Η κουλτούρα του τρόμου

Γιώργος Σιακαντάρης 20 Ιαν 2013

Αυτά που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στο κομματικό και πολιτικό σύστημα της χώρας φαντάζουν σαν όλοι να έχουν «συνωμοτήσει» ώστε να περάσει στις συνειδήσεις των πολιτών η ατζέντα του κ. Σαμαρά και της Νέας Δημοκρατίας.

OΣΥΡΙΖΑ στις δύο προηγούμενες εκλογές, μη έχοντας κανένα κυβερνητικό πρόγραμμα πέρα κάποιων γενικόλογων διακηρύξεων και μια υψηλών τόνων πολιτική αποκήρυξης του Μνημονίου, επέλεξε να στέκεται στη βάρκα της αντισυστημικότητας. Μετά τις εκλογές, κυρίως με τη συνδρομή ορισμένων μετριοπαθών, αλλά κυρίως καλλιεργημένων στελεχών του (Δραγασάκης, Σταθάκης), προσπάθησε να μεταπηδήσει στη βάρκα του κυβερνητισμού. Και την ώρα που έκανε αυτήν την προσπάθεια, μόλις είχε περάσει το ένα του πόδι στη βάρκα των κυβερνητικών προτάσεων, κάποιοι τον κράτησαν και έμεινε μετέωρος.

Τις τελευταίες μέρες κάνει ό,τι μπορεί για να επιστρέψει στη βάρκα του αντισυστημισμού. Θα έλεγα πως αυτό είναι ομολογία ότι φοβάται να κυβερνήσει, αν δεν ήταν κάτι πολύ χειρότερο. Είναι απόδειξη πως η απολίτικη και ελλιπώς πεπαιδευμένη «μαγιά» εκείνων των στελεχών που αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της ηγεσίας του, έχει αποφασίσει να ποντάρει στη «ζύμη» της ηθικολογίας. Τέλος πάντων, θα μπορούσε κάποιος να πει, δικό τους είναι το κόμμα και έχουν κάθε δικαίωμα να «πατούν» όπου θέλουν και να ζυμώνουν επίσης ό,τι θέλουν. Εσένα τι σε μέλλει;

Δεν είναι, όμως, ακριβώς έτσι. Γιατί από τη μια πλευρά η διχαστική πολιτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκοντας να ποινικοποιήσει, για μία ακόμη φορά την πολιτική αντιπαράθεση, μετατρέποντας τη χώρα σε δικαστήριο, και από την άλλη η άρνησή του να καταδικάσει καθαρά και όχι με ήξεις αφίξεις τα πολλαπλασιαζόμενα καθημερινώς φαινόμενα ακροαριστερής βίας (απειλές και τραμπουκισμοί κατά του δημάρχου Αθηναίων, καταλήψεις κομματικών γραφείων, γκαζάκια σε σπίτια δημοσιογράφων και μολότοφ στο σπίτι του αδελφού του κυβερνητικού εκπροσώπου, με αποκορύφωμα την επίθεση κατά των γραφείων της ΝΔ – δεν θέτω στον ίδιο παρανομαστή τις καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων γιατί αυτό το θέμα χρειάζεται μια μεγαλύτερη συζήτηση) σε συνδυασμό με δηλώσεις στελεχών του που απαξιώνουν την κοινοβουλευτική Δημοκρατία, όλα αυτά δημιουργούν ένα κλίμα μετατόπισης της πολιτικής στο δίλημμα «τάξη ή αταξία», «καθαρά ή βρόμικα χέρια».

Εδώ θα μου επιτραπεί μια παρένθεση, το να λέει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κύριος Διαμαντόπουλος πως είναι αναρχικός και συνάμα άμεσο-δημοκράτης είναι σαν να λέει κάποιος πως είναι Ολυμπιακός αλλά θέλει να κερδίζει ο Παναθηναϊκός. Ο αναρχικός δεν υποκλίνεται σε καμία δημοκρατία, ούτε καν την άμεση. Κλείνω την παρένθεση.

Αυτό το εκκρεμές του ΣΥΡΙΖΑ από τον αντισυστημισμό στον κυβερνητισμό και τανάπαλιν, όπως έδειξε και η τελευταία δημοσκόπηση της Public Issue, σπρώχνει την πολιτική ατζέντα ακριβώς εκεί που κάθε συντηρητικό κόμμα θα εύχονταν να στραφεί. Αρκεί μόνο να δούμε πως η πρώτη φροντίδα του κυβερνητικού εκπροσώπου είναι να εκμεταλλεύεται, με κάθε ευκαιρία, τα φαινόμενα βίας και ανομίας και την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να τα καταδικάσει.

Όταν ο δημόσιος διάλογος δεν στρέφεται προς θέματα που αφορούν το τι είδους κοινωνία και κράτος θέλουμε να διαμορφώσουμε, αλλά προς θέματα που αφορούν την αντιπαράθεση για την παραβατικότητα και τη βία στο δημόσιο χώρο ή προς θέματα που με καταγγελτικό λόγο ηθικοποιούν τις πολιτικές διαφορές, όταν η πολιτική αντιπαράθεση κινείται στο επίπεδο «τρομοκράτες» εναντίον «προδοτών» και τανάπαλιν, τότε το πεδίο είναι λαμπρό για όσους προβάλλουν ως το κόμμα της τάξης, της ασφάλειας και των «απλών νοικοκυραίων», ενώ ακόμη χειρότερα επωφελούνται κάποιοι άλλοι που το πάνε πολύ πάρα πέρα και παρουσιάζονται ως τα «καθαρά» χέρια των «γνήσιων» Ελλήνων. Η δε ερμηνεία της κουλτούρας της βίας ως απότοκο των κοινωνικών συνθηκών αποτελεί την «ιδεολογική Βάρκιζα» της όποιας Αριστεράς, σηματοδοτεί τον ιδεολογικό παροπλισμό του αριστερού λόγου, αφού τέτοιες ερμηνείες μετατρέπουν την πολιτική σε πεδίο προσωπικών αντιπαραθέσεων που καμία σχέση δεν έχουν με τις πραγματικές κοινωνικές ανισότητες.

Η κουλτούρα του τρόμου και της ηθικολογίας αποτελεί τον πυρήνα κάθε συντηρητικής στροφής των κοινωνιών. Αυτή η αντιπαράθεση σπρώχνει σε συντηρητικές αναδιπλώσεις τα πανταχόθεν απειλούμενα μεσαία και μικροαστικά στρώματα της χώρας. Είναι η ατζέντα της αντιπαράθεσης που έκανε τρεις φορές πρωθυπουργό της Ιταλίας τον Μπερλουσκόνι, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Γι’ αυτές τις εξελίξεις ευθύνονται και το ΠΑΣΟΚ με τη ΔΗΜΑΡ, αφού δεν φροντίζουν, τουλάχιστον αυτά τα κόμματα, να διαμορφώσουν μια άλλη πολιτική ατζέντα. Πέφτουν στην καλοστημένη παγίδα του δήθεν αντισυστημικού ΣΥΡΙΖΑ και του ψευδοερωτήματος Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο, ενώ το σωστό θα ήταν, με δεδομένο το Μνημόνιο, να ασχολούνται όχι με τα εσωκομματικά τους, αλλά με το τι πρέπει να γίνει στο εξής. Για το αν υπάρχει ζωή και ποια μετά το Μνημόνιο, το οποίο από μόνο του δεν σήμαινε τίποτα άλλο από την εξασφάλιση της δανειοδότησης –δυστυχώς, με δυσμενείς όρους διαρκούς λιτότητας– της χώρας και την παραμονή της στην ΕΕ. Το Αντιμνημόνιο, όμως, θα σήμαινε την έξοδο της χώρας όχι μόνο από τη νομισματική ένωση, αλλά και από όλα τα ευρωπαϊκά κεκτημένα.

Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, δεν υπάρχουν πράξεις πολιτικών οι οποίες αξίζει να διερευνηθούν δικαστικά; Βεβαίως υπάρχουν και βεβαίως κάποιοι απ’ αυτούς είναι ποινικά και όχι μόνο πολιτικά υπεύθυνοι για την κατάσταση της χώρας, και κάποιοι, όχι όμως όλοι, έφαγαν πολλά. Την ίδια στιγμή οι πολίτες είναι εξοργισμένοι με τα φαινόμενα πολιτικής ασυλίας. Αλλά αυτά είναι «το ένα στο κρατούμενο». Η συνολική μαθηματική πράξη είναι πολιτική, και ένα κόμμα που θα ήθελε να διαμορφώσει μια αριστερή ατζέντα κατά της διαπλοκής θα έπρεπε πρωτίστως να μιλήσει για τις συνθήκες που έκαναν την πολιτική και τη δημοκρατία τόσο «ακριβές» σ’ αυτή τη χώρα, αλλά και στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Να μιλήσει για τις συνθήκες που γεννούν τη διαπλοκή της πολιτικής με το «μαύρο» χρήμα. Απ’ αυτές όμως τις συνθήκες στην Ελλάδα επωφελήθηκαν πολλοί (λέγε με τοπικο-αυτοδιοικητική πολιτική) και όχι μόνο τα κυβερνητικά κόμματα. Γι’ αυτό, π.χ., όλοι αποφεύγουν να μιλήσουν για το πώς συνδέονται το ακριβό πολιτικό κεντρικό και περιφερειακό σύστημα με τη φοροδιαφυγή. Μια τέτοια συζήτηση θα ήταν κάτι διαφορετικό από την ποινικοποίηση και την ηθικοποίηση της πολιτικής.

Τι γίνεται όμως αντί αυτού; Μια εκστρατεία που με πρόσχημα την αντιπαράθεση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο οδηγεί στην εξάλειψη της πραγματικής διάκρισης κοινωνίες παραγωγής και αναδιανομής, φιλελεύθερης δημοκρατίας και παροχής υπηρεσιών πρόνοιας ή κοινωνίες της κυριαρχίας των ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών αγορών και της ελλειμματικής δημοκρατίας, κοινωνίες δικαίου, ευνομίας και συνάμα μιας αναγκαίας πολιτικής ανυπακοής (η οποία πάντοτε θα επιδιώκει τη νομικο-θεσμική της δικαίωση) ή κοινωνίες του «νόμου και της τάξης» και τέλος κοινωνίες με ευδιάκριτες διαφορές της Αριστεράς με τη Δεξιά ή κοινωνίες ηθικολογικού και μετανεωτερικού χυλού. Πολύ φοβάμαι πως η ατζέντα στη χώρα τοποθετείται στο δεύτερο σκέλος των ερωτημάτων. Απ’ αυτή τη μετατόπιση δεν θα βγει ωφελημένη καμία Αριστερά, είτε σοσιαλδημοκρατική είτε ριζοσπαστική. Οι μόνοι που θα επωφεληθούν θα είναι από τη μια πλευρά η συντηρητική παράταξη και, δυστυχώς, από την άλλη οι φορείς του ελληνικού νεοναζισμού και νεομπολσεβικισμού.