Ο κατάλογος των κρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση όλο και μεγαλώνει. Ωστόσο, πέρα από την ψήφο της Βρετανίας στο δημοψήφισμα για να εγκαταλείψει την Ένωση, την αναταραχή στην Πολωνία γύρω από το Συνταγματικό Δικαστήριο, τον ρωσικό επεκτατισμό, τους μετανάστες και πρόσφυγες και την ανάδυση του εθνικισμού, η μεγαλύτερη απειλή για την ΕΕ έρχεται από το εσωτερικό: μια κρίση της πολιτικής ηγεσίας που παραλύει τους θεσμούς.
Σαν να ήθελαν, θα έλεγε κανένας, να το αποδείξουν αυτό, οι ηγέτες των χωρών-μελών της ΕΕ (με την εξαίρεση της πρωθυπουργού της Βρετανίας Τερέζα Μέι) συναντήθηκαν πρόσφατα στη Μπρατισλάβα της Σλοβακίας, σε μια προσπάθεια να επιδείξουν αλληλεγγύη και να θέσουν σε κίνηση τη διαδικασία μεταρρύθμισης μετά το Brexit. Οι συμμετέχοντες έκαναν κάποια πρόοδο προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης, η οποία θα πρέπει να χαιρετιστεί, αλλά και προς την παραδοχή ότι το υπάρχον οργανωτικό πλαίσιο της ΕΕ δεν είναι βιώσιμο. Ελάχιστη συζήτηση έγινε για θεσμικές ή οικονομικές ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Την ίδια ώρα, η άρνηση του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι κατά το κλείσιμο της συνόδου να εμφανιστεί επί σκηνής με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ απλώς επιβεβαίωσε τους φόβους ότι μια χωρίς πηδάλιο ηγεσία τροφοδοτεί τη θεσμική δυσλειτουργία. Ετσι μια σύνοδος που υποτίθεται ότι θα ήταν επίδειξη ενότητας, το μόνο που έφερε στο φως ήταν περισσότερες διαιρέσεις.
Οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για αυτήν την τελευταία αποτυχία. Καταρχάς, θα πρέπει να σταματήσουν να εκδίδουν κενές περιεχομένου διακηρύξεις. Η θεσμική ανικανότητα της ΕΕ είναι εμφανής και ειδικά στους εχθρούς της. Έτσι τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη επιλογή: είτε ένα άλμα προς τα εμπρός και την ενοποίηση ή αναπόφευκτη αποσύνθεση.
«Λίγοι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να κατανοούν ότι ο πραγματικός κίνδυνος για την ΕΕ – όπως και για το δικό τους πολιτικό μέλλον – είναι το status quo»
Λίγοι Ευρωπαίοι θέλουν να κάνουν αυτή την επιλογή. Πολλοί πολιτικοί φοβούνται να πληρώσουν υψηλό πολιτικό κόστος στη χώρα τους «κυνηγώντας» την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων στην ΕΕ. Υποστηρίζουν ότι είναι ριψοκίνδυνο να πιέζουν για περισσότερη ενοποίηση στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία και ότι η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να κάνει λιγότερα και με καλύτερο τρόπο.
Πρόκειται όμως για ψευδή ανταλλαγή. Η ΕΕ θα μπορούσε να χτίσει ένα περισσότερο ολοκληρωμένο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης για να αυξήσει τις επενδύσεις και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα θα εξορθολογίσει τη λειτουργία της για να αντιμετωπίσει συνηθισμένες αιτιάσεις για τη γραφειοκρατία και τις δυσλειτουργίες της.
Λίγοι ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να κατανοούν ότι ο πραγματικός κίνδυνος για την ΕΕ – όπως και για το δικό τους πολιτικό μέλλον – είναι το status quo. Καθώς τα λαϊκιστικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη συντρίβουν στις δημοσκοπήσεις τα παραδοσιακά κόμματα, η ευκαιρία για την επίτευξη πραγματικής αλλαγής απομακρύνεται γρήγορα.
Δεν χρειάζεται να γίνουν έτσι τα πράγματα. Πάρα πολλοί ηγέτες παραδίνουν «διαπιστευτήρια» σε εθνικιστές και λαϊκιστές της χώρας τους, πιστεύοντας λανθασμένα ότι αυτό θα συγκρατήσει τα ποσοστά τους στις δημοσκοπήσεις, την ώρα που θα έπρεπε να δείχνουν πραγματικά δείγματα ηγεσίας και να παλεύουν για το κοινό καλό.
Οι επερχόμενες εθνικές εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία θα είναι βαρόμετρα για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηγεσίας. Στις πρόσφατες εκλογές σε γερμανικό κρατίδιο, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Μέρκελ και ο κυβερνητικός της εταίρος, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, εμφάνισαν αξιοσημείωτες απώλειες, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι ο μεγάλος συνασπισμός της Γερμανίας κινδυνεύει πριν από τις εκλογές του επόμενου έτους. Εν τω μεταξύ, η υποστήριξη προς την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) συνεχίζει να αυξάνεται.
Οι επιλογές για τους ηγέτες είναι είτε να δώσουν διαπιστευτήρια στους λαϊκιστές ή να απαντήσουν στα λαϊκίστικα επιχειρήματά τους
Η Μέρκελ έχει δύο επιλογές: Μπορεί να μετακινηθεί προς τα δεξιά, όπως έκανε ο γάλλος πρώην πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί κατά την πρόσφατη διεκδίκηση για την προεδρία της Γαλλίας ή να πολεμήσει να κρατήσει το Κέντρο απαντώντας στα ίσια στα απλουστευτικά επιχειρήματα της AfD. Είναι μια ξεκάθαρη επιλογή: η Μέρκελ θα πρέπει να πάρει θέση και να πολεμήσει ενώ θα προωθεί και ένα εναλλακτικό όραμα για τον εκσυγχρονισμό της ΕΕ.
Η νίκη κατά του λαϊκισμού θα απαιτήσει ηγέτες που θα αναγνωρίσουν ότι κάποιοι έμειναν πίσω λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλά και να καταρρίψει τον μύθο ότι υπάρχει μια γρήγορη λύση, ή ότι η παγκοσμιοποίηση μπορεί απλά να αντιστραφεί. Αντίθετα με τα λαϊκιστικά επιχειρήματα, ο προστατευτισμός δεν θα μειώσει την ανεργία των νέων ή την εισοδηματική ανισότητα. Αν οι χώρες της ΕΕ απορρίψουν τις εμπορικές συμφωνίες που είναι υπό συζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της Συνεργασίας για το Διατλαντικό Εμπόριο και τις επενδύσεις (TTIP) και της Συνολικής Συμφωνίας για την Οικονομία και το Εμπόριο (CETA), το μερίδιο της ΕΕ στο παγκόσμιο εμπόριο θα μειωθεί και εξαιτίας αυτού η ευρωπαϊκή οικονομία θα υποφέρει.
Με παρόμοιο τρόπο, αν η ευρωζώνη δεν καταφέρει να προχωρήσει με την ολοκλήρωση ενισχύοντας τις δομές της οικονομικής διακυβέρνησης, το μόνο που θα γίνει θα είναι να συνεχιστεί η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, εμποδίζοντας την κοινωνική κινητικότητα και υπονομεύοντας την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι καιρός οι ηγέτες της ΕΕ να θέσουν αυτά τα επιχειρήματα πιο αποτελεσματικά.
Σχεδόν μια δεκαετία μετά την έναρξη της κρίσης, αναζητούμε απαντήσεις και η -πολιτική- μάχη συνεχίζεται
Από το ένα άκρο της Δύσης στο άλλο, η οικονομική κρίση του 2008 προκάλεσε μια πολιτική μάχη που ακόμα είναι σε εξέλιξη. Μετατράπηκε από μάχη για την απόδοση ευθυνών και τις μεταρρυθμίσεις σε μια σύγκρουση μεταξύ των οραμάτων για τις ανοιχτές και τις κλειστές κοινωνίες· ανάμεσα σε μια παγκόσμια συναίνεση και σε πολιτικές που εξακολουθούν να λειτουργούν σε εθνικό, τοπικό ή ακόμα και φυλετικό επίπεδο.
Εάν η ΕΕ πρόκειται να καταστείλει την εξέγερση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, το ελεύθερο εμπόριο και τις ανοικτές κοινωνίες, θα χρειαστεί περισσότερους ηγέτες και λιγότερους μάνατζερ. Ειλικρινά, οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να κάνουν κάτι καλύτερο από το να κατηγορούν τους θεσμούς της ΕΕ, τις υποθετικές εμπορικές συμφωνίες και τους πρόσφυγες για τις δικές τους αποτυχίες στην αντιμετώπιση της ανεργίας και τη μείωση των ανισοτήτων.
Οι λύσεις που υπάρχουν τώρα για την διαχείριση της κρίσης τελειώνουν. Εμείς στην Ευρώπη μπορούμε είτε να βάλουμε το κεφάλι μας στην άμμο ενώ το ευρωπαϊκό σχέδιο θα πεθαίνει σιγά σιγά, ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την κρίση για να ξεκινήσουμε ένα νέο σχέδιο ανανέωσης και μεταρρύθμισης.
Και εδώ η ορθή επιλογή είναι ξεκάθαρη: οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να προσφέρουν στους Ευρωπαίους ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση την αντίληψη ότι οι εύλογοι φόβοι των ανθρώπων σχετικά με την παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με μια συλλογική, προοδευτική ευρωπαϊκή απάντηση.
Η ΕΕ υπήρξε μια σημαντική κινητήριος δύναμη της παγκοσμιοποίησης, και μόνο η ΕΕ έχει την ισχύ να βοηθήσει στη διαχείριση των συνεπειών. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους γιατί ο εθνικισμός δεν μπορεί να το πράξει.
© The Project Syndicate
* Ο Guy Verhofstadt είναι πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και επικεφαλής της ομάδας των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ALDE).