Για τρίτη συνεχή χρονιά έχω τη χαρά να παρίσταμαι και να χαιρετίζω ως δήμαρχος την κεντρική εκδήλωση του ADF. Θυμίζω ότι στην πρώτη μας διοργάνωση, το κεντρικό θέμα ήταν «η δημοκρατία υπό πίεση». Φυσικά, στον νου όλων κυριαρχούσε τότε η ελληνική περίπτωση, καθώς η οικονομική κρίση είχε ήδη φέρει στην επιφάνεια και όλες τις παθογένειες του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Σήμερα, δύο χρόνια μετά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα παραμένει ακόμη βαθιά αμήχανη, δίχως πυξίδα, χωρίς προσανατολισμό.
Από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 2009, έχουν μεσολαβήσει τέσσερις βουλευτικές εκλογές, έξι κυβερνήσεις και το πρόσφατο δημοψήφισμα που κόντεψε να διχάσει τη χώρα. Ακόμη και μετά από όλα αυτά όμως, φαίνεται πως η πολιτική κρίση δεν λέει να τελειώσει. Μοιάζει σαν να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στη χώρα μας και ότι θα μας συνοδεύει για πολύ καιρό ακόμη. Μέσα στο ίδιο κλίμα φαίνεται να ξεδιπλώνεται και η εκλογική αναμέτρηση της προσεχούς Κυριακής – σε συνθήκες σύγχυσης των πολιτών και αβεβαιότητας για το μέλλον.
Κι όμως μέσα σ’ αυτήν την ενδημική κατάσταση αμηχανίας, λειτουργεί από την πρώτη στιγμή μια δύναμη που είναι μεν αδιόρατη, έχει όμως σταθερή κατεύθυνση. Η κρίση, όπως λένε πολλοί αναλυτές, «καταβροχθίζει» από το 2009 και δώθε τις ελληνικές κυβερνήσεις, τη μια μετά την άλλη. Δεν θα διαφωνήσω σε αυτό, με την προσθήκη όμως ότι χωνεύοντας κυβερνήσεις, η κρίση διαλύει συγχρόνως και τις αυταπάτες που προσπάθησαν να καλλιεργήσουν διαδοχικά οι αρχηγοί των κομμάτων, προκειμένου να κατακτήσουν την κυβερνητική εξουσία ή να παραμείνουν σε αυτήν.
Το τίμημα της αυτογνωσίας που κληθήκαμε να καταβάλουμε οι Ελληνες είναι βεβαίως τεράστιο, γιατί κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών σχεδόν καταστράφηκε η οικονομία της χώρας και εκατοντάδες χιλιάδες ανυποψίαστοι άνθρωποι βίωσαν την κοινωνική κατρακύλα και την ταπείνωση της φτώχειας. Είναι μια οδυνηρή αλήθεια ότι πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς έχουν, προσώρας τουλάχιστον, γυρίσει την πλάτη τους στη δημοκρατία. Εκδηλώνουν την οργή τους υποστηρίζοντας εξωσυστημικά κόμματα, εχθρικά προς τη δημοκρατία. Στην πλειοψηφία τους όμως τα ανθρώπινα θύματα της κρίσης επέδειξαν μεγάλη αντοχή, καρτερία και σωφροσύνη.
Σήμερα, που έχει καταρρεύσει πια με εκκωφαντικό κρότο και η τελευταία χίμαιρα, ήλθε η ώρα ώστε οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να τιμήσουν την ωριμότητα αυτών των ανθρώπων, εφαρμόζοντας με συνέπεια και ευρεία συναίνεση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα· όχι σαν ένα δυσβάστακτο φορτίο που μας έχει έξωθεν επιβληθεί από κάποιες σκοτεινές ανθελληνικές δυνάμεις –και αυτό το παραμύθι έληξε άδοξα– αλλά ως μια μεγάλη ευκαιρία να προχωρήσουμε επιτέλους στις βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές που έχει τόση ανάγκη η Ελλάδα. Κάποιοι το υποστηρίζουν αυτό εδώ και χρόνια. Oλοι αυτοί που δεν βλέπουν τη δημοκρατική αντιπαράθεση σαν μια διαρκή πάλη μεταξύ του απόλυτου καλού και του απόλυτου κακού, αλλά ως έναν διαρκή αγώνα για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Αγώνας που κατά κανόνα ξετυλίγεται μέσα από σκληρές αντιπαραθέσεις, ενίοτε όμως ζητά από τους αντιμαχόμενους να συνεργαστούν, πρωτίστως όταν διακυβεύονται τα μεγάλα αγαθά της δημοκρατίας. Τελικά, σε μια δημοκρατία, ακέραιη η αλήθεια δεν είναι κτήμα κανενός.
Υπάρχει όμως και κάτι άκρως σημαντικό, που συχνά το λησμονούμε όταν συζητάμε εδώ στην Ελλάδα για την κρίση που μας ταλανίζει. Με την εσωστρέφεια που μας διακρίνει, αφήνουμε κατά μέρος την ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος, και ειδικότερα τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει έναντι των Ευρωπαίων εταίρων μας, οι οποίοι επανειλημμένα έδειξαν την αλληλεγγύη τους απέναντι στην υπερχρεωμένη χώρα μας. Η νοοτροπία αυτή, το να επικαλούμαστε την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εγωιστικά και μονοδιάστατα, δηλαδή μόνον όταν έχουμε να αποκομίσουμε οφέλη, και να τους χαρακτηρίζουμε δανειστές και τοκογλύφους όταν καλούμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, υπονομεύει εκ προοιμίου κάθε έννοια αλληλεγγύης.
Δικά της αντίστοιχα διλήμματα βιώνει σήμερα και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση, που καλείται να αντιμετωπίσει και τη δική της κρίση μέσα από τη δοκιμασία του προσφυγικού προβλήματος. Κρίση που ξέσπασε απότομα, όχι όμως και απροειδοποίητα. Μολονότι τα προμηνύματα της κρίσης αυτής είχαν εκδηλωθεί εδώ και πολλά χρόνια, η Ευρώπη καλείται σήμερα, σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, να διαχειριστεί ένα πρόβλημα που καθημερινά προσλαμβάνει, με ασύλληπτη ταχύτητα, γιγαντιαίες διαστάσεις. Η πραγματικότητα αυτή απογυμνώνει αμετάκλητα και τις δύο μανιχαϊστικές, άρα απλοϊκές, προσεγγίσεις που κυριαρχούσαν μέχρι σήμερα στον ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, δημόσιο λόγο. Από τη μία πλευρά τη δημαγωγική λογική του «ανοίξτε διάπλατα τα σύνορα» και από την άλλη τη μισάνθρωπη και ξενοφοβική προσέγγιση του προβλήματος των προσφύγων και μεταναστών.
Και εδώ λοιπόν η καταιγιστική ορμή των εξελίξεων σαρώνει τα μονοπώλια της αλήθειας. Αυτό που απομένει, ως γνώμονας δημοκρατικού ήθους και συμπεριφοράς, είναι η αρχή της αλληλεγγύης, που θα δοκιμαστεί σε περισσότερα επίπεδα. Κατ’ αρχάς ως αλληλεγγύη της Ε.Ε. προς τα διωκόμενα ανθρώπινα πλάσματα που αναζητούν καταφύγιο στα εδάφη των κρατών – μελών της. Η αλληλεγγύη στην περίπτωση αυτή θεμελιώνεται στις ευρωπαϊκές καταστατικές αρχές του ανθρωπισμού, της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Αλληλεγγύη όμως και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, όπως επιβάλλει η αρχή της αμοιβαίας δικαιοσύνης. Και τέλος, με βάση την ίδια αρχή, αλληλεγγύη στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Ως δήμαρχος Αθηναίων είναι εύλογο να επιμένω σε αυτήν την τρίτη διάσταση, με το επιχείρημα ότι δεν επιτρέπεται οι Ελληνες να απαιτούμε την αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών χωρών στο προσφυγικό πρόβλημα, εάν δεν υιοθετούμε εμείς οι ίδιοι τη στάση αυτή μέσα στη χώρα μας. Γι’ αυτό άλλωστε από την πρώτη στιγμή ο Δήμος Αθηναίων έδωσε το παράδειγμα, παραχωρώντας χώρο για εγκατάσταση προσφύγων και συμμετέχοντας στη διευθέτησή του. Οι πολίτες της Αθήνας έχουν πια το ηθικό δικαίωμα να αξιώνουν από τις άλλες ελληνικές πόλεις να αναλάβουν την αντίστοιχη ευθύνη που τους αναλογεί.
Στη χώρα μου αλλά και στην Ευρώπη ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος, όπου τα ζητήματα της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης είναι αξεδιάλυτα δεμένα. Αυτά πιστεύω είναι θέματα για τα οποία αξίζει να συζητάμε κάτω από τη σκιά του ιερού βράχου της Ακρόπολης. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.