Τα μαθαίνουμε σε δόσεις και μετά από καιρό αλλά πάντως τα μαθαίνουμε. Η Siemens, τα εξοπλιστικά, τα φάρμακα, τα δάνεια των κομμάτων και τώρα το Μετρό. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, πως στελέχη εταιρειών καταθέτουν ότι κατά τα χρόνια 2003-2007 ένα 5-7% των συμβάσεων, που το πλήρωνε βέβαια ο έλληνας φορολογούμενος, πήγαινε για μίζες σε κόμματα και σε γραφειοκράτες.
Ηδη στελέχη των εταιρειών αλλά και κομμάτων έχουν αναφερθεί στους μηχανισμούς μέσω των οποίων το (μαύρο) χρήμα αυτό έφτανε στα κομματικά ταμεία ή στις τσέπες πολιτικών και άλλων.
Τελικά εκεί στη δεκαετία του 2000 ειδικά προς τα μέσα της, το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κομματοκρατίας ήταν η μίζα. Σε ένα πολωμένο πολιτικό σύστημα, όπου τα μη αναλογικά εκλογικά συστήματα διασφάλιζαν ισχυρές κυβερνήσεις και σταθερότητα, η διακομματική συναίνεση εμφανιζόταν σε ένα μόνο πεδίο: στη μίζα!
Το τρομακτικό και από πολλές απόψεις ενδεικτικό του κυνισμού και της αυθάδειας του πολιτικού προσωπικού βρίσκεται στο γεγονός πως τα ίδια χρόνια η κρατική δαπάνη που αφορούσε τα κόμματα και τους βουλευτές είχε εκτοξευθεί στα ουράνια.
Ο κρατικός προϋπολογισμός είχε φτάσει να ξοδεύει για τη χρηματοδότηση των ελληνικών κομμάτων τόσα χρήματα σε απόλυτες τιμές όσα έδινε ο γαλλικός προϋπολογισμός για τα γαλλικά πολιτικά κόμματα. Δηλαδή όσα μια χώρα με έξι φορές περίπου μεγαλύτερο πληθυσμό και οκτώ φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ.
Οταν τολμούσε κανείς να ασκήσει κριτική σε αυτήν την πρακτική το δημόσιο χρήμα να πηγαίνει σε κομματικές σαχλαμάρες, η απάντηση έβγαινε από όλα τα κόμματα σχεδόν αυτόματα: η Δημοκρατία έχει κόστος!
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση συντελέστηκε ένα διπλό έγκλημα: το κράτος κομματικοποιήθηκε και τα κόμματα κρατικοποιήθηκαν. Οχι μόνο δηλαδή το κράτος γέμισε από κομματικές επιλογές στη βάση πελατειακών κριτηρίων αλλά και αυτά τα ίδια τα κόμματα για να ευημερήσουν προσκολλήθηκαν στο κράτος. Δεν είναι τυχαίο πως από το κράτος προσφέρονται αφειδώς στα κόμματα όχι μόνο χρήματα, αλλά και μετακλητοί υπάλληλοι, σύμβουλοι και κάθε είδους άλλη υπηρεσία πληρωμένη από τον κρατικό προϋπολογισμό που τα ίδια τα κόμματα ψηφίζουν.
Ομως τα πράγματα δεν περιορίζονταν εδώ. Χάρη στην ικανότητα τους να αποφασίζουν για «δουλειές» μεταξύ κράτους και ιδιωτών τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό βρήκαν μία νέα αστείρευτη πηγή χρηματοδότησης: τη μίζα.
Τελικά, όπως το κράτος ως επιχειρηματίας είναι ένας κακός και σπάταλος εργοδότης, που σπαταλά τους δημόσιους πόρους, έτσι και τα κρατικά-κόμματα αποδεικνύονται κακοί εντολοδόχοι της θέλησης του λαού, σπάταλα, διεφθαρμένα και εγωιστικά.
Σε όλα αυτά τα χρόνια τα κόμματα αντί να απελευθερώσουν δέσμευαν πλούτο. Ενίσχυσαν τη διαφθορά αντί να την περιορίσουν, και συχνά «κατασκεύαζαν» ανάπτυξη ή κοινωνική πρόνοια προκειμένου να πέφτει η μίζα από τις πολυεθνικές. Διαμορφώνοντας μια ολιγοπωλιακή αγορά, τα κόμματα, από εκφραστές της κοινωνίας έγιναν οι δυνάστες της. Ολοένα πιο σπάταλα και άπληστα, λεηλάτησαν τα χρήματα των ανήμπορων να αντιδράσουν φορολογουμένων και μας οδήγησαν ως χώρα στη χρεοκοπία. Και τότε ακόμη δεν σταμάτησαν να υπηρετούν τον εαυτό τους, όπως και όπου μπορούσαν.
Η πρόσφατη ανακάλυψη πως μέσα στη θύελλα του τρίτου μνημονίου το 2015 βρέθηκε χώρος για να ψηφιστεί, διακομματικά μάλιστα, επιδότηση ενοικίου σε υπουργούς, μόνο ναυτία μπορεί να προκαλεί. Δεν με ενδιαφέρει αν ακουστεί λαϊκιστικό: όταν δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί μαθαίνουν να ζουν με τις λίγες εκατοντάδες ευρώ που παίρνουν ως μισθούς καλύπτοντας συχνά τα έξοδα δύο νοικοκυριών θέλει τρομακτική αλαζονεία, θράσος και ναρκισσισμό να προωθήσεις μια τέτοια ρύθμιση.
Ποτέ άλλοτε στη ιστορία του ελληνικού κράτους, η δημοκρατία δεν κόστισε τόσο ακριβά στους πολίτες όσο στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τα ποσά που εκταμιεύτηκαν από την κοινωνία με προορισμό τα κόμματα είναι μυθικά, ιδιαίτερα αν προσθέσουμε στο επίσημο και νόμιμο χρήμα και το μαύρο χρήμα της μίζας. Χάρη στα χρήματα του φορολογούμενου, τα κόμματα έγιναν τα αφεντικά της Δημοκρατίας.
Και όλα αυτά για ποιο λόγο; Για να ζουν πλουσιοπάροχα, συχνά μην κάνοντας απολύτως τίποτε δημιουργικό μερικές χιλιάδες άτομα σε όλη την Ελλάδα. Η ακριβή δημοκρατία, δεν συνεισέφερε τίποτε στην ποιότητα των θεσμών ή στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Ήρθε ο καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τα κόστη της.