούμε, κατά πόσο η Άγκυρα είναι έτοιμη να παρέμβει δυναμικά, ρισκάροντας μια εμπλοκή του Ιράν στο πλευρό του καθεστώτος Ασάντ η οποία μπορεί να αποτελέσει την πολυπόθητη για πολλούς κύκλους στο Ισράηλ ευκαιρία για παρέμβαση. Μια παρέμβαση που αν συνδυαστεί με νίκη των Ρεπουμπλικανών στην επικείμενες αμερικανικές εκλογές, καθόλου δεν πρέπει να αποκλειστεί. Μια παρέμβαση που, λαμβάνοντας υπόψιν την ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών όπλων και τον Ρωσικό παράγοντα (τον «νούμερο ένα εχθρό των ΗΠΑ», σύμφωνα με τα λόγια του Ρόμνεϊ) μπορεί να οδηγήσει στην σφοδρότερη (όχι υποχρεωτικά περιφερειακή) σύγκρουση στην μεταπολεμική ιστορία.

Όπως επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο του («Turkey would do well to remember its history; The shelling of Syria and talk of war are the actions of an overconfident Government», The Times, 8.10.2012) ο τουρκολόγος, πρώην σύμβουλος της Θάτσερ και νυν θρυλικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Bilkent, Norman Stone, το κεντρικό δόγμα της Κεμαλικής Τουρκίας «Peace at home. Peace in the world», αποτελούσε μια εγγύηση ότι η Τουρκία, κοιτώντας προς την Δύση και αποδεχόμενη την Συνθήκη της Λωζάννης, δεν θα επιζητούσε την επανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή ακόμα και την ενεργό εμπλοκή της, στην ανατολή. Πέραν του συγκεκριμένου (και αναστρέψιμου όπως είδαμε το 2003) ρόλου της σε σχέση με τον πόλεμο στο Ιράκ, η Τουρκία αποφάσισε ουσιαστικά να αλλάξει ρότα με το Δόγμα του «Στρατηγικού Βάθους» και με εφαλτήριο την θέση της στου ΝΑΤΟικούς/Αμερικανικούς σχεδιασμούς,. Κατά πόσο όμως μπορεί να διατηρήσει αυτήν την πολιτική στηριζόμενη σε μια πληγωμένη υπερδύναμη (ΗΠΑ) της οποίας τα απανωτά λάθη οδήγησαν στην ισχυροποίηση δύο περιφερειακών δυνάμεων (Ρωσία, Ιράν) με διαφορετικά αν όχι αντιτιθέμενα σε σχέση με τα τουρκικά, συμφέροντα στην περιοχή; Ο Norman Stone, μαζί με σύσσωμη την κεμαλική αντιπολίτευση, συστήνει την επιστροφή στο μετριοπαθές- όσον αφορά την προς ανατολάς εξωτερική πολιτική- αλλά δοκιμασμένο, Κεμαλικό δόγμα.

.

Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος