Ήταν κοινό (και βρώμικο) μυστικό ότι η Χρυσή Αυγή λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει στο παρηκμασμένο ιστορικό κέντρο της Αθήνας που στέναζε από την εγκληματικότητα και την υπερσυγκέντρωση εξαθλιωμένων μεταναστών. Ένα σημαντικό κομμάτι της αστυνομίας είχε συμπάθεια προς τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές, με αποτέλεσμα να απολαμβάνουν εντυπωσιακή ασυλία για σειρά παραβατικών πράξεων και ποινικών αδικημάτων. Παρόλο που εξέφραζαν ευθέως αντιδημοκρατικές αντιλήψεις, καλούσαν ανοιχτά σε πράξεις βίας και κήρυτταν το μίσος, η ελληνική πολιτεία ποτέ δεν τους αντιμετώπισε ως εχθρούς του πολιτεύματος και τους άφησε να καταλάβουν το χώρο στην καρδιά της πρωτεύουσας. Τα εντυπωσιακά ποσοστά που εξασφάλισαν στην Αθήνα στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης πυροδότησαν ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές συζητήσεις και πολύ σοβαρή αρθρογραφία, για την απόλαυση του κειμένου, αφού αντιφασιστική πολιτική δεν αναπτύχθηκε.
Η κρίση έγινε ευκαιρία για την επώαση του αυγού του φιδιού.
Στην αρχή ήταν μια δημοσκόπηση που έδειξε τη Χρυσή Αυγή κοντά στο 3%. Η μοναδική απάντηση του κοινοβουλευτισμού εξαντλήθηκε σε αναλύσεις επί αναλύσεων προκειμένου να καταδειχθεί ότι το μνημόνιο οδηγεί ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας σε ακραίες επιλογές. Αλλά το μικρό κομμάτι έγινε μεγάλο και οι ακραίες επιλογές εγκληματικές.
Το δημοσκοπικό ποσοστό του φιλοναζιστικού κόμματος διαρκώς μεγάλωνε και η δράση τους γινόταν όλο και πιο επιθετική. Και πάλι χωρίς θεσμική ανασύνταξη και πάλι στη βάση της συλλογικής ύπνωσης. Μετά ήρθαν οι σφαλιάρες του Κασιδιάρη για τις οποίες δεν υπήρξε καμία επίπτωση στον βουλευτή και στην παράταξή του. Δίκες Χρυσαυγιτών αναβάλλονταν η μία μετά την άλλη, χωρίς επίσης καμία επίπτωση για τους δικαστικούς λειτουργούς που ευθύνονται, ενώ τα σώματα ασφαλείας εξακολούθησαν να μην κρύβουν την εγγύτητά τους προς τα τάγματα εφόδου τα οποία πλέον προκαλούν χωρίς κανέναν δισταγμό.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι στις εκλογές ανταμείφθηκαν με ένα σοκαριστικό ποσοστό και μάλιστα κατέγραψαν επιδόσεις σε μαρτυρικούς τόπους.
Είναι ναζιστές όσοι τους ψήφισαν; Δεν είναι καν ιδεολόγοι. Είναι απελπισμένοι, εξοργισμένοι, αμόρφωτοι, ακατέργαστοι, ανισόρροποι, αποσταθεροποιημένοι, τυφλωμένοι, φανατικοί, απολίτιστοι, μισαλλόδοξοι, είναι πολλοί και απολύτως ξένοι προς ό,τι ορίζεται ως δημοκρατικό κεκτημένο.
Το τελευταίο επεισόδιο ήταν η επίθεση εναντίον μικροπωλητών. Η κυβέρνηση δεν πατάσσει το παραεμπόριο, οι Χρυσαυγίτες είναι εδώ για να επιβάλλουν την τάξη στο όνομα του δοκιμαζόμενου Έλληνα εμποράκου.
Προηγήθηκαν βασανισμοί, δολοφονίες και απαγωγές αλλοδαπών, η κατατρομοκράτησή τους είναι μέθοδος που εφαρμόζεται συστηματικά και οι απειλές σε βάρος όσων υπερασπίζονται το δικαίωμά τους στη ζωή διαρκείς. Κάθε αδίκημα που διαπράττει μετανάστης γίνεται επιχείρημα για τον ακροδεξιό υπόκοσμο ώστε να εφαρμόσει συλλογικά αντίποινα, κατά τον τρόπο των Γερμανών κατακτητών.
Φτάσαμε να συζητάμε ψύχραιμα ότι η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται ως τρίτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις. Είναι μια μεγάλη πρόκληση να αναζητηθεί η αιτία του κακού και τι ακριβώς συμβαίνει στα έγκατα της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί, ασφαλώς, δεν αρκεί η φτώχεια και η ανασφάλεια ως απάντηση στην ερώτηση γιατί κανείς γίνεται φασίστας. Αλλά υπάρχει ένα πιο άμεσο ζήτημα. Πώς θα προστατευθεί το πολίτευμα από αυτή την τρομακτική απειλή. Είναι προφανές ότι μόνο η παραμονή στην ευρωζώνη μπορεί να σώσει τη χώρα από έναν εμφύλιο και από τη διολίσθηση στο απόλυτο χάος. Είναι επίσης προφανές ότι το Σύνταγμα προστατεύει κόμματα που υπηρετούν τους σκοπούς του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή τη στιγμή η ελληνική πολιτεία δεν δείχνει τη βούληση και την αποφασιστικότητα να προχωρήσει στο μόνο λογικό, την απαγόρευση αυτού του κόμματος που συνδέεται με αξιόποινες πράξεις και εκφράζει αντιδημοκρατικές θέσεις. Το κράτος δικαίου παραδίδεται χωρίς να δώσει καμία μάχη και υποχωρεί.
Ο Γιάννης Μπουτάρης και ο Γιώργος Καμίνης είναι οι μόνοι που τόλμησαν να ζητήσουν δημόσια μια άλλη αντιμετώπιση του φαινομένου. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας δείχνει κάποια διάθεση αλλά έχει περιορισμένες δυνατότητες να πάρει πάνω του την υπόθεση μόνος του. Ολα τα κόμματα αποδοκιμάζουν και ξορκίζουν το κακό, αλλά στην πράξη δεν αναλαμβάνεται καμία πρωτοβουλία με αρχή, μέση και τέλος.
Άλλοι φοβούνται ότι η καταστολή μπορεί να προκαλέσει ενίσχυση του ρεύματος, άλλοι απλώς φοβούνται.
Κανονικά, αλλά τι είναι κανονικό, δεν θα έπρεπε να υπάρχει άλλο θέμα που να κινητοποιεί την πολιτική, πνευματική, οικονομική ελίτ της χώρας, αν υποθέσουμε ότι υφίστανται ελίτ. Οι περικοπές στα ειδικά μισθολόγια που κινητοποιούν πανεπιστημιακούς, δικαστικούς και ένστολους, είναι λιγότερο σημαντικές από τις μαχαιριές που δέχεται το πολίτευμα, η προστασία του οποίου θα έπρεπε να αφορά ειδικά αυτούς τους δημόσιους λειτουργούς.
Το τέρας μεγαλώνει και οι θεσμοί αδρανούν. Κάπως έτσι έγινε και στη Βαϊμάρη. Ολοι το έβλεπαν και κανείς δεν το πίστευε.
.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος