Ένα από τα ευρήματα της έρευνας της GPO στα ΝΕΑ του περασμένου Σαββάτου που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι δύο στους τρεις ερωτώμενους θεωρούν ανεπαρκή τα οικονομικά μέτρα στήριξης για την πανδημία παρά το δυσανάλογο, για τις δυνατότητες της χώρας, μέγεθος τους (27 δισεκ.ευρώ όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση). Μέτρα, με τα οποία το κράτος πληρώνει σε ζεστό χρήμα μισθούς, επιδόματα, ενοίκια, πάγιες δαπάνες, τόκους δανείων, επιστρεπτέες προκαταβολές που μετατρέπονται σε μη επιστρεπτέες κλπ, ορθώνοντας μια αναγκαία καταρχήν γραμμή άμυνας απέναντι στις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Την ίδια στιγμή όμως ακούμε για παρατράγουδα και τρύπες στην εφαρμογή των μέτρων που εκμεταλλεύονται πολλοί πονηροί «δικαιούχοι» συμπατριώτες μας, σε μια ακόμη ένδειξη της διάχυτης αντίληψης περί ενός κράτους-αγελάδας για άρμεγμα που δεν είναι δική μας αλλά του γείτονα, αντίληψης του «δώσε και σε μένα μπάρμπα» και ο μπάρμπας πάντα κάπου να βρίσκει και να δίνει. Και επειδή οι επιδόσεις του μπάρμπα στον έλεγχο είναι πάντα χαμηλές, όπως συμβαίνει και με την φοροδιαφυγή, τη μαύρη εργασία και τις ποικίλες επιδοτήσεις, το αποτέλεσμα είναι η σπάταλη διάθεση/απώλεια πόρων και η άνιση κατανομή τους.
Παράλληλα όμως, οι ιδιωτικές καταθέσεις στις τράπεζες αυξήθηκαν κατά 20 δισεκ.? το 2020. Υπήρξε βέβαια μείωση της κατανάλωσης το 2020 σε σύγκριση με το 2019 κατά 6 δισεκ.Ευρώ, αλλά μειώθηκαν σημαντικά και τα εισοδήματα, το ΑΕΠ κατά 8,2%, τα τουριστικά έσοδα κατά 80% κλπ, άρα από που προέκυψε η μεγάλη διαφορά;
Στο μεταξύ, η αύξηση των δαπανών βυθίζει ξανά τη χώρα στα ελλείμματα και στα χρέη, τα οποία θα ξαναβρεί μπροστά της. Γιατί όπως λένε στην ίδια έκδοση της εφημερίδας επιφανείς ευρωπαίοι οικονομολόγοι «Μην περιμένετε κούρεμα του δημόσιου χρέους, το κλειδί είναι η ανάπτυξη», αν και υπάρχουν και φωνές με την αντίθετη άποψη.
Η διέξοδος είναι χιλιοειπωμένη. Το κράτος πρέπει να θεραπεύσει την αδυναμία του στο να οργανώνει ορθολογικά τη διαχείριση και κατανομή των παροχών και τον έλεγχο (το ίδιο ισχύει και με τις εν γίνει κοινωνικές δαπάνες που βρίσκονται μεν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στα επίπεδα και των άλλων χωρών της ΕΕ, αλλά με πολύ χειρότερη αντιστοίχιση ως προς τις πραγματικές ανάγκες).
Να διορθώσει επίσης την επικοινωνιακή του αδυναμία στο να εξηγείται εκτεταμένα η κάθε πολιτική (όπως ο Τσιόδρας στο πρώτο κύμα της πανδημίας) και, ταυτόχρονα και προπάντων, να καλλιεργείται μια διαφορετική οικονομική κουλτούρα και υπευθυνότητα στην κοινωνία.
Στα απτά αποτελέσματα της εφαρμογής της θα κρίνεται φαίνεται στο εξής κάθε πολιτική, όπως προκύπτει και από τα υπόλοιπα ευρήματα της ίδιας έρευνας. Το ίδιο μήνυμα ισχύει και για την αντιπολίτευση που περί άλλα τυρβάζει και χάνει μεγαλύτερο έδαφος και αξιοπιστία, ακολουθώντας ξεπερασμένες πρακτικές.